Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Το κουτσομπολιό ως εργαλείο επιβίωσης των αδύναμων στην Αρχαία Ελλάδα

Στην αρχαία ελληνική γραμματεία, κορυφαία θέση -ως απόλυτα έργα τέχνης σε ό,τι αφορά την περιγραφή τους- κατέχουν οι πράξεις εκδίκησης.

Αυτοί που τις μηχανεύονται και τις ενορχηστρώνουν, εξολοθρεύουν τους εχθρούς τους ακόμη κι αν εκείνοι υπερέχουν σε ρώμη ή ανδρεία. Κλασικό παράδειγμα, η σκηνή μάχης ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Έκτορα, όπου ο πρώτος παίρνει εκδίκηση για τον θάνατο του αδελφικού του συντρόφου, Πάτροκλου, ή ακόμη και η κορυφαία πονηρία της Μήδειας που δολοφονεί τον Κρέοντα και την κόρη του, χρησιμοποιώντας ρούχα ποτισμένα με δηλητήριο. Οποία εκδίκηση για τον Ιάσονα, τον άπιστο σύζυγο…

Όλα αυτά τα επεισόδια δημιουργούν την απορία για το πώς ένα άτομο, που στερείται σωματικής δύναμης, υπερφυσικών ιδιοτήτων ή έστω υποστηρικτών, θα μπορούσε να πάρει εκδίκηση; Στην αρχαία ελληνική κοινωνία, ειδικά οι γυναίκες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ακόμη κι αν δεν διέθεταν άλλο μέσο, κοινωνικές γνωριμίες ας πούμε στα υψηλά στρώματα, ωστόσο είχαν ένα πανίσχυρο όπλο για να καταποντίσουν έναν μισητό εχθρό τους: το κουτσομπολιό.

Και η αλήθεια είναι ότι στην αρχαία Ελλάδα, οι ποιητές είχαν προσωποποιήσει, βασικά είχαν ανάγει σε θεότητα τη φήμη. Στα Ομηρικά έπη, η Φήμη παρουσιάζεται ως αγγελιοφόρος του Δία, που ορμά μαζί με τα πλήθη των στρατιωτών και διαρρέει μία είδηση ανάμεσα στους ανθρώπους: αυτή εξαπλώνεται από στόμα σε στόμα ανάμεσα στα πλήθη.

Ο Ησίοδος την απεικονίζει επίσης με κάποιο τρόπο θεϊκό, αλλά την περιγράφει ως κάτι απέναντι στο οποίο οι άνθρωποι οφείλουν να είναι επιφυλακτικοί, καθώς πρόκειται για κάτι «άτακτο, ελαφρύ και εύκολο να γιγαντωθεί, και που δύσκολα το ξεφορτώνεται κανείς».

Ο Αθηναίος ρήτορας Αισχίνης, ήδη από τον 4ο π.Χ. αιώνα κάνει λόγο για τις φήμες, τα κουτσομπολιά που φαινομενικά αυθόρμητα διατρέχουν την πόλη και αφορούν θέματα του ιδιωτικού βίου, συνήθως.

Άντρες ή γυναίκες, πλούσιοι ή φτωχοί, ελεύθεροι ή σκλάβοι, νέοι ή ηλικιωμένοι, όλοι φαίνεται ότι αγαπούσαν το κουτσομπολιό στην Αρχαία Αθήνα: μπορεί κανείς να πει ότι ήταν το κοινό σημείο μεταξύ των πολιτών που γεφύρωνε όλα τα ταξικά και οικονομικά χάσματα. Η τάση των ανθρώπων να κουτσομπολεύουν άνοιγε κανάλια επικοινωνίας ανάμεσα στα χαμηλά στρώματα με τα ανώτερα, ανάμεσα στους αδύναμους της κοινωνίας με τους πιο ισχυρούς.

Ακόμη και ο Αριστοτέλης έφτασε να επισημαίνει το γεγονός ότι επρόκειτο για μια ελαφριά και ευχάριστη ασχολία, που όμως θα μπορούσε να έχει κακόβουλη αφετηρία, ειδικά όταν μιλούσε κάποιος που είχε αδικηθεί. Η αξιολόγηση των λέξεων ως όπλο των αδύναμων είναι κάτι που πρέπει να λαμβάνει σοβαρά κανείς υπόψιν, ειδικά αν θυμάται ότι στα δικαστήρια της Αθήνας το κουτσομπολιό χρησιμοποιήθηκε ως μέσο εξόντωσης των νομικών αντιπάλων κάποιου.

