Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Κική Δημουλά

                   Δεν βαριέσαι


Για να ξημερώσει σ’ ένα δάσος
πρέπει πρώτα να βγει στον άμβωνα του κόσμου
ένα πουλί
και να ζητήσει τον άρτον τον επιούσιον,
δήθεν πως κελαϊδάει.

Nα τρέξει ένα
αμήν από δέντρο σε δέντρο,
ψίθυρος ανιδιοτελείας δήθεν.
Aπ’ τις μεγάλες πέτρες
θ’ ανέβει ένα λιβάνι
ήμαρτον.
Aπό κει και πέρα ξεμυτίζει η λεπτομέρεια
κι η βεβαιότης πως αφήσαμε πίσω τη νύχτα.

Λίγο σαν περισκόπια υψώνονται
οι άκρες των τηλεγραφόξυλων
μήπως πλέει μακριά καμιά είδηση,
βγάζει απ’ τη θήκη του το αγκάθι ο πυράκανθος,
κι ένα καμπουριασμένο μονοπάτι
παραπατάει και γράφεται.
Aπό τους γύρω όγκους πέφτει η μάσκα
και ησυχάζεις: ξεκαθαρίζει
τι είναι Πεντέλη, τι Yμηττός
και τι απομένει μύτη φόβου.

Tο χρώμα της ελιάς,
μουντό κι ολιγόλογο,
βλεφαρίζει στα φύλλα
κι είναι ευκαιρία μ’ αυτό να προσδιορίσεις
μάτια ακαθορίστου χρώματος που λέμε.
Eπουσιώδης βέβαια εκκρεμότης
μα, που όσο να ’ναι, βασανίζει.
Έτσι και τα προσδιορίσεις,
μας έρχεται ολόκληρο το φως
κι αστενοχώρητο
σαν ένα
δεν βαριέσαι.  
Κική Δημουλά 

Οι λυπημένες φράσεις

Mε ημέρα αρχίζει η εβδομάδα,
με ημέρα τελειώνει.
Kι η Kυριακή, κόμπος σφιχτός
να μη λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο
και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ’ ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ’ αυτά που δεν συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
σιγά-σιγά η Kυριακή μεσουρανεί
σαν τρομαγμένη απορία.

Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, έν’ αρκουδάκι
δείξε πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Mονρόε...
Mη γελάς. Bρέθηκε κάποτε νεκρή η Mονρόε.
Mε πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς.

Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες
στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Kυριακές.

Nα είχαμε μιαν άνοιξη.
Mη γελάς.
Mε πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Aς λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Aπρίλης.
Tο λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Eμένα μ’ εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Mη γελάς.
Έαρ δεν γίνεται
με ρίμες
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
και όλα τ’ άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.

Tην Kυριακή τραβάει σε μάκρος
των τραγουδιών η αγωνία
ποια γυναί- ποια γυναί-

Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Kυριακές τις ανοιξιάτικες.

                                       (Το λίγο του κόσμου, Στιγμή 1994)
Κική Δημουλά

               Η Περιφραστική πέτρα


Μίλα.
Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.
Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
μὲ τὴν ἀοριστία.
Πές:
«ἄδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θὰ δοῦμε»,
«ἀστάθμητο»,
«βάρος».
Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.

Μίλα.
Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς
ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
Πὲς κάτι.
Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.

Πὲς «στιγμή»,
ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
μὴν τὴ σῴζεις,
πὲς
«δὲν ἄκουσα».

Μίλα.
Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.
Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
στὴν τύχη.
Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
πὲς «ἐλάχιστη»,
ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
Ἐλάχιστη
αἴσθηση,
λύπη
ὁλόκληρη
δική μου.
Ὁλόκληρη νύχτα.

Μίλα.
Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
Πὲς «πέτρα»,
ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
νὰ βάλω ἕναν τίτλο
σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.
Κική Δημουλά

              Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως


Δυσπνέεις. Κατανοητό.
Πνιγηρή του καθενός μας η δύση.
Κάνε όμως κάτι, σκαρφάλωσε ή
χτύπα συνθηματικά τον τοίχο
του διπλανού τρόμου ή
έστω θυμήσου λίγο παράθυρο
να μπαίνει ελάχιστος άνθρωπος
ίσα να φέγγει να διακρίνεις
να μη χτυπάς πάνω στις κόγχες
της επίγνωσης.
Περιττό, περιττό
πότε το λίγο φως που μπαίνει
από έναν κουφωτό άνθρωπο
κατανόησε το ορθάνοιχτο;
Απαντάς κι αφήνοντας πίσω το νόημα
βρόντηξες με πάταγο το περιττό
ξεχνώντας πως του οφείλεσαι
αποκλειστικά.
Εκείνο έπεισε
την ξεροκέφαλη ανυπαρξία
να επιτρέψει την ύπαρξη
μόνον αυτή θα σε κάνει διάσημη
της είπε
αλλιώς θα παραμείνεις στην αφάνεια
μια αβλαβής εσαεί ανυπαρξία
κι εκείνο σε μετέφερε
από την εκεί σου έρημο στην εδώ
καβάλα στο πειθήνιο αναγκαίο
ταλαίπωρο να γονατίζει
πιο εξαντλημένο κι από την υπομονή.
Αλλά του περιττού ο βούρδουλας πέφτει
ζωογόνος.
Το ξεχνάς
σα να μη σε δίδαξε η τόση αντίφαση
ότι χωρίς το περιττό
στιγμή δε ζει το απαραίτητο.
Σύμφωνοι, περιττός ο άνθρωπος
όμως για κάποιο λόγο αιώνια δες
τι απαραίτητος του είναι
του θανάτου.
Άρης Αλεξάνδρου

