Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Τούρκικες λέξεις στην γλώσσα μας

αλάνι = αλήτης.
αλάνα = ανοιχτός χώρος.
αγάς = δεσποτικός, αυταρχικός.
αγιάζι = πρωινό ή νυχτερινό κρύο.
γιαούρτι = πηγμένο γάλα.
καρπούζι = υδροπέπων.
μενεξές = εύοσμο λουλούδι.
σουγιάς = μαχαιράκι.
τενεκές = δοχείο.
φλιτζάνι = κύπελλο.
τσέπη = θυλάκιο.
ταβάνι = οροφή.
τζάκι = παραγώνι.
καΐκι = βάρκα.
μελτέμι = βορειανατολικός άνεμος.
μανάβης = οπωροπώλης.
μπακάλης = παντοπώλης.
γλέντι = διασκέδαση.
καβγάς = φιλονικία.
κέφι = ευδιαθεσία.
χατίρι = χάρη.
ντέρτι = καημός.
νταβαντούρι = σύγχυση.
τσιμπούκι = καπνοσύριγγα.
χασάπικο = κρεοπωλείο.
ντουλάπι = ιματιοθήκη.
δερβένι = κλεισούρα.
μπαϊράκι = σημαία.
τσομπάνης = βοσκός.
γιλέκο = περιθωράκιον.
χαμπάρια = αγγελία, νέα.
γιαπί = οικοδομή.
γιακάς = περιλαίμιο.
γιαρμάς = ροδάκινο.
γινάτι = πείσμα.
γιουρούσι = επίθεση.
γκέμι = χαλινάρι.
γούρι = τύχη.
γρουσούζης = κακότυχος.
γκάιντα = άσκαυλος.
εργένης = άγαμος.
ζαμάνια = μεγάλο χρονικό διάστημα.
ζαρζαβατικά = λαχανικά.
ζόρι = δυσκολία.
ζουμπούλι = υάκινθος.
καβούκι = καύκαλο.
καβουρδίζω = φρυγανίζω, ξεροψήνω.
καζάνι = λέβητας.
κασμάς = αξίνα, σκαπάνη.
καλέμι = γραφίδα.
καλούπι = μήτρα, πρότυπο.
κάλπικος = κίβδηλος.
καπάκι = σκέπασμα, κάλυμμα.
καραούλι = φρουρά, σκοπιά.
κουβάς = κάδος, αγγείο.
ντιπ για ντιπ = ολωσδιόλου.
κατσίκα = γίδα, ερίφι.
κελεπούρι = ανέλπιστο εύρημα.
κιμάς = ψιλοκομμένο κρέας.
κιόσκι = περίπτερο.
κολάι = ευκολία, άνεση.
κολαούζος = οδηγός.
κόπιτσα = πόρπη.
κοτζάμ = τεράστιος, πελώριος.
κοτσάνι = μίσχος.
καφάσι = κιβώτιο.
κότσι = αστράγαλος.
κουβαρντάς = γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης.
κουμπαράς = δοχείο χρημάτων.
κουσούρι = ελάττωμα, μειονέκτημα.
κουτουρού = ασύνετα, απερίσκεπτα.
λαγούμι = υπόνομος, οχετός.
λαπάς = χυλός.
λεβέντης = αντρείος, ευσταλής.
λεκές = κηλίδα.
λελέκι = πελαργός.
λούκι = υδροσωλήνας.
μαγιά = προζύμι, ζυθοζύμη.
μαγκάλι = πύραυνο.
μαγκούφης = έρημος.
μαϊντανός = πετροσέλινο, μακεδονήσι.
μαντζούνι = φάρμακο.
μαούνα = φορτηγίδα.
μαράζι = φθίση.
μαραφέτι = μικρό εργαλείο.
μασούρι = μικρό ξύλο.
μαχαλάς = συνοικία.
μεζές = ορεκτικά.
μεντεσές = στρόφιγγα.
μεράκι = πόθος.
μερεμέτι = επισκευή, επιδιόρθωση.
μουσαμάς = κερωμένο - αδιάβροχο ύφασμα.
μουσαφίρης = φιλοξενούμενος, επισκέπτης.
μπαγιάτικο = μη νωπό.
μπαγλαρώνω = δένω, φυλακίζω.
μπαλτάς = πελέκι.
μπάμια = ιβίσκος ο εδώδιμος.
μπαμπάς = πατέρας.
μπαμπαλής = ο πολύ γέρος.
μπαξές = περιβόλι, κήπος.
μπαρούτι = πυρίτιδα.
μπατζάκι = κνήμη, σκέλη.
μπατζανάκης = σύγαμπρος, συννυφάδα.
μπατίρισα = πτωχεύω, χρεοκοπώ.
μπαχαρικό = αρωματικό άρτυμα.
μπεκρής = μέθυσος.
μπελάς = ενόχληση.
μπινές, πούστης = κίναιδος, ασελγής.
μπογιά = βαφή, χρώμα.