Οι δικαστικές αρχές τότε βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στην αξιολόγηση του χαρακτήρα των ατόμων που εμπλέκονταν στην υπόθεση και όχι σε σοβαρές αποδείξεις. Ελλείψει επαγγελματιών δικαστών, στόχος των ομιλητών ήταν να δυσφημίσουν τους χαρακτήρες των αντιπάλων τους στα μάτια των ενόρκων, παρουσιάζοντάς τους εαυτούς τους ως αξιέπαινους πολίτες. Η δύναμη του κουτσομπολιού ήταν κάτι που τρόμαζε τους αρχαίους διάδικους, που πάντα φρόντιζαν να επισημάνουν πως ίσως οι δικαστές άκουγαν ιστορίες που ελάχιστα είχαν επαφή με την πραγματικότητα και στόχο είχαν να τους δυσφημίσουν.

Από τους αρχαίους ρήτορες μαθαίνουμε ότι δημόσιοι χώροι, όπως τα καταστήματα και οι αγορές ήταν χρήσιμες τοποθεσίες για να εξαπλωθούν ψευδείς φήμες με στόχο τη δυσφήμιση ενός αντιπάλου, κυρίως εξαιτίας του ετερόκλητου πλήθους που συγκεντρωνόταν εκεί.

Σε μια περίπτωση, που επισημάνθηκε από τον Δημοσθένη, ο Διόδωρος ισχυρίζεται ότι οι εχθροί του διαδίδουν ψευδείς πληροφορίες, στέλνοντας επαγγελματίες της δυσφήμισης στις αγορές με την ελπίδα ότι θα επηρεάσουν την κοινή γνώμη προς όφελός τους. Ο ίδιος ο Δημοσθένης κατηγόρησε τον αντίπαλό του Μειδία ότι διέδιδε κακόβουλες φήμες. Και ο Καλλίμαχος λέγεται ότι επανειλημμένα έλεγε στα πλήθη μια ιστορία κακομεταχείρισης του ιδίου στα χέρια του αντιπάλου του που τελικά έγινε πιστευτή.

Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος των… κουτσομπόληδων ήταν οι πληροφορίες να καταλάβουν την πόλη, να δημιουργήσουν ψευδείς εντυπώσεις και στο τέλος οι εμπλεκόμενοι σε κάθε υπόθεση να κερδίσουν τη νομική μάχη.

Ειδικά, στα δικαστήρια των Αθηνών, που διοικούνταν αποκλειστικά από άντρες, οι γυναίκες δεν είχαν την παραμικρή εκπροσώπηση ή ελπίδα δικαίωσης αν δεν υποστηρίζονταν από άντρες συγγενείς, που θα λειτουργούσαν εξ ονόματός τους. Ωστόσο, η ικανότητα των γυναικών να μιλάνε με τον κόσμο, έστω και υπογείως, μπορούσε να γίνει όπλο τους ώστε να κερδίσουν μία σοβαρή νομική διαμάχη. Βάσει των πηγών της αρχαιοελληνικής γραμματείας, στο Κατά Αριστογείτονος Α΄ καταγράφεται ένα περιστατικό της βάναυσης και αχάριστης συμπεριφοράς του Αριστογείτονα σε μια αλλοδαπή γυναίκα, τη Ζομπία, την οποία αφού κακοποίησε, μετά απειλούσε ότι θα πουλήσει στα σκλαβοπάζαρα.

Από την πλευρά της, εκείνη που δεν ήταν καν πολίτης της Αθήνας για να προστρέξει στις επίσημες αρχές και να ζητήσει την παραδειγματική τιμωρία του Αριστογείτονα, άρχισε να μιλά ανοιχτά γι’ αυτό που είχε υποστεί στα χέρια του. Παρά το γεγονός ότι ανήκε στις τάξεις των πλέον αβοήθητων ανθρώπων στην Αθήνα, η ιστορία της που διαδόθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη της πόλης, ακούστηκε και στο δικαστήριο, ένα μέρος αυστηρά ανδροκρατούμενο, και ο Αριστογείτονας κρίθηκε για τον κακό, βάναυσο, αναξιόπιστο χαρακτήρα του…

Να μια περίπτωση που τα κουτσομπολιά των γυναικών θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά στο δικαστήριο και παρά το ότι δεν υπήρχε για εκείνες πρόσβαση σε νόμιμους τρόπους τιμωρίας, ωστόσο θα είχαν πάρει -έστω και έτσι- την εκδίκησή τους.

 Ένα άλλο παράδειγμα γυναικείου κουτσομπολιού που αναφέρθηκε στο δικαστήριο εμφανίζεται στον Λυσία  σχετικά με τη δολοφονία του Ερατοσθένη. Σε αυτήν την ομιλία ο εναγόμενος Ευφίλητος ισχυρίζεται ότι σκότωσε νόμιμα τον Ερατοσθένη, επειδή τον έπιασε να τον απατά με τη σύζυγό του.