         Μέσα στις πέτρες

Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του
στο πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος
Με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς
Με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες.
Άρης Αλεξάνδρου

            Θα Επιμένεις           

Όσο ψηλά κι αν ανεβείς εδώ θα παραμένεις.
Θα σκοντάφτεις και θα πέφτεις εδώ μες στα χαλάσματα

χαράζοντας γραμμές
εδώ θα επιμένεις δίχως βία
χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση
———————————-ποτέ στην περιφρόνηση

κι ας έχουν σήμερα τη δύναμη εκείνοι που οικοδομούνε ερημώσεις
κι ας βλέπεις φάλαγγες ανθρώπων να τραβάν συντεταγμένοι
για το ξυλουργείο
να δέχονται περήφανοι
την εκτόρνευσή τους
και να τοποθετούνται στα αυστηρά τετράγωνα
———————————-σαν πιόνια.

Εσύ θα επιμένεις σαν να μετράς το χρόνο με τις σειρές
———————————-των πετρωμάτων
σάμπως νάσουν σίγουρος πως θαρθεί μια μέρα

όπου οι χωροφύλακες κ’ οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους.

Εδώ μες στα χαλάσματα που τα σπείραν άλας
θέλεις δε θέλεις θα βαδίζεις
υπολογίζοντας την κλίση που θάχουν τα επίπεδα
θα επιμένεις πριονίζοντας τις πέτρες μοναχός σου
θέλεις δε θέλεις πρέπει ν’ αποχτήσεις έναν δικό σου χώρο.
Αζίζ Νεσίν

Σώπα μη μιλάς!

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή είναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:
"σώπα".

Στο σχολείο μού κρύψαν την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε: "εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!"

Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
"κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ... σώπα!"

Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσι μου χρόνια.

Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.

Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
"Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε,
"θα βρεις το μπελά σου, σώπα".

Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
"Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα".

Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,
η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και
ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε "Σώπα".

Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε:
"Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα".
Μπορεί να μην είχαμε με δ’ αύτους γνωριμίες ζηλευτές,
με τους γείτονες, μας ένωνε, όμως, το Σώπα.

Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσά μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του "Σώπα".
και μαζευτήκαμε πολλοί
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!

Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ.
Εύκολα, μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτό το "Σώπα".

Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσά σου
και κάν’ την να σωπάσει.
Κόψ’ την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.

Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς,
χωρίς να μιλάς να λες "έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς".
Αχ! Πόσο θα ’θελα να μιλήσω ο κερατάς.

Και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.

Κόψε τη γλώσσά σου, κόψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσά σου.

Για να είμαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου,
γιατί νομίζω πως θα ’ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο,
με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!…
Πάμπλο Νερούντα

        Σε όλους, σ’ εσάς

Σε όλους, σ’ εσάς,
Τις σιωπηλές υπάρξεις της νύχτας
Που κράτησαν το χέρι μου στα σκοτάδια, σ’ εσάς,
Λάμψεις
Του αθάνατου φωτός, τροχιές αστεριού,
Ψωμί της ζωής, μυστικοί αδελφοί,
Σε όλους, σ’ εσάς,
Λέω: δεν υπάρχει ευχαριστώ,
Τίποτα δεν θα μπορέσει να γεμίσει τις κούπες
Της αγνότητας,
Τίποτα δεν θα μπορέσει να περικλείσει τον ήλιο στις σημαίες
Της αήττητης άνοιξης,
Σαν τη δική σας βουβή αξιοπρέπεια.
Στοχάζομαι
Μόνο
Ότι ίσως έχω αξιωθεί τόση απλότητα,
Ένα λουλούδι τόσο άσπιλο,
Που ίσως είμαι εσείς, το ίδιο,
Αυτό το σκεύασμα από χώμα, αλεύρι και τραγούδι,
Αυτό το φυσικό κράμα που ξέρει
Από πού βγαίνει και πού ανήκει.
Δεν είμαι μια καμπάνα τόσο μακρινή,
Ούτε ένα κρύσταλλο θαμμένο στη γη τόσο βαθιά
Που εσύ να μην μπορείς να αποκρυπτογραφήσεις, είμαι μόνο
Λαός, κρυμμένη πόρτα, μαύρο ψωμί,
Κι όταν με υποδέχεσαι, υποδέχεσαι
Τον εαυτό σου, αυτόν τον φιλοξενούμενο
Τόσες φορές χτυπημένο
Και τόσες φορές
Ξαναγεννημένο.
Σε όλα, σ’ όλους,
Σε όσους δεν ξέρω, σ’ όσους ποτέ
Δεν άκουσαν αυτό το όνομα, σ’ αυτούς που ζουν
Κατά μήκος των μακρών ποταμών μας,
Στα ριζά των ηφαιστείων, στη σκιά
Του μαύρου χαλκού, σε ψαράδες και σ’ αγρότες,
Σε γαλανούς Ινδιάνους στην όχθη
Λιμνών αστραφτερών σαν το διαμάντι,
Στον τσαγκάρη που αυτή τη στιγμή ρωτά
Καρφώνοντας το δέρμα με γερασμένα χέρια,
Σ’ εσένα, που χωρίς να το ξέρεις με έχεις αναμείνει,
Κομμάτι σου είμαι, και σ’ αναγνωρίζω και σε τραγουδώ.
Πάμπλο Νερούντα
                 
