Μια καλοκαιρινή ημέρα του 1564, ο νεαρός
μαθητευόμενος κάποιου υφαντουργού σε μια κωμόπολη της βρετανικής επαρχίας άφηνε
την τελευταία του πνοή. Το γεγονός πέρασε στα ψιλά των τοπικών αρχείων και θα
εθεωρείτο ασήμαντο εάν δίπλα στο όνομα του αγοριού δεν είχαν καταγραφεί τρεις
λέξεις που προκαλούσαν τρόμο: πέθανε από πανώλη.
Εκείνο το καλοκαίρι ο ανθρώπινος φόρος που κατέβαλε η
εν λόγω κωμόπολη εξαιτίας της νέας επιδημικής έξαρσης της φονικής ασθένειας
ήταν βαρύς. Το ποιος ζούσε και ποιος πέθαινε ήταν καθαρά θέμα τύχης. Ένα σπίτι
ξεκληριζόταν ενώ το διπλανό παρέμενε αλώβητο.
Κάπου εκεί, λοιπόν, στην οδό Χένλεϊ, ένα ζευγάρι που
είχε χάσει τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του σε προηγούμενες επιδημίες
πανώλης, κλείδωνε την πόρτα και σφράγιζε τα παράθυρα του σπιτιού του σε μια
απελπισμένη προσπάθεια να σώσει τον μικρότερο γιο του, ηλικίας τριών μόλις
μηνών. Οι γονείς γνώριζαν ότι οι ελπίδες δεν ήταν με το μέρος τους. Ήταν σαν να
έστριβαν ένα νόμισμα που έγερνε αποφασιστικά προς την κορόνα, κι αυτοί είχαν
στοιχηματίσει τη ζωή του παιδιού τους στα γράμματα. Μπορεί εύκολα να φανταστεί
κανείς την ανακούφισή τους όταν, τρεις μήνες αργότερα, το κακό υποχωρούσε σε
εκείνη την κωμόπολη -Στράτφορντ το όνομά της- και ο μικρός είχε κατορθώσει
να παραμείνει ζωντανός. Τον έλεγαν Γουίλιαμ Σαίξπηρ…
Την παραπάνω ιστορία περιγράφει ο δημοσιογράφος και
συγγραφέας Μπεν Κοέν στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο The Hot Hand: Τhe Mystery and Science of Streaks (Custom
House/2019). Μέσα από το πρίσμα των δύσκολων ημερών που βιώνουμε, το απόσπασμα
αποκτά τραγική επικαιρότητα.
Μία από τις πολλές εικασίες που σχετίζονται με τον
ελισαβετιανό βάρδο ήταν ότι είχε αποκτήσει ανοσία στην ασθένεια επειδή είχε
εκτεθεί σε αυτήν από τόσο μικρή ηλικία. Μια άλλη τον ήθελε να έχει επιζήσει
επειδή οι γονείς του φρόντιζαν να τον κρατούν πάντα σε δωμάτιο που έκαιγε
δυνατή φωτιά ώστε να απομακρύνονται οι ψύλλοι, από το τσίμπημα των οποίων
μεταδιδόταν η πανώλη. Το σίγουρο είναι πως η αρρώστια έπληξε έντονα τόσο το
στενό όσο και το ευρύτερο περιβάλλον του Σαίξπηρ. Έχασε αδελφούς και αδελφές,
ενώ ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι ήταν και η αιτία της απώλειας του γιου του,
σε ηλικία 11 μόλις ετών. Παράλληλα, είδε να πεθαίνουν συνάδελφοι και φίλοι,
συνεργάτες και ανταγωνιστές.
«Λουκέτο» στα θέατρα
Σε κάθε νέα έξαρση της επιδημίας της πανώλης τα
θέατρα στο Λονδίνο έκλειναν, με αποτέλεσμα όλοι όσοι κινούταν στον χώρο του
θεάματος να αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης και να επαφίενται στη
γενναιοδωρία του βασιλιά. Ο συνωστισμός αλλά και οι αντιδράσεις του κοινού στο
«ζωντανό» θέαμα -το γέλιο, το δάκρυ, ο βήχας- θεωρούνταν τρόποι περαιτέρω
διάδοσης της επιδημίας. Πέρα από τους ιατρικούς λόγους, βέβαια, υπήρχαν και
θρησκευτικοί. Κάποιοι ιερωμένοι υποστήριζαν ότι «αιτία της πανώλης είναι η
αμαρτία» και «αιτία της αμαρτίας είναι το θέατρο». Επομένως, σύμφωνα με τη
λογική τους, «αιτία της πανώλης είναι το θέατρο…».