Ο Ευφίλητος μάλιστα εμφανίζεται να αφηγείται μια ιστορία για το πώς μια ηλικιωμένη τον πλησίασε κοντά στο σπίτι του για να τον ενημερώσει για την υπόθεση της συζύγου του με τον Ερατοσθένη. Αυτή η ιστορία λειτουργεί εν μέρει για να τονίσει από τη μία τον δήθεν αφελή χαρακτήρα του Ευφίλητου, ο οποίος χρειάζεται κάποιον να επισημάνει ρητά την απιστία της συζύγου του και από την άλλη για να αποδείξει την απαράδεκτη συμπεριφορά του Ερατοσθένη, που προκάλεσε το τέλος του.

Σύμφωνα με τον Ευφίλητο, η ηλικιωμένη γυναίκα δεν τον βρήκε τυχαία, αλλά ήταν απεσταλμένη και καλοθελήτρια μίας παλιότερης ερωμένης του Ερατοσθένη, που προφανώς ήθελε να τον εκδικηθεί, όταν εκείνος την απέρριψε για κάποια άλλη.

Το σύνολο της ομιλίας του Ευφίλητου περιγράφει τον τρόπο που μια προδομένη γυναίκα, χωρίς καμία εξουσία και καμία δύναμη, ουσιαστικά με ένα κουτσομπολιό κινεί τα νήματα και προοικονομεί την τελική εξόντωση του άντρα που της προκάλεσε τόση οργή και πόνο. Με λίγα λόγια μιλάμε για την τέλεια εκδίκηση με τη διάδοση ενός μικρού, αλλά θανατηφόρου κουτσομπολιού…

Τι μας λένε όλα αυτά στο σήμερα; Κατ’ αρχάς, μας ενημερώνουν για το πόσο καλά γνώριζαν οι αρχαίοι Αθηναίοι τις συνέπειες και την αποτελεσματικότητα ενός καλού κουτσομπολιού και της σωστά υπολογισμένης χρήσης του. Κατά δεύτερον, το γεγονός ότι στα δικαστήρια εκείνης της εποχής παρουσιάζονταν γυναίκες - επαγγελματίες κουτσομπόλες καταδεικνύει το πόσο οι αρχαίοι υμών δεν νοιάζονταν επιλεκτικά για την ταξική ή οικονομική θέση (ή το φύλο ακόμη!) του «αγγελιαφόρου» που θα τους βοηθούσε να κερδίσουν τη δίκη.

Το θέμα ήταν το πώς θα επωφελούνταν -απ’ οτιδήποτε και οποιονδήποτε- προκειμένου να νικήσουν τον αντίπαλό τους. Και, καταληκτικά, προκύπτει πώς το κουτσομπολιό -αυτό το ευτελές κομμάτι της καθημερινότητας, παλιάς και σύγχρονης- μπορούσε να γίνει όπλο και σκαλοπάτι ακόμη, όχι μόνο στη δικαίωση, αλλά και στην ανέλιξη αδύναμων ανθρώπων (σκλάβων, γυναικών, φτωχών, αλλοδαπών χωρίς αναγνωρισμένα δικαιώματα), που πάλευαν όπως μπορούσαν για να πάρουν εκδίκηση.