 O άνεμος στο νησί

Ο άνεμος είναι άλογο
άκου το πώς τρέχει
στη θάλασσα, στον ουρανό.
-----
Θέλει να με πάρει, άκου 
πώς περιτρέχει όλη τη γη
για να με πάρει μακριά.
-----
Κρύψε με στην αγκαλιά σου
γι’ αυτή τη νύχτα μόνο,
που η βροχή θρυμματίζει
πάνω στη θάλασσα και στη στεριά
τα αμέτρητα στόματά της.
-----
Άκου πώς ο άνεμος
με καλεί καλπάζοντας
για να με πάρει μακριά.
-----
Με το μέτωπό σου στο μέτωπό μου,
με τα χείλη σου στα χείλη μου,
δεμένα τα κορμιά μας
στον έρωτα που μας καίει,
άσε τον άνεμο να φύγει
χωρίς να με πάρει μαζί του.
-----
Άσε τον άνεμο να φύγει
αφροστεφανωμένος,
να με καλεί και να με ψάχνει 
καλπάζοντας μες στο σκοτάδι,
κι εγώ, βυθισμένος 
στα μεγάλα σου μάτια,
γι’ αυτή τη νύχτα μόνο 
να ξαποσταίνω αγάπη μου.

Πάμπλο Νερούντα

                          Το γέλιο σου

Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.

Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.

Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.

Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ’ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.

Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.

Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.
Πάμπλο Νερούντα

Ο θάνατος

Ξαναγεννήθηκα πολλές φορές απ’ το βάθος σβησμένων αστέρων
ενώνοντας ξανά την κλωστή από τις αιωνιότητες
που πλήθυνα με τα χέρια μου
και τώρα θα πεθάνω, χωρίς άλλο τίποτα παρά μονάχα χώμα
πάνω απ’ το σώμα μου, προορισμένος να ’μαι χώμα

Δεν αγόρασα ένα κομμάτι τ’ ουρανού που παζαρεύαν οι παπάδες
ούτε δέχτηκα τα σκοτάδια που έφτιαχνε ο μεταφυσικός για ανέμελους άρχοντες

Στον θάνατο θέλω να ’μαι με τους φτωχούς,
που δεν είχαν καιρό για να τον μελετήσουν
όταν τους χτυπούσαν όσοι έχουν
χωρισμένο τον ουρανό και μοιρασμένο
Είμαι έτοιμος θάνατέ μου, σαν το κουστούμι
που με περιμένει με το χρώμα που αγαπώ
την πλατωσιά που έψαξα ανώφελα,
το βάθος που χρειάζομαι

Τώρα που η αγάπη ξόδεψε το καθαρό υλικό της
κι ο αγώνας μοιράζει τα σφυριά του σ’ άλλα χέρια
δυνατά κι ενωμένα
έρχεται ο θάνατος για να σαρώσει τα σινιάλα που ορίζανε τα σύνορά σου

Πάμπλο Νερούντα

 Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις

Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.

Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μέσ’ απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει.

Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα και απ’ τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.

Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο - μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
Πάμπλο Νερούντα

Αργοπεθαίνει (Muere lentamente)

Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει το βήμα του,
όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.

Αργοπεθαίνει
όποιος έχει την τηλεόραση για μέντορά του.

Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο αντί του άσπρου
και τα διαλυτικά σημεία στο «ι» αντί τη δίνη της συγκίνησης
αυτήν ακριβώς που δίνει την λάμψη στα μάτια,
που μετατρέπει ένα χασμουρητό σε χαμόγελο,
που κάνει την καρδιά να κτυπά στα λάθη και στα συναισθήματα.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν «αναποδογυρίζει το τραπέζι» όταν δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν ρισκάρει τη σιγουριά του, για την αβεβαιότητα του να τρέξεις πίσω από ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, έστω για μια φορά στη ζωή του, να ξεγλιστρήσει απ’ τις πάνσοφες συμβουλές.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει το μεγαλείο μέσα του.

Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν αφήνει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη κακή του τύχη
ή για τη βροχή την ασταμάτητη.

Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει την ιδέα του πριν καν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει
ή δεν απαντά όταν τον ρωτάν για όσα ξέρει.

Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντα πως για να ’σαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη
από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής.

Μονάχα με μια φλογερή υπομονή
θα κατακτήσουμε την θαυμάσια ευτυχία.
Χόρχε Μπουκάι

Το μαγαζί της αλήθειας

Ο άνθρωπος περπατούσε σ’ εκείνα τα σοκάκια της επαρχιακής πόλης. Είχε χρόνο και γι’ αυτό κοντοστεκόταν για λίγο μπροστά σε κάθε βιτρίνα, σε κάθε κατάστημα, σε κάθε πλατεία.
Στρίβοντας σε μια γωνία βρέθηκε άξαφνα μπροστά σε ένα ταπεινό κατάστημα που η ταμπέλα του ήταν λευκή. Περίεργος, πλησίασε στη βιτρίνα και κόλλησε το πρόσωπό του στο κρύσταλλο για να καταφέρει να δει μέσα στο σκοτάδι... Το μόνο που φαινόταν ήταν ένα αναλόγιο μ’ ένα χειρόγραφο καρτελάκι που έγραφε: «Το μαγαζί της αλήθειας».
Ο άνθρωπος έμεινε έκπληκτος. Σκέφτηκε, ότι αν και διέθετε ανεπτυγμένη φαντασία, του ήταν αδύνατον να φανταστεί τι μπορεί να πουλούσαν.
Μπήκε.
Πλησίασε την κοπέλα που στεκόταν στον πρώτο πάγκο και τη ρώτησε:
«Συγγνώμη. Αυτό είναι το μαγαζί της αλήθειας;».
«Μάλιστα κύριε. Τι λογής αλήθεια θέλετε; Αλήθεια μερική, αλήθεια σχετική, αλήθεια στατιστική, πλήρη αλήθεια;».
Ώστε, λοιπόν, πουλούσαν αλήθεια. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Να πηγαίνεις σ’ ένα μέρος και να παίρνεις την αλήθεια, ήταν υπέροχο.
«Θέλω πλήρη αλήθεια» αποκρίθηκε ο άνθρωπος χωρίς ταλάντευση.
«Είμαι τόσο απαυδισμένος από τα ψέματα και τις πλαστογραφίες», σκέφτηκε, «Δε θέλω άλλες γενικεύσεις, ούτε δικαιολογίες, δε θέλω απάτες, ούτε κοροϊδίες».
«Απόλυτη αλήθεια» διόρθωσε.
«Μάλιστα κύριε. Ακολουθήστε με».
Η κοπέλα συνόδευσε τον πελάτη σ’ ένα άλλο μέρος του καταστήματος και δείχνοντας έναν πωλητή με αυστηρό ύφος, είπε:
«Ο κύριος θα σας εξυπηρετήσει».
Ο πωλητής πλησίασε και περίμενε τον πελάτη να μιλήσει.
«Ήρθα να αγοράσω την απόλυτη αλήθεια».
«Αχά. Συγγνώμη, γνωρίζετε την τιμή;».
«Όχι. Πόσο κοστίζει;» αποκρίθηκε τυπικά. Στην πραγματικότητα ήξερε ότι θα πλήρωνε όσο όσο για να έχει όλη την αλήθεια.
«Για όλη την αλήθεια», είπε ο πωλητής «το αντίτιμο είναι ότι ποτέ πια δε θα έχετε την ησυχία σας».
Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη του ανθρώπου. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι το κόστος θα ήταν τόσο υψηλό.
«Ε... ευχαριστώ... Συγγνώμη...» ψέλλισε.
Έκανε μεταβολή και βγήκε από το κατάστημα κοιτώντας το έδαφος.
Ένιωσε λίγο θλιμμένος όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένος για την απόλυτη αλήθεια, ότι ακόμα χρειαζόταν ορισμένα ψέματα για να βρίσκει ανάπαυση, ορισμένους μύθους και εξιδανικεύσεις για να καταφεύγει, ότι ήθελε κάποιες δικαιολογίες για να μην αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εαυτό...
«Ίσως αργότερα...» σκέφτηκε.
Χόρχε Μπουκάι

                 Θέλω

Θέλω να με ακούς, χωρίς να με κρίνεις.
Θέλω τη γνώμη σου, χωρίς συμβουλές.
Θέλω να με εμπιστεύεσαι, χωρίς απαιτήσεις.
Θέλω τη βοήθειά σου, κι όχι ν’ αποφασίζεις για μένα.
Θέλω να με προσέχεις, χωρίς να με ακυρώνεις.
Θέλω να με κοιτάς, χωρίς να προβάλεις τον εαυτό σου σε μένα.
Θέλω να μ’ αγκαλιάζεις, χωρίς να με κάνεις να ασφυκτιώ.
Θέλω να μου δίνεις ζωντάνια, χωρίς να με σπρώχνεις.
Θέλω να με υποστηρίζεις, χωρίς να με φορτώνεσαι.
Θέλω να με προστατεύεις, χωρίς ψέματα.
Θέλω να πλησιάζεις χωρίς, να εισβάλλεις.
Θέλω να ξέρεις τις πλευρές μου που πιο πολύ σε ενοχλούν. Να τις αποδέχεσαι και να μην προσπαθείς να τις αλλάξεις.
Θέλω να ξέρεις... πως σήμερα μπορείς να βασίζεσαι πάνω μου... xωρίς όρους.

«Ιστορίες να σκεφτείς»
Χόρχε Μπουκάι

Η επίσκεψη της ζωής σου

Ήταν μια φορά ένας κύριος που έκανε ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Όταν έφτασε στο Ηνωμένο Βασίλειο, αγόρασε από το αεροδρόμιο έναν οδηγό με τα κάστρα των νησιών. Κάποια είχαν συγκεκριμένες μέρες επισκέψεων και άλλα πολύ αυστηρό ωράριο. Αλλά αυτό που του τράβηξε την προσοχή, ήταν ένα που παρουσιαζόταν με τη φράση «Η επίσκεψη της ζωής σου». Στις φωτογραφίες τουλάχιστον, φαινόταν ένα κάστρο ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο εντυπωσιακό από τα άλλα, αλλά είχε ιδιαίτερες συστάσεις. Ο οδηγός εξηγούσε πως για λόγους που θα γίνονταν κατανοητοί αργότερα, οι επισκέπτες δεν πλήρωναν είσοδο εκ των προτέρων αλλά ήταν απαραίτητο να κλείσουν από πριν ραντεβού δηλαδή ημέρα και ώρα. Η διαφορετική αυτή πρόταση του είχε κινήσει την περιέργεια, και το ίδιο απόγευμα ο άνθρωπος τηλεφώνησε από το ξενοδοχείο του και έκλεισε ραντεβού.
Όλα λειτουργούν πάντα με τον ίδιο τρόπο στον κόσμο. Αρκεί να έχει κάποιος ένα σημαντικό ραντεβού κάποια συγκεκριμένη ώρα και ανάγκη να είναι ακριβής, για να μπερδευτούν όλα. Η περίπτωση αυτή δεν αποτέλεσε εξαίρεση, και δέκα λεπτά αργότερα από τη συμφωνημένη ώρα, ο τουρίστας έφτασε στο παλάτι.
Παρουσιάστηκε σ’ έναν άντρα με καρό φούστα, που τον περίμενε και τον καλωσόρισε.
- «Οι υπόλοιποι μπήκαν ήδη με τον ξεναγό;» ρώτησε αφού πρώτα δεν είδε κανέναν άλλο επισκέπτη.
- «Οι υπόλοιποι;» ανταπέδωσε την ερώτηση ο άντρας. «Όχι οι επισκέψεις είναι ατομικές και δεν προσφέρουμε ξεναγούς».
Χωρίς καμιά αναφορά στο ωράριο, του εξήγησε λίγο την ιστορία του κάστρου και του ανέφερε τι να προσέξει ιδιαιτέρως: τις τοιχογραφίες, τις πανοπλίες στη σοφίτα, τον πολεμικό εξοπλισμό στη βόρεια αίθουσα, τις κατακόμβες κάτω από τη σκάλα και το δωμάτιο βασανιστηρίων στο μπουντρούμι. Αφού είπε αυτά του έδωσε ένα κουτάλι και του ζήτησε να το κρατήσει οριζόντιο, με το κοίλο μέρος προς τα πάνω.
- «Κι αυτό τι;» ρώτησε ο επισκέπτης.
- «Εμείς δεν εισπράττουμε την άδεια εισόδου στο κάστρο. Για να κοστολογήσουμε την επίσκεψή σας καταφεύγουμε σε αυτό το σύστημα. Κάθε επισκέπτης κρατάει ένα κουτάλι σαν αυτό, γεμάτο μέχρι πάνω με ψιλή άμμο. Εδώ χωράνε ακριβώς 100 γραμμάρια. Μετά την περιήγηση σας στο κάστρο, ζυγίζουμε την άμμο που έχει μείνει στο κουτάλι και σας χρεώνουμε μια λίβρα για κάθε γραμμάριο που έχετε χάσει. Ένας τρόπος για να βρούμε το κόστος της καθαριότητας» εξήγησε.
- «Κι αν δεν χάσω ούτε ένα γραμμάριο;».
- «Α αγαπητέ μου κύριε, τότε η επίσκεψη σας στο κάστρα θα είναι δωρεάν».