Επρόκειτο, είναι αλήθεια, για μια αρρώστια φρικτή. Μια
οξεία λοιμώδη νόσο που ενέσκηπτε κατά καιρούς στο ελισαβετιανό Λονδίνο όπου οι
συνθήκες υγιεινής ήταν κακές, ενώ παράλληλα δεν υπήρχε αποχετευτικό σύστημα. Τα
συμπτώματα
περιλάμβαναν πυρετό, ρίγη, πονοκέφαλο, μυϊκούς πόνους και κατά περίπτωση
εξογκώματα σε διάφορα μέρη του σώματος, μαυρισμένο δέρμα (εξ ου και «Μαύρος
Θάνατος», όπως αποκαλούνταν συχνά), δύσπνοια, απώλεια συνείδησης,
παραλήρημα και τελικά θάνατο. Η νόσος κυριολεκτικά «θέριζε» βρέφη και μικρά
παιδιά ενώ γενικότερα έπληττε, κατά κανόνα, άτομα ως 35 ετών.
Παρ’ όλο που «η πανώλη ήταν ο ισχυρότερος παράγοντας
διαμόρφωσης της ζωής του Σαίξπηρ και των συγχρόνων του», όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Τζόναθαν Μπέιτ, ένας από
τους πολλούς βιογράφους του, για τους θεατρικούς συγγραφείς της εποχής το
θέμα αποτελούσε ταμπού. Στις περιόδους ύφεσης όπου τα θέατρα άνοιγαν και πάλι,
απέφευγαν να αναφέρονται στο θέμα. Το κοινό δεν ήθελε να βλέπει επί σκηνής τη
σκληρή πραγματικότητα, έστω κι αν ήταν το μοναδικό πράγμα που υπήρχε στο μυαλό
του. Αντιθέτως, κατέφευγε στο θέαμα προκειμένου να ξεφύγει από αυτήν. Το να
μιλήσεις για την πανώλη ήταν, όπως χαρακτηριστικά γράφει και πάλι ο Κοέν, «σαν να βλέπεις μια ταινία για κάποιο αεροπορικό
δυστύχημα τη στιγμή που πετάς στα 35.000 πόδια».
Ρωμαίος και Ιουλιέτα με χάπι εντ
Ωστόσο για τον Σαίξπηρ τα πράγματα ήταν
διαφορετικά. Η πανώλη αποδείχθηκε το «μυστικό του όπλο». Κατάφερε να την
εκμεταλλευθεί με τρόπο δημιουργικό. Όπως υποστηρίζουν έγκριτοι μελετητές του,
στη διάρκεια επιδημικών εξάρσεων εμπνεύστηκε μερικά από τα διασημότερα έργα του
ενώ η νόσος αποδείχθηκε το «κλειδί» για την εξέλιξη κάποιων άλλων.
Το παράδειγμα του Ρωμαίος
και Ιουλιέτα -το οποίο γράφτηκε λίγο μετά την επιδημία
του 1593 που κράτησε για μεγάλο διάστημα κλειστά τα θέατρα- είναι
χαρακτηριστικό. Η ιστορία είναι γνωστή σε αδρές γραμμές. Οι δύο νέοι
ερωτεύονται αλλά η ένωσή τους εμποδίζεται καθώς οι οικογένειές τους είναι
ορκισμένοι εχθροί. Τελικά αυτοκτονούν. Πώς όμως φτάνουμε στο τραγικό φινάλε;
Ίσως κάποιοι θυμούνται χαλαρά την κατάρα του Μερκούτιου -φίλου του Ρωμαίου- την
ώρα που πεθαίνει λαβωμένος από τον Τυβάλτη, εξάδελφο της Ιουλιέτας: Πανούκλα
στα σπίτια και των δυο σας! λέει καθώς ψυχορραγεί (σε ορισμένες από
τις γνωστότερες ελληνικές μεταφράσεις η λέξη «πανούκλα» αποδίδεται ως «κατάρα»
ή «ανάθεμα»).