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

Η ανθρώπινη ευδαιμονία κατά τον Ηρόδοτο

   Ευχή και στόχος κάθε ανθρώπου είναι η ευδαιμονία, γι’ αυτό και στις  γιορτές συνηθίσαμε να ευχόμαστε για πολλά κι ευτυχισμένα χρόνια. Πώς όμως κατακτιέται η ευτυχία και πώς εμείς μπορούμε να ανεβούμε στο βάθρο της για μεγάλη διάρκεια; Έχει να κάνει με τα πλούτη και τα υλικά αγαθά ή με άλλες αξίες που αφορούν και τη συλλογική ζωή; Οι μεγάλες αλήθειες έχουν ειπωθεί από τα αρχαία χρόνια και είναι επίκαιρες στη σημερινή μας ζωή. Στα συγγράμματα του Ηροδότου υπάρχουν διάσπαρτες ιστορίες που ξενίζουν το σύγχρονο άνθρωπο γιατί ζει στην εποχή του καταναλωτισμού και του ατομισμού.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο λοιπόν «Επί της βασιλείας του Κροίσου όλοι οι σοφοί της Ελλάδας επισκέπτονται την ακμάζουσα τότε πόλη των Σάρδεων. Ανάμεσά τους και ο Σόλων ο Αθηναίος, ο οποίος αφού νομοθέτησε, όπως του ζήτησαν οι Αθηναίοι, αποδήμησε για δέκα χρόνια με την πρόθεση να δει και να γνωρίσει τον κόσμο, και γιατί ήθελε βέβαια να μη βρεθεί στην ανάγκη να λύσει κάποιον από τους νόμους του. Μετά την Αίγυπτο βρέθηκε στην αυλή του  Κροίσου, όπου και φιλοξενήθηκε στα βασιλικά ανάκτορα. Αφού ξεναγήθηκε για μερικές ημέρες από τους υπηρέτες στους θησαυρούς, ήλθε η κατάλληλη στιγμή να ρωτήσει ο πάμπλουτος Κροίσος τον Σόλωνα αν με τις γνώσεις, τη σοφία  και τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις του, είδε κάποιον άνθρωπο που να είναι ο πιο ευτυχισμένος από όλους. Εκείνος έκανε την ερώτηση με την ιδέα πως είναι ο ίδιος ο πιο ευτυχισμένος ανάμεσα στους ανθρώπους. Όμως ο Σόλων χωρίς καμιά κολακεία και με απόλυτη ειλικρίνεια απαντά: «Βασιλιά μου τον Τέλλο τον Αθηναίο». Σάστισε ο Κροίσος  με την απάντηση και ρώτησε ανυπόμονα: «Κι από πού κρίνεις τον Τέλλο πως είναι ο πιο ευτυχισμένος;» Κι εκείνος αποκρίθηκε: «Ο Τέλλος πρώτα πρώτα μέσα σε μια μπορεμένη πόλη, είχε παιδιά καλά και άξια, και είδε από όλα αυτά εγγόνια, κι όλα να ζουν κι ύστερα από μια ζωή γεμάτη αγαθά με τα δικά μας μέτρα, (ειδικότερα τα αθηναϊκά που ήταν σε αντίθεση με τα λυδικά) το τέλος της ζωής του ήρθε όλο λάμψη: σε μια μάχη των Αθηναίων με τους γείτονές τους στην Ελευσίνα, (πιθανόν να πρόκειται για τους Μεγαρείς), όρμησε στον εχθρό, τον έτρεψε σε φυγή και βρήκε εκεί πάνω τον πιο ωραίο θάνατο. Οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη και του έκαναν μεγάλες τιμές».

Επισημαίνουμε εδώ ότι ο Σόλων τοποθετεί στην πρώτη θέση τον Τέλλο γιατί εκτός από την οικογενειακή προκοπή, στα γεράματά του  σκοτώνεται για αξίες που τις θεωρεί ανώτερες από την ίδια του τη ζωή και αφορά στο σύνολο των συμπατριωτών του. Είναι η αξία της ελευθερίας που μαζί με την πατρίδα  αποτελούν το υπέρτατο αγαθό για το οποίο αξίζει να θυσιαστεί ευτυχισμένος.

«Έτσι μιλώντας για τον Τέλλο ερέθισε ο Σόλων τον Κροίσο με όσα είπε για την ευτυχία του, ώστε εκείνος ρωτούσε ποιον εύρισκε ο Σόλων δεύτερο στη σειρά μετά τον Τέλλο, πιστεύοντας ακράδαντα ότι τη δεύτερη θέση θα την έπαιρνε ο ίδιος. Όμως ο Σόλων αποκρίθηκε «Τον Κλέοβη και τον Βίτωνα. Αυτοί, που ήταν από αργίτικη γενιά και αγαθά αρκετά είχαν και επιπλέον σωματική δύναμη τέτοιας λογής που κι οι δυο είχαν κερδίσει βραβεία σε αγώνες, και λένε μάλιστα γι’ αυτούς την ακόλουθη ιστορία: Πώς σε μια γιορτή που έκαναν οι Αργίτες προς τιμή της Ήρας, έπρεπε η μητέρα τους να πάει με ζεμένο αμάξι στο ιερό, όμως τα βόδια δεν έφταναν στην ώρα τους από το χωράφι. Καθώς ο χρόνος δεν τους έπαιρνε να περιμένουν, μπήκαν οι ίδιοι οι νέοι κάτω από το ζυγό και έσερναν το αμάξι, ενώ πάνω του πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού έσυραν το φορτίο τους σαρανταπέντε στάδια, έφτασαν στο ιερό. Το κατόρθωμά τους που το είδε όλος ο μαζεμένος κόσμος στο πανηγύρι, το επισφράγισε λαμπρά το τέλος της ζωής τους, και έδειξε στην περίσταση αυτή ο Θεός πόσο είναι για τον άνθρωπο καλύτερο να πεθαίνει παρά να ζει. Γιατί οι Αργείοι τους περικύκλωσαν και μακάριζαν τα παλληκάρια για τη ρώμη τους, ενώ οι Αργίτισσες μακάριζαν τη μάνα τους που της έτυχαν τέτοια παιδιά. Και η μητέρα τους γεμάτη χαρά για το έργο και τους επαίνους των παιδιών της, στάθηκε αντίκρυ στο άγαλμα της θεάς κι ευχόταν για τα παιδιά, που τόσο πολύ την τίμησαν να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο μπορεί να τύχει σε άνθρωπο. Ύστερα από αυτή την ευχή έκαναν θυσίες κι έφαγαν, και σαν κοιμήθηκαν τα παλληκάρια στο ίδιο το ιερό δεν μεταξύπνησαν πιά αλλά η ζωή τους τέλειωσε έτσι. Και οι Αργείοι τους έφτιαξαν αγάλματα και τα αφιέρωσαν στους Δελφούς, να τους τιμήσουν που στάθηκαν άριστοι άνδρες».

Είναι φανερό σε αυτή την εξιστόρηση ότι επαινείται η σχέση και η αφοσίωση των παλληκαριών στη μάνα τους αλλά και η πίστη στη θεά που μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους ευτυχισμένους.

«Ο Σόλων έτσι έδωσε σ’ αυτούς το δεύτερο βραβείο ευδαιμονίας και ο Κροίσος οργισμένος είπε: Ε ξένε, και η δική μας λοιπόν ευδαιμονία τόσο μηδαμινή είναι για σένα, που την καταφρόνησες έτσι, ώστε ούτε με ιδιώτες δεν μας θεώρησε άξιες να συγκριθούμε; Κι εκείνος είπε: Κροίσε, εμένα λοιπόν που ξέρω ότι ο θεός είναι όλος φθόνο1 και του αρέσει να φέρνει τα άνω κάτω, με ρωτάς για τα ανθρώπινα πράγματα. Στο μάκρος της ζωής του έχει κανείς πολλά να δει που δε θα τα ’θελε, και πολλά να πάθει.. Με αυτούς τους όρους Κροίσε ο άνθρωπος είναι έρμαιο της τύχης. Όμως εκείνο που με ρωτάς ακόμη δεν είμαι σε θέση να το πω, πριν μάθω πως είχες καλά τέλη...

Μ’ αυτά τα λόγια δεν έδωσε ο Σόλων καμιά χαρά στον Κροίσο, κι αυτός, επειδή διόλου δεν τον υπολόγισε, τον έδιωξε πεπεισμένος πως πρόκειται για έναν αστοιχείωτο ο οποίος τα αγαθά που είχε μπροστά στα μάτια του δεν τα ψηφούσε, και έλεγε να βλέπουμε τo κάθε πράγμα πού τελειώνει. Είχε φύγει ο Σόλων και μετά έπεσε επάνω στον Κροίσο βαριά θεϊκή οργή που είχε σχέση με την τύχη των παιδιών του, επειδή, υποθέτω, πίστεψε πως είναι από όλους ο πιο ευτυχισμένος…».

Η τελευταία παράγραφος των ιστοριών του Ηροδότου, ίσως, είναι η σημαντικότερη σχετικά με την ανθρώπινη ευδαιμονία. Εν ολίγοις ο ιστορικός αναφέρεται σε απόρριψη της πρότασης προς τον Κύρο να κατακτήσουν και άλλες περιοχές γιατί η γη που ορίζουν είναι λίγη κι αυτή τραχιά και να ηγεμονεύσουν στην περιοχή. Επειδή συνήθως, είπε η θηλυκή γη (πεδιάδες) βγάζει εκθηλυσμένους άντρες, γιατί δεν γίνεται απ’ την ίδια γη να βλασταίνουν το ένα και το άλλο, και καρποί θαυμαστοί και άντρες με πολεμική αρετή. Με αυτά οι Πέρσες κατάλαβαν την πλάνη τους κι αποσύρθηκαν γρήγορα γρήγορα και προτίμησαν να είναι αφέντες ζώντας σε φτωχή γη παρά να καλλιεργούν πεδιάδα και να είναι δούλοι άλλων.

1Ο φθόνος ως αντίδραση του θείου προς την ανθρώπινη ευδαιμονία είναι στον Ηρόδοτο έννοια βασική και ερμηνευτική της ανθρώπινης μοίρας. Σημαίνει ζήλεια, διάθεση για ανατροπή της προκλητικής ευδαιμονίας των βροτών, κι όταν ακόμη αυτή δεν είναι ανάξια αποκτημένη. Η αιτία του φθόνου των θεών ανάγεται περισσότερο στην εξέγερσή τους μπροστά στην ανθρώπινη ευτυχία, που πάει να ξεπεράσει τα όρια της φύσης των θνητών.