μπογιατζής = ελαιοχρωματιστής.
μπόι = ανάστημα, ύψος.
μπόλικος = άφθονος.
μποστάνι = λαχανόκηπος.
μπόσικος = χαλαρός.
μπούζι = πάγος, ψύχρα.
μπουλούκι = στίφος, άτακτο πλήθος.
μπουλούκος = καλοθρεμμένος, παχουλός.
μπουνταλάς = κουτός, ανόητος.
μπουντρούμι = φυλακή.
μπουρί = καπνοσωλήνας.
μπόρα = καταιγίδα.
μπούτι = μηρός.
μπούχτισμα = κορεσμός.
νάζι = κάμωμα, φιλαρέσκεια.
νταμάρι = φλέβα, λατομείο.
νταμπλάς = αποπληξία.
νταντά = παραμάνα, τροφός.
νταραβέρι = συναλλαγή, αγοραπωλησία.
ντελάλης = διαλαλητής.
ντελής = παράφρονας.
ντιβάνι = κρεβάτι.
ντουβάρι = τοίχος.
ντουμάνι = καταχνιά, καπνός.
ντουνιάς = κόσμος, ανθρωπότητα.
παζάρι = αγορά, διαπραγμάτευση.
παντζάρι = κοκκινογούλι, τεύτλο.
παντζούρι = παραθυρόφυλλο.
παπούτσι = υπόδημα.
περβάζι = πλαίσιο θυρών.
πιλάφι = ρύζι.
ραχάτι = ησυχία.
ρουσφέτι = χαριστική εξυπηρέτηση.
σακάτης = ανάπηρος.
σαματάς = θόρυβος.
σεντούκι = κιβώτιο.
σέρτικο = τσουχτερό, βαρύ.
σινάφι = συντεχνία, κοινωνική τάξη.
σιντριβάνι = πίδακας.
σιρόπι = πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης.
σαΐνι = ευφυής.
σοβάς = ασβεστοκονίαμα.
σόι = καταγωγή, γένος.
σοκάκι = δρόμος.
σόμπα = θερμάστρα.
σουλούπι = μορφή, σχήμα.
ταμπλάς = αποπληξία, συγκοπή.
ταπί = χωρίς χρήματα.
ταραμάς = αυγοτάραχο.
τασάκι = σταχτοδοχείο.
ταχίνι = αλεσμένο σουσάμι.
ταψί = μαγειρικό σκεύος.
τεκές = καταγώγιο.
τεμπέλης = οκνηρός, ακαμάτης.
τερτίπι = τέχνασμα, απάτη.
τεφαρίκι = εκλεκτό, αριστούργημα.
τεφτέρι = κατάστιχο.
τζάμι = υαλοπίνακας, γυαλί.
τσάμπα = δωρεάν.
τζαναμπέτης = κακότροπος, δύστροπος.
τόπι = σφαίρα.
τουλούμι = ασκός.
τουλούμπα = αντλία.
τουμπεκί = σιωπή.
τράμπα = ανταλλαγή.
τσαΐρι = λιβάδι, βοσκοτόπι.
τσακάλι = θώς.
τσακίρης = γαλανομάτης.
τσακμάκι = αναπτήρας.
τσάντα = δερμάτινη θήκη.
τσαντίρι = σκηνή.
τσαπατσούλης = ανοικοκύρευτος, άτσαλος.
τσάρκα = επιδρομή, περιπλάνηση.
τσαντίζω = εξοργίζω, προσβάλλω.
τσαχπίνης = κατεργάρης, πονηρός.
τσιγκέλι = αρπαγή, σιδερένιο άγκιστρο.
τσιφούτης, τσιγκούνης = φιλάργυρος.
τσιράκι = ακόλουθος.
τσίσα = ούρα.
τσίφτης = άψογος, ικανός.
τσουβάλι = σακί.
τσουλούφι = δέσμη μαλλιών.
τσογλάνι = νέος.
τσοπάνης = βοσκός.
φαράσι = φτυάρι.
φαρσί = τέλεια, άπταιστα.
φυντάνι = φυτώριο.
φιστίκι = πιστάκη.
φυτίλι = θρυαλλίδα.
φουκαράς = κακομοίρης, άθλιος.
φουντούκι = λεπτοκάρυο.
φραντζόλα = ψωμί.
χαβούζα = δεξαμενή νερού.
χάζι = ευχαρίστηση.
χαλαλίζω = συγχωρώ.
χάλι = άθλιο.
χαλί = τάπητας.
χαλκάς = κρίκος.
χαμάλης = αχθοφόρος.
χάνι = πανδοχείο.
χάπι = καταπότι.
χαράμι = άδικα.
χαρμάνης = χασισοπότης.
χαρτζιλίκι = μικρό χρηματικό ποσό.
χαβάς = μουσικός σκοπός.
χαφιές = καταδότης.
χουζούρεμα = ανάπαυση.
χούι = ιδιοτροπία.
χουνέρι = πάθημα, εξαπάτηση.