Ωστόσο, ο ρόλος της πανώλης είναι πολύ πιο
αποφασιστικός στην τραγική εξέλιξη της ιστορίας. Στην προσπάθειά της να
αποφύγει τον αθέλητο γάμο με τον Πάρη που της ετοιμάζει ο πατέρας της, η Ιουλιέτα στρέφεται για βοήθεια στον ιερέα Λαυρέντιο, ο οποίος καταστρώνει ένα σχέδιο: θα της δώσει να
πιει ένα υγρό που θα την κάνει να φαίνεται νεκρή για 42 ώρες ώστε να πειστούν
οι γονείς της για τον θάνατό της και ταυτόχρονά θα στείλει μια επιστολή στον
εξόριστο Ρωμαίο ενημερώνοντάς τον σχετικά με το πώς θα
σμίξει με την αγαπημένη του. Το γράμμα όμως δεν θα φτάσει ποτέ στον νεαρό
ερωτευμένο. Ο απεσταλμένος του Λαυρέντιου, μοναχός Ιωάννης,
δεν θα καταφέρει να το παραδώσει. Αναζητεί βοήθεια στο πρόσωπο ενός φίλου ο
οποίος, όμως, έχει πάει να συμπαρασταθεί σε ένα σπίτι «χτυπημένο» από την
πανούκλα. Οι φρουροί της πόλης τούς εντοπίζουν και θεωρώντας πως και οι δύο
βρίσκονταν στο σπίτι όπου «ο μολυσματικός λοιμός βασίλευε» τους θέτουν σε
καραντίνα εμποδίζοντας το ταξίδι του Ιωάννη στη Μάντουα. Έτσι, ο Ρωμαίος νομίζοντας ότι η αγαπημένη του είναι όντως νεκρή
αυτοκτονεί, κι αυτή όταν περνά η επήρεια του υγρού και ξυπνά, απελπισμένη θέτει
επίσης τέρμα στη ζωή της. Τι θα είχε συμβεί, όμως, αν είχε παραδοθεί η επιστολή
στον Ρωμαίο; Η πασίγνωστη αυτή νεανική ιστορία αγάπης θα μπορούσε να έχει,
άραγε, ένα ευτυχισμένο τέλος αντί για τη γνωστή τραγική κατάληξη;
Στην εποχή του
κορονοϊού
«Ο Σαίξπηρ θα είχε γίνει
μανιακός με τον κορονοϊό» ήταν ο τίτλος ενός πρόσφατου δημοσιεύματος της
βρετανικής εφημερίδας Telegraph. Η συντάκτρια υπογραμμίζει τη συχνή χρήση των
ασθενειών από τον Σαίξπηρ σε όλα σχεδόν τα έργα του, πολλές φορές εν είδει
κατάρας ανάμεσα στους χαρακτήρες. Όσο πιο βαριά η νόσος, τόσο μεγαλύτερη η
κατάρα.
Στο πλαίσιο αυτό, η πανώλη είχε την τιμητική της.
Ωστόσο, ο Κοέν υποστηρίζει ότι ο ρόλος της στην εξέλιξη
του Ρωμαίος και Ιουλιέτα είναι
μηδαμινός σε σχέση με τη χρήση της από τον συγγραφέα αργότερα στην καριέρα του.
Από τις αρχές του 1605 ως το τέλος του 1606 οι
ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο Σαίξπηρ έγραψε τον Βασιλιά Ληρ, τον Μακβέθ και το Αντώνιος
και Κλεοπάτρα. Μέχρι σχετικά πρόσφατα η κυρίαρχη άποψη ήθελε τον
συγγραφέα να γράφει δύο έργα τον χρόνο. Ήταν, όμως, πράγματι έτσι; Ο Τζέιμς Σαπίρο, συγγραφέας του βιβλίου Η
χρονιά του Ληρ: Ο Σαίξπηρ το 1606 (The
Year of Lear: Shakespeare in 1606) διαφωνεί. Θεωρεί πως η εν
λόγω άποψη προέκυψε κάπως αυθαίρετα, απλώς μοιράζοντας τα έργα στα χρόνια κατά
τα οποία έγραφε. Αν, δηλαδή, είχε γράψει 10 έργα σε πέντε χρόνια, αυτό για
ορισμένους σήμαινε δύο έργα τον χρόνο. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο συγγραφέας
έγραφε τα έργα του σε «συστάδες». Περνούσε περιόδους θερμές και ψυχρές
δημιουργικά. «Όταν βλέπεις ότι τα έργα αυτά γράφτηκαν τόσο κοντά χρονικά
αρχίζεις να σκέφτεσαι τι είναι αυτό που προκάλεσε τέτοια δημιουργική έκρηξη σε
τόσο σύντομο διάστημα» υποστηρίζει.