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Θεατρική παράσταση: Τρίτο Στεφάνι - Το Τραγούδι του Φινάλε









Στρόβιλος είναι η ζωή


Πώς μας πλανεύει τ’ όνειρο

Και πάει να μας γελάσει

Από ταξίδι ο άνθρωπος

Ποτέ δε θα χορτάσει


Πώς πίνει η θάλασσα το φως

Και ξεδιψάει το κύμα

Έτσι αν δεν πίνεις τη ζωή

Είναι μεγάλο κρίμα

 

Κι αν λύθηκαν τα άρμενα

Τα μάγια δε λυθήκαν

Απόψε άλλοι χάθηκαν 

Και άλλοι γεννηθήκαν

 

Στρόβιλος είναι η ζωή

Αγέρας, τρικυμία

Αν αγαπάς το στρόβιλο

Αυτό είν’ ευτυχία…

 

Μουσική: Μίνως Μάτσας

Στίχοι: Σοφία Καψούρου

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Louise Glück

 Γήινος έρωτας

Ήταν τότε που οι συμβάσεις των καιρών
τους κρατούσαν μαζί.

Ήταν μια εποχή (που κράτησε πολύ)
στην οποία η καρδιά δινόταν ελεύθερα
με την απαίτηση, μιας τυπικής χειρονομίας,
με τίμημα την ελευθερία: μια αφοσίωση
αρχικά συγκινητική και ανέλπιδα καταδικασμένη.

Όσο για εμάς:
ευτυχώς αποκλίναμε
απ’ αυτά τα αιτήματα,
όπως υπενθύμισα στον εαυτό μου
όταν η ζωή μου ερειπώθηκε.

Έτσι αυτό που είχαμε τόσα χρόνια
ήταν λίγο ή πολύ,
οικειοθελώς ζωντανό.

Και μόνο μετά από καιρό
άρχισα να σκέφτομαι αλλιώς.

Είμαστε όλοι ανθρώπινοι -
προστατεύουμε τους εαυτούς μας
όσο καλύτερα μπορούμε
μέχρι του σημείου να αρνούμαστε
τη διαφάνεια, τη στιγμή
της αυταπάτης. Όπως στην
αφοσίωση που υπαινίσσομαι.

Και τώρα, μέσα σ’ αυτήν την πλάνη,
εμφανίστηκε η αληθινή ευτυχία.

Έτσι ώστε να πιστεύω ότι
θα επαναλάβω με ακρίβεια
τα ίδια ακριβώς λάθη.

Όχι ότι είναι για μένα
τόσο κρίσιμο να ξέρω
το εάν αυτή η ευτυχία
είναι κτισμένη πάνω στην ψευδαίσθηση:
άλλωστε έχει τη δική της πραγματικότητα.

Και σε κάθε περίπτωση, θα τελειώσει.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

Louise Glück: Η «σκοτεινή» ποιήτρια που πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Η Louise Glück απέσπασε το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2020 για την «αδιαμφισβήτητη ποιητική της φωνή που με λιτή ομορφιά μετουσιώνει την ατομική ύπαρξη σε παγκόσμια» σύμφωνα με τη Σουηδική Ακαδημία.

Louise Glück γεννήθηκε το 1943 στη Νέα Υόρκη και μεγάλωσε στο Λονγκ Άιλαντ. Έκανε το ντεμπούτο της στη λογοτεχνία το 1968 με το Firstborn και γρήγορα χαρακτηρίστηκε ως μια πολλά υποσχόμενη ποιήτρια. Η παιδική ηλικία και η οικογενειακή ζωή, η στενή σχέση ανάμεσα στους γονείς και τους αδελφούς και τις αδελφές αποτελούν κεντρική θεματική στο έργο της.

Το Averno (2006) είναι ο τίτλος της κορυφαίας ποιητικής συλλογής της, μιας οραματικής ερμηνείας του μύθου της καθόδου της Περσεφόνης στον Κάτω Κόσμο ως αιχμάλωτης του Άδη, του θεού του θανάτου. Ένα άλλο θεαματικό επίτευγμά της είναι η τελευταία συλλογή της με τίτλο Πιστή κι ενάρετη νύχτα.

Γράφει για την απογοήτευση, τη ματαίωση, την απώλεια, την απομόνωση. Πολλοί την περιγράφουν ως «ζοφερή» ή «σκοτεινή» ποιήτρια. Προίκα της το κοινό που ταυτίζεται μαζί της. Την ποίησή της μπορούν να την καταλάβουν οι πολλοί, να σχετισθούν μαζί της και να τη βιώσουν έντονα και ολοκληρωτικά.