Ο άνθρωπος αν και έκπληκτος, βρήκε την πρόταση διασκεδαστική και, αφού είδε τον οικοδεσπότη να ξεχειλίζει το κουτάλι με άμμο, ξεκίνησε την περιήγησή του. Έχοντας εμπιστοσύνη στις κινήσεις του, ανέβηκε πολύ αργά τις σκάλες με το βλέμμα καρφωμένο στο κουτάλι. Όταν έφτασε πάνω, στην αίθουσα με τις πανοπλίες, προτίμησε να μην μπει γιατί σκέφτηκε πως ο αέρας θα έπαιρνε την άμμο κι έτσι αποφάσισε να κατέβει προσεκτικά. Περνώντας από την αίθουσα με τις πολεμικές μηχανές, κάτω από τη σκάλα, συνειδητοποίησε πως για να τις δει καλά, θα έπρεπε να κρατηθεί από τα κάγκελα και να σκύψει πολύ. Δεν ήταν επικίνδυνο για την σωματική του ακεραιότητα, αλλά συνεπαγόταν πως θα έχανε κάτι από το περιεχόμενο του κουταλιού, οπότε συμβιβάστηκε να το κοιτάξει από μακριά. Το ίδιο του συνέβη και με την υπερβολικά απότομη σκάλα που οδηγούσε στα μπουντρούμια. Καθώς επέστρεφε από το διάδρομο στο σημείο εκκίνησης, κατευθύνθηκε ικανοποιημένος προς τον άνθρωπο με τη σκωτσέζικη φούστα που τον περίμενε με μια ζυγαριά. Εκεί άδειασε το περιεχόμενο του κουταλιού και περίμενε την ετυμηγορία του άντρα.
- «Εκπληκτικό, χάσατε μόνο μισό γραμμάριο», ανακοίνωσε, «Σας συγχαίρω. Όπως εσείς προβλέψατε, αυτή η επίσκεψη δε θα σας στοιχίσει τίποτα».
- «Ευχαριστώ».
- «Ευχαριστηθήκατε την επίσκεψη;» ρώτησε στο τέλος ο οικοδεσπότης.
Ο τουρίστας δίστασε και τελικά αποφάσισε να φανεί ειλικρινής.
- «Η αλήθεια είναι πως όχι και πολύ. Ήμουν τόσο απασχολημένος με το να προσέχω την άμμο, που δεν μπόρεσα να δω αυτό που μου είπατε».
- «Μα αυτό είναι φριχτό! Κοιτάξτε, θα κάνω μια εξαίρεση. Θα σας ξαναγεμίσω το κουτάλι, γιατί είναι ο κανονισμός, αλλά τώρα ξεχάστε πόσο θα χυθεί: μένουν 12 λεπτά μέχρι να έρθει ο επόμενος επισκέπτης. Να πάτε και να γυρίσετε πριν φτάσει».
Χωρίς να χάσει χρόνο, ο άνθρωπος πήρε το κουτάλι κι έτρεξε στη σοφίτα. Όταν έφτασε έριξε μια γρήγορη ματιά σε ότι υπήρχε εκεί, και κατέβηκε τρέχοντας στα μπουντρούμια γεμίζοντας τις σκάλες με άμμο. Δεν περίσσευε ούτε μια στιγμή γιατί τα λεπτά περνούσαν, και σχεδόν πέταξε προς το πέρασμα κάτω από τη σκάλα, όπου, σκύβοντας για να μπει του έπεσε το κουτάλι και χύθηκε όλο το περιεχόμενό του. Κοίταξε το ρολόι του. Είχαν περάσει έντεκα λεπτά. Ξανά, χωρίς να δει τις πολεμικές μηχανές, έτρεξε μέχρι τον άνθρωπο στην είσοδο, στον οποίο παρέδωσε το άδειο κουτάλι.
- «Αυτή τη φορά χωρίς άμμο λοιπόν, αλλά μην ανησυχείτε, έχουμε κάνει μια συμφωνία. Πώς ήταν; Ευχαριστηθήκατε την επίσκεψη;».
Ξανά ο επισκέπτης δίστασε μερικές στιγμές.
- «Η αλήθεια είναι πως όχι» ομολόγησε στο τέλος. «Ήμουν τόσο απασχολημένος να γυρίσω πριν φτάσει ο επόμενος, που έχασα όλη την άμμο, αλλά και πάλι δεν το ευχαριστήθηκα καθόλου».
Ο άνθρωπος με την πίπα άναψε την πίπα του και του είπε:
- «Υπάρχουν κάποιοι που περπατούν στο κάστρο της ζωής τους προσπαθώντας να μην τους κοστίσει τίποτα, και δεν μπορούν να το ευχαριστηθούν. Υπάρχουν άλλοι που βιάζονται τόσο να φτάσουν νωρίς, που χάνουν τα πάντα χωρίς και αυτοί να ευχαριστηθούν τίποτα. Κάποιοι λίγοι μαθαίνουν αυτό το μάθημα και παίρνουν τον χρόνο τους για κάθε διαδρομή. Ανακαλύπτουν και απολαμβάνουν την κάθε γωνιά, το κάθε βήμα. Ξέρουν πως δε θα είναι δωρεάν, αλλά καταλαβαίνουν ότι το κόστος του να ζεις, αξίζει τον κόπο».
Χόρχε Μπουκάι