Η απάντηση βρίσκεται σε άλλη μία επιδημία πανώλης η οποία
ξέσπασε το καλοκαίρι του 1606 και απεδείχθη ιδιαιτέρως φονική. Πριν από
δύο χρόνια, είχε εκδοθεί ένα διάταγμα σύμφωνα με το οποίο τα θέατρα έκλειναν σε
περίπτωση που οι νεκροί υπερέβαιναν τους 30 την εβδομάδα. Η νέα έξαρση ήταν
τόσο έντονη ώστε ο βασιλιάς Ιάκωβος, φοβούμενος ότι
το Κοινοβούλιο δεν θα μπορέσει να συνεδριάσει προκειμένου να επικυρώσει τα
σχέδιά του περί της ένωσης Σκωτίας και Αγγλίας πριν από τα Χριστούγεννα, ζήτησε
από το Συμβούλιο του Στέμματος να εντείνει τις προσπάθειές του προκειμένου να
ελεγχθεί η επιδημία. Τα μέλη του, από την πλευρά τους, ζήτησαν μεγαλύτερη
εγρήγορση από τις τοπικές αρχές για να εισπράξουν, όμως, παράπονα: οι Λονδρέζοι
έσβηναν τους κόκκινους σταυρούς με τους οποίους «μαρκάρονταν» τα σπίτια των
αρρώστων που βρίσκονταν σε καραντίνα. Τελικά, δόθηκε η υπόσχεση ότι θα γίνουν
οι απαραίτητες ενέργειες ώστε να χρησιμοποιηθούν ανθεκτικότερα χρώματα, με βάση
το λάδι, αντ’ αυτών με βάση το νερό που χρησιμοποιούνταν ως τότε και επέτρεπαν
το σβήσιμο…
Αναπάντεχη επιτυχία
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Σαίξπηρ και
ο θίασός του, οι «Άνθρωποι του Βασιλιά» (The King’s Men) αναγκάστηκαν να
υποστείλουν τη σημαία του θεάτρου Globe και να γίνουν πιο δημιουργικοί σε σχέση
με τις παραστάσεις τους. Καθώς ταξίδευαν στη βρετανική ύπαιθρο, κάνοντας
στάσεις σε αγροτικές περιοχές που δεν είχαν «χτυπηθεί» από την πανώλη, ο
Σαίξπηρ ένιωσε ότι το γράψιμο ήταν η καλύτερη χρήση του χρόνου του. «Αυτή η
κατάσταση σήμαινε ότι για πρώτη φορά από τις αρχές της δεκαετίας του 1590 είχε
ελεύθερο χρόνο να συνεργαστεί με άλλους συγγραφείς» γράφει ο Σαπίρο αναφερόμενος σε μια πρακτική της εποχής. Μέσα σε αυτό
το κλίμα, γεννήθηκαν οι τρεις αριστουργηματικές τραγωδίες.
Παράλληλα, υπογραμμίζει ο Κοέν, ο
Σαίξπηρ «ωφελήθηκε» από την επιδημία καθώς η πανώλη εξαφάνισε τον ανταγωνισμό:
τους θιάσους νεαρών αγοριών που είχαν μεγάλη απήχηση στο Λονδίνο -καθώς
παρουσίαζαν πιο σατιρικές και πολιτικά παρακινδυνευμένες παραστάσεις σε σχέση
με τους μεγαλύτερους σε ηλικία ανταγωνιστές- και εν προκειμένω επλήγησαν
από την αρρώστια. Το γεγονός αυτό άλλαξε το ίδιο το περιβάλλον της δημιουργίας
του αλλά και τη σύνθεση του κοινού στο οποίο απευθυνόταν. Όπως καταλήγει ο Σαπίρο «η πανώλη ήταν η αιτία που ο Σαίξπηρ κατάφερε να
μετατρέψει μια περίοδο μεγάλης κοινωνικής αναστάτωσης σε κάτι εντελώς
διαφορετικό: μια λαμπρή, ιστορική συνθήκη μιας αναπάντεχης λογοτεχνικής
επιτυχίας…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου