Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

20 αποφθέγματα της Κικής Δημουλά

1. «Δε με ενδιαφέρει τι θα γίνουν τα ποιήματά μου όταν πεθάνω. Δε με ενδιαφέρει τι θα συμβεί όταν δεν θα ζω».

 

2. «Δεν επιτρέπεται να αποφέρεται κανείς για τον έρωτα όσο είναι εν δράσει. Αυτό που ισχύει για τον έρωτα είναι ό,τι ειπωθεί αφού τελειώσει».

 

3. «Από τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχη.

Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:

δεν έλυσα κανένα».

 

4. «Ο έρωτας είναι «εκείνος» που σου γεμίζει το μυαλό. Που σε κατακλύζει. Ανυπεράσπιστος».

 

5. «Η μνήμη, κύριο όνομα των θλίψεων, ενικού αριθμού, μόνον ενικού αριθμού και άκλιτη».

 

6. «Στιγμή είναι, βέβαια, ένα τίποτε του χρόνου.

Όμως χωράει τ’ αποκορυφώματα».

 

7. «Καλό παιδί το τέλος.

Πρόθυμο αυτοδημιούργητο αυτεπάγγελτο ταχύ επινοητικό».

 

8. «Έρωτας είναι αυτό που δεν είχες. Το θλιβερό είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν ότι ερωτεύτηκαν ενώ δεν έχουν ερωτευτεί ποτέ».

 

9. «Τακτοποιημένη ζωή, άτακτα συναισθήματα. Όλοι έχουμε μέσα μας μια άλλη ζωή η οποία ενοχλεί, απαιτεί, παραπονιέται, δεν έζησε».

 

10. «Υπάρχουν στιγμές που ο άνθρωπος θέλει κάποιον να τον αγκαλιάσει χωρίς να υπάρξει συνέχεια. Αυτή η στιγμή του αγκαλιάσματος είναι πάρα πολύ μεγάλη στιγμή, περιεκτική. Η αγκαλιά σε παίρνει ολόκληρο και σε προστατεύει. Σχεδόν δεν έχει σχέση με τον σαρκικό έρωτα».

 

11. «Το αυστηρώς φρουρούμενο μέλλον κι η αρπαγή του στο τέλος απ’ αυτό: Το ανώφελο».

 

12. «Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα».

 

13. «Ταξίδεψα μάλιστα.

Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει…

Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος».

 

14. «Ο μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε

είναι η απουσία μας».

 

15. «Αυτός ο Άλλος γιατί θέλει να γράφεται ντε και καλά με δύο λάμδα,
τι να το θέλει άραγε το δεύτερο δρεπάνι;».

 

16. «Μίλησα νωρίς· είπα: Θυμάμαι· φουρκίστηκε η μάνα μου, μη βάζεις όλα τα παλιοπράματα από χάμω στο στόμα σου».

 

17. «Τον έρωτα όχι, όχι εσύ,

Ανάγκη, τον έρωτα τον έπλασε ο Θάνατος,

από άγρια περιέργεια να εννοήσει τι είναι ζωή».

 

18. «Αυτάρκες είναι μόνο το μάταιον».

 

19. «Καιρό έχω να μιλήσω για όνειρα, καιρό δεν έχω, όνειρα δεν έχω, συμμετρική ανέχεια».

 

20. «Κανένα τέλος δεν έρχεται με άδεια χέρια».