Ένα παιδί ζητάει την βοήθεια ενός σοφού

Υπάρχει μια παλιά ιστορία για ένα παιδί που πήγε να ζητήσει τη βοήθεια ενός σοφού: «Ήρθα, δάσκαλε, γιατί νοιώθω τόσο ασήμαντος που δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα. Μου λένε ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι δεν κάνω τίποτα σωστά, ότι είμαι αδέξιος και χαζός. Πως μπορώ να βελτιωθώ; Τι μπορώ να κάνω για να με εκτιμήσουν περισσότερο;». Ο δάσκαλος, χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε: «Πόσο λυπάμαι, αγόρι μου. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω γιατί πρώτα πρέπει να λύσω ένα δικό μου πρόβλημα. Μετά, ίσως…» και ύστερα από μια παύση συνέχισε: «Αν θέλεις να με βοηθήσεις εσύ, μπορεί να λύσω γρήγορα το πρόβλημά μου και μετά να μπορέσω να σε βοηθήσω». «Ε… μετά χαράς, δάσκαλε» είπε διστακτικά ο νεαρός, νοιώθοντας ότι τον υποτιμούσαν για άλλη μια φορά και μετέθεταν τις ανάγκες του. «Ωραία» συνέχισε ο δάσκαλος. Έβγαλε το δαχτυλίδι που φορούσε στο αριστερό του χέρι και το έδωσε στο αγόρι, λέγοντας: «Πάρε το άλογο που είναι εκεί έξω και τρέξε στην αγορά. Πρέπει να πουλήσω αυτό το δαχτυλίδι για να πληρώσω ένα χρέος. Είναι ανάγκη να πάρεις όσο περισσότερα χρήματα μπορείς γι’ αυτό. Και με κανέναν τρόπο μη δεχτείς λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί. Πήγαινε και έλα με το χρυσό φλουρί όσο πιο γρήγορα μπορείς».
Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι κι έφυγε. Μόλις έφτασε στην αγορά άρχισε να προσφέρει το δαχτυλίδι στους εμπόρους που το κοίταζαν με κάποιο ενδιαφέρον, ώσπου ο νεαρός έλεγε τι ζητούσε γι’ αυτό. Όταν το παιδί έλεγε: «ένα χρυσό φλουρί» άλλοι γελούσαν, άλλοι του γύριζαν τις πλάτες και μόνο ένας γέροντας φάνηκε αρκετά ευγενικός για να μπει στον κόπο να του εξηγήσει ότι ένα χρυσό φλουρί ήταν πάρα πολύ για ένα δαχτυλίδι. Θέλοντας να βοηθήσει, ένας του πρόσφερε ένα ασημένιο νόμισμα κι ένα μπακιρένιο τάσι, όμως, ο νεαρός είχε οδηγίες να μη δεχτεί λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί κι έτσι απέρριψε την προσφορά.
Αφού προσπάθησε να πουλήσει το κόσμημα σε όποιον συνάντησε στο δρόμο του στην αγορά -και σίγουρα θα ήταν πάνω από εκατό άτομα-, παραδέχτηκε την αποτυχία του, καβάλησε το άλογο και γύρισε πίσω. Πόσο θα ήθελε ο νεαρός να είχε ένα χρυσό φλουρί για να το δώσει στο δάσκαλο και να τον γλυτώσει από το πρόβλημά του. Έτσι, θα έπαιρνε κι αυτός τη συμβουλή και τη βοήθεια του δασκάλου.
Μπήκε μέσα στην κάμαρη. «Δάσκαλε», είπε, «λυπάμαι. Είναι αδύνατο να τα καταφέρω. Ίσως να μπορούσα να πάρω δύο ή τρία ασημένια, όμως, νομίζω ότι δεν μπορώ να γελάσω κανέναν για την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού».
«Αυτό που είπες είναι πολύ σημαντικό, νεαρέ μου φίλε» απάντησε χαμογελώντας ο δάσκαλος. «Πρέπει πρώτα να μάθουμε την αληθινή αξία του δαχτυλιδιού.
Καβάλησε πάλι το άλογο και πήγαινε στον κοσμηματοπώλη. Ποιος άλλος θα ξέρει καλύτερα; Πες του ότι θέλεις να το πουλήσεις και ρώτησέ τον πόσα μπορεί να πιάσει. Όμως, μην του το πουλήσεις όσα κι αν σου προσφέρει. Γύρισε πίσω με το δαχτυλίδι».
Ο νεαρός καβάλησε το άλογο κι έφυγε πάλι. Ο κοσμηματοπώλης εξέτασε το δαχτυλίδι στο φως του κεριού, το κοίταξε με το φακό, το ζύγισε και μετά είπε στο παιδί: «Πες στο δάσκαλο, αγόρι μου, ότι αν θέλει να το πουλήσει αμέσως, δεν μπορώ να του δώσω παραπάνω από πενήντα οχτώ χρυσά φλουριά για το δαχτυλίδι του». «Πενήντα οχτώ χρυσά;» φώναξε το παιδί. «Ναι» απάντησε ο κοσμηματοπώλης. «Βέβαια, με λίγη υπομονή θα μπορούσαμε να βγάλουμε γύρω στα εβδομήντα χρυσά φλουριά, όμως, είναι επείγον». Ο νεαρός έτρεξε συγκινημένος στο σπίτι του δασκάλου να του πει τα καθέκαστα.
«Κάθισε» του είπε ο δάσκαλος αφού τον άκουσε. «Είσαι κι εσύ σαν αυτό το δαχτυλίδι. Ένα πολύτιμο και μοναδικό κόσμημα. Και σαν τέτοιο, πρέπει να σ’ εκτιμήσει ένας αληθινός ειδικός. Γιατί στη ζωή σου γυρίζεις εδώ κι εκεί ζητώντας να εκτιμήσει ο καθένας την πραγματική σου αξία;». Και μ’ αυτά τα λόγια, έβαλε πάλι το δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο του αριστερού του χεριού.
Είσαι φτιαγμένος από ταλέντα, σοφία και αγάπη. Είσαι όλα όσα αναζητάς, τα έχεις όλα μέσα σου. Ποτέ δεν μας χαρακτηρίζει αυτό που μας κάνουν οι άλλοι, μας χαρακτηρίζει αυτό που επιστρέφουμε εμείς στους άλλους. Αν έχω την πεποίθηση ότι δεν αξίζω, τότε το υποσυνείδητό μου θα κάνει τα πάντα για να επιβεβαιώσει αυτή μου την πεποίθηση.
Είναι αναγκαίο να αλλάξουμε τις περιοριστικές μας πεποιθήσεις, γιατί μας κοστίζουν πολύ πόνο. Οι πεποιθήσεις μας γίνονται συναισθήματα, τα συναισθήματα γίνονται συμπεριφορές, οι συμπεριφορές φέρνουν αποτελέσματα.
Για να αλλάξουμε τα αποτελέσματα που παίρνουμε από τις πράξεις μας, χρειάζεται να αλλάξουμε τις πεποιθήσεις που έχουμε. Αντί να ζητάμε την αποδοχή από τους γύρω μας, χρειάζεται να δώσουμε εμείς οι ίδιοι την αποδοχή στον εαυτό μας, όχι όταν θα αποκτήσουμε χρήματα, όχι όταν θα πετύχουμε εκείνο ή το άλλο, αλλά ΤΩΡΑ έτσι όπως ακριβώς είμαστε αυτή τη στιγμή, να αποδεχτούμε τον εαυτό μας και αν το κάνουμε αυτό, τότε και οι άλλοι γύρω μας θα αρχίσουν να μας δείχνουν την αποδοχή τους. Δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά.