Στο ποίημά της Η Θλίψη της Κίρκης γράφει:

Με σύστησα, εν τέλει

Στη γυναίκα σου, σα μια

Θεά, στο ίδιο της το σπίτι, στην

Ιθάκη, σα μια φωνή

Χωρίς το σώμα: άφησʼ εκείνη

Το υφαντό, γύρισε το κεφάλι

Πρώτα δεξιά, ύστερʼ αριστερά

Αν και δεν είχʼ ελπίδα φυσικά

Να αποδώσει τη φωνή σε κάποια

Υπαρκτή πηγή: Εγώ αμφιβάλλω

Αν γυρίσει πια στον αργαλειό της

Με όσα ξέρει τώρα. Όταν

Την δεις ξανά, πες της πως

Έτσι αποχαιρετάει μια Θεά:

Αν στο μυαλό της είμαι δια παντός

Είμαι και στη ζωή σου δια παντός.

Ως έφηβη, η Glück έπασχε από νευρική ανορεξία την οποία περιέγραψε σε πολλά ποιήματά της. Κυρίως σε ένα δοκίμιό της χαρακτήρισε την ασθένεια ως το μέσο στην προσπάθειά της να διεκδικήσει την ανεξαρτησία της από τη μητέρα της. Σε άλλο κείμενό της, έχει συνδέσει την ασθένειά της με το θάνατο μιας μεγαλύτερης αδελφής της, ένα γεγονός που είχε συμβεί πριν γεννηθεί.

Σήμερα ζει στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ.

Louise Glück είναι πολυβραβευμένη. Το 1992 της απονεμήθηκε το Βραβείο Πούλιτζερ για τη συλλογή της The Wild Iris, το 1999 το πολύ τιμητικό Βραβείο Μπόλλινγκεν του Πανεπιστημίου του Γέιλ για τη συλλογή της Vita Nova. Το 2003 χρίσθηκε 12η «Poet Laureate» της Αμερικής.

Στις 19 Νοεμβρίου 2014 της απονεμήθηκε το αμερικανικό «Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Ποίησης» για τη συλλογή της Faithful and Virtuous Night. To 2016 βραβεύτηκε για το σύνολο του έργου της από τον Μπάρακ Ομπάμα.

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Βόυτσεκ: Ένα ημιτελές αριστούργημα

 Ο Γκέοργκ Μπύχνερ ξεκίνησε να γράφει τον Βόυτσεκ το 1836. Τον Φεβρουάριο του 1837, λίγο πριν ολοκληρώσει το έργο, πέθανε από τύφο, σε ηλικία 23 ετών. Ο Βόυτσεκ απέμεινε ένα ημιτελές, δυσανάγνωστο, αποσπασματικό χειρόγραφο, το οποίο δεν συμπεριελήφθη καν στην πρώτη έκδοση των έργων του Μπύχνερ από τον αδερφό του, το 1850. Μια ατυχής εκδοχή του εμφανίστηκε το 1879, σε μια κριτική έκδοση των έργων του συγγραφέα, που όμως δεν εμπόδισε τον κορυφαίο δραματουργό του γερμανικού νατουραλισμού Gerhart Hauptmann να αναγνωρίσει την αξία του. Τελικά ο Βόυτσεκ κατάφερε να φτάσει στη σκηνή το 1913 και υπό την επιρροή του Franz Wedekind.

Ο Βόυτσεκ είναι έργο ρεαλιστικό, που ταυτόχρονα όμως κινείται και εκτινάσσεται στην περιοχή του ποιητικού θεάτρου. Αναγνωρίζει τη διαλεκτική του κοινωνικού αίτιου-αποτελέσματος και ταυτόχρονα την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ίσως γι’ αυτό έγινε δεκτό με ενθουσιασμό τόσο από τους εκπροσώπους της νατουραλιστικής σχολής όσο και αυτής των εξπρεσιονιστών και προκάλεσε πολλές συζητήσεις και διαμάχες ως προς το πού ανήκει. Η αξία του όμως βρίσκεται ακριβώς στο εύρος του οράματος που εμπεριέχει. Από όλους πάντως αναγνωρίστηκε ως ο πρόδρομος και η απαρχή του μοντέρνου θεάτρου όπως το γνωρίσαμε τον 20ό αιώνα.