Κυριακή 20 Αυγούστου 2023

Το νέο χάσμα των γενεών

Το χάσμα των γενεών στον καιρό μου το εξέφραζαν η μουσική ροκ και η σεξουαλική απελευθέρωση. Το Γούντστοκ υπήρξε η εμβληματική στιγμή. Δεν είναι τυχαίο ότι η προβολή της ταινίας στο Παλλάς επί χούντας προκάλεσε την παρέμβαση της αστυνομίας. Έπεσε μπόλικο ξύλο. Σήμερα, ποια είναι τα στοιχεία που προσδιορίζουν το χάσμα των γενεών; Η πρώτη αυθόρμητη απάντηση είναι η τεχνολογία. Η εξοικείωση των νεότερων γενεών με τα άλματα μιας τεχνολογίας που εξελίσσεται από χρόνο σε χρόνο δημιουργεί τις αποστάσεις της νοοτροπίας. Τα έξυπνα κινητά, η ευκολία του πρόχειρου πληκτρολογίου, οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, το Instagram, το ΤikΤok. Το ζωντανό φλερτ έχει σχεδόν ποινικοποιηθεί. Πάντως, έχει απαξιωθεί για χάρη του ηλεκτρονικού υποκατάστατού του.

Αυτή είναι η επιφάνεια. Και όπως κάθε επιφάνεια, σε πείσμα της μεταμοντέρνας αντίληψης, κρύβεται κάποιο βάθος. Η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα σε εμάς και στους επιγόνους μας είναι ο «πνευματικός ορίζοντας». Τι είν’ τούτο θα μου πείτε. Κατ’ αρχάς, έχει να κάνει με την πειθαρχία. Δεν αναφέρομαι στην κοινή πειθαρχία που αντιτίθεται στην απείθαρχη συμπεριφορά η οποία χαρακτήριζε και τα δικά μου νιάτα. Αναφέρομαι σ’ αυτήν την πειθαρχία που ορίζει τον «πνευματικό ορίζοντα». Όταν δεκατριάχρονο παιδί το έσκαγα από το σπίτι μου για να παρακολουθήσω τους Στόουνς στη συναυλία τους στο γήπεδο της Λεωφόρου, μέσα μου είχα δημιουργήσει ένα ολόκληρο πλέγμα επιχειρημάτων για να δικαιολογήσω την πράξη μου. Το είχα δημιουργήσει με τα διαβάσματά μου και τα ακούσματά μου. Και αυτά απαιτούσαν την πειθαρχία της συγκέντρωσης. Πειθαρχία; Συγκέντρωση είπατε; Ναι, το σημερινό χάσμα των γενεών προκαλείται από την αδυναμία συγκέντρωσης. Οι γενιές που μεγαλώνουν σήμερα δυσκολεύονται να διαβάσουν κείμενο το οποίο υπερβαίνει τις εκατό λέξεις.

Είναι δυνατόν να φέρεις αντιμέτωπο έναν σημερινό έφηβο με τους Άθλιους του Βίκτωρος Ουγκώ, ή τις Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρατή Τσίρκα; Μόνον ο όγκος τον αποτρέπει. Και δικαιούμαι να συμπεράνω ότι η διαφορά μου από τον σημερινό έφηβο δεν είναι η εξοικείωση με την τεχνολογία -ζήτημα τεχνικό-, είναι η αποξένωση από τον πνευματικό ορίζοντα του πολιτισμού μας. Και δεν ευθύνεται ο έφηβος γι’ αυτό. Ευθύνεται η ολοκληρωτική νοοτροπία της μετανεωτερικότητας, που επιβάλλει, ως ιδεολογικό υποκατάστατο, την αντίληψη ότι ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος και ο σοφότερος απ’ όλους τους κόσμους που υπήρξαν. Από πού γεννήθηκε αυτός ο κόσμος; Πώς θα ήταν αυτός ο κόσμος αν ο Ουγκώ δεν είχε καταγγείλει, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, τη θανατική ποινή;

Κάθε «χάσμα γενεών» έχει πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Αυτό σημαίνει ότι μεταφέρει στους τρόπους της έκφρασής του μνήμες που παλεύει να τις ξεπεράσει. Ο έφηβος της δεκαετίας του εβδομήντα που άκουγε Τζιμ Μόρισον, άκουγε και Μπετόβεν, Μότσαρτ ή Σούμπερτ και διάβαζε Καζαντζάκη ή ακόμη και τα «απαλά» μυθιστορήματα της γενιάς του τριάντα. Δεν τον υποχρέωνε κανένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα να το κάνει. Όμως ήξερε πως ήταν απαραίτητα για την καλλιέργειά του