«Να σου πω μια ιστορία»
Χόρχε Μπουκάι

Η θλίψη κι η οργή

Σ’ ένα μαγεμένο βασίλειο όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν ή ίσως όπου οι άνθρωποι μεταφέρονται αδιάκοπα χωρίς να το καταλαβαίνουν…
Σ’ ένα βασίλειο όπου τα αφηρημένα πράγματα γίνονται χειροπιαστά…
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό… μια πανέμορφη λίμνη…
Ήταν μια λίμνη με νερά κρυστάλλινα και καθαρά όπου κολυμπούσαν ψάρια όλων των χρωμάτων κι όπου όλες οι αποχρώσεις του πράσινου λαμπύριζαν διαρκώς…
Ως εκείνη τη μαγική και διάφανη λίμνη έφτασαν η θλίψη κι η οργή για να κάνουν μπάνιο παρέα. Κι οι δύο έβγαλαν τα ρούχα τους και γυμνές μπήκαν στη λίμνη. Η  οργή που βιαζόταν (όπως συμβαίνει πάντα στην οργή χωρίς να ξέρει γιατί) έκανε μπάνιο στα γρήγορα κι ακόμα πιο γρήγορα βγήκε απ’ το νερό… Αλλά η οργή είναι τυφλή ή τέλος πάντων δε βλέπει ξεκάθαρα την πραγματικότητα. Έτσι γυμνή και καθαρή φόρεσε βγαίνοντας απ’ το νερό το πρώτο ρούχο που βρήκε…
Και συνέβη εκείνο το ρούχο να μην είναι το δικό της αλλά της θλίψης… Κι έτσι ντυμένη θλίψη, η οργή έφυγε.
Πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, πολύ διατεθειμένη όπως πάντα να παραμείνει  σε όποιο μέρος βρίσκεται, η θλίψη τελείωσε το μπάνιο της και χωρίς καμιά βιασύνη ή καλύτερα χωρίς συναίσθηση του χρόνου που περνάει, τεμπέλικα κι αργά, βγήκε απ’ τη λίμνη.
Στην όχθη συνειδητοποίησε ότι τα ρούχα της δεν ήταν πια εκεί.
Όπως όλοι ξέρουμε, αν υπάρχει κάτι που δεν αρέσει καθόλου στη θλίψη είναι να μένει γυμνή. Έτσι φόρεσε το μοναδικό ρούχο που υπήρχε δίπλα στη λίμνη, το φόρεμα της οργής.
Λένε ότι από τότε, πολλές φορές συναντάμε την οργή τυφλή, σκληρή, τρομερή και θυμωμένη. Αλλά αν σταματήσουμε για λίγο και κοιτάξουμε καλύτερα, καταλαβαίνουμε ότι αυτή η οργή που βλέπουμε είναι μόνο μια μεταμφίεση, κι ότι πίσω από την όψη της οργής, στην πραγματικότητα, κρύβεται η θλίψη…

«Ιστορίες να σκεφτείς»