Ο ήρωας Βόυτσεκ, στρατιώτης, ο οποίος βιώνει τη βαναυσότητα, την απαξίωση και τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης στο στρατόπεδο όπου ζει και υπηρετεί, είναι ένα πρόσωπο κατακερματισμένο, βαθύτατα τραυματισμένο, αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών και της κοινωνικής αδικίας που μέσα από την προσπάθεια της προσωπικής του αντίδρασης και ρήξης, της προσωπικής του διαδρομής και επανάστασης, σκοτώνει ό,τι πολυτιμότερο έχει -τη γυναίκα που αγαπά, γιατί αυτή τον απάτησε. Με αυτήν την έννοια, ο Βόυτσεκ είναι η πρώτη φιγούρα τραγικού προλετάριου του παγκοσμίου δράματος και γίνεται ο πρόδρομος του ήρωα του νατουραλισμού που έρχεται αργότερα. Ταυτόχρονα όμως ο Βόυτσεκ υπάρχει και φωτίζεται μέσα από τις αντιθέσεις και το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς. Η θρυμματισμένη ύπαρξή του γίνεται βορά στη δεισιδαιμονία, στις παράλογες φοβίες και το αδιέξοδό του δεν είναι πια αποτέλεσμα της κοινωνικής διαλεκτικής αλλά της διαταραγμένης υπαρξιακής του ταυτότητας. «…Ολοφάνερα ο Μπύχνερ θεωρούσε ότι, αν και η κοινωνική επανάσταση θα μπορούσε να βοηθήσει τους Βόυτσεκ αυτού του κόσμου, ωστόσο δεν θα μπορούσε να τους σώσει. Όσο δίκαιη και αν είναι μια κοινωνία δεν θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις στην αιώνια τραγωδία της ανθρώπινης ζήλειας. Η τραγωδία της κοινωνικής κακοποίησης είναι μόνο μια πλευρά της τραγωδίας της ανθρώπινης ύπαρξης και γέννησης καθαυτής»1. Είναι αυτή η δεύτερη αντίληψη και ποιότητα που τον κάνει ταυτόχρονα προάγγελο του εξπρεσιονισμού.

Το έργο, γραμμένο με τη μορφή σκηνών και επεισοδίων, δεν έχει τη γραμμική ανάπτυξη και εξέλιξη της συμβατικής δραματουργίας αλλά «αναπηδά από τη μια στιγμή στην άλλη και σε πολλές περιπτώσεις η ακολουθία τους εναλλάσεται»2, φέροντας έτσι στοιχεία και προβλέποντας το επικό θέατρο του Μπρεχτ, χωρίς ωστόσο να γίνεται σε οποιαδήποτε στιγμή διδακτικό ή κοινωνικά καταγγελτικό.

Ο ήρωας του Μπύχνερ αποτελεί ακραία περίπτωση αυτοαποξένωσης του ανθρώπου. Τα κοινωνικά άτοπα τον οδηγούν στην παραφροσύνη. Όπου κι αν στραφεί αντιμετωπίζει διαστρεβλωμένη ηθική και ηθικά διδάγματα, ενώ ο ίδιος υποβιβάζεται με τον πιο ανήθικο κι απάνθρωπο τρόπο σε αντικείμενο επιστημονικής έρευνας. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ο Μπύχνερ σκιαγραφεί την άρχουσα τάξη, βασανιστή του Βόυτσεκ, με μίσος που τη μεταβάλλει σε καρικατούρα, ενώ εκείνος αισθάνεται συμπόνοια. Κι όμως το έργο του δεν είναι ένα παθιασμένο κοινωνικό «κατηγορώ». Ο Μπύχνερ δεν θέλει να ξεσηκώσει κοινωνική επανάσταση αλλά να καταδείξει με επιστημονική ακρίβεια πως δημιουργείται το κακό. Και ο κυνισμός του είναι κι αυτός αντικειμενικός. Η πραγματικότητα, όπως την παρουσιάζει ο Μπύχνερ, είναι ένας κόσμος χωρίς αγάπη και κατανόηση, ένας κόσμος γεμάτος αδιαφορία για τον συνάνθρωπο. Η βάση του υπαρξιακού του ρεαλισμού είναι τα πάθη στον κόσμο. Το κυρίαρχο αίσθημα στην τραγωδία του Βόυστεκ δεν είναι πεσιμιστικό - μηδενιστικό είναι το άγχος της ύπαρξης, το οποίο ο σύγχρονος του Μπύχνερ Δανός Κίρκεγκωρ έθεσε ως αφετηρία για κάθε συζήτηση σχετική με την ύπαρξη του ανθρώπου και τη σχέση του προς το Θεό.

1. Michael Patterson, «Introduction», στο: Georg Buchner, Woyzeck, translated by John Mackendrick, σελ. xiii, Methuen, 1979 (μετάφραση Α.Σ.).

2. Ό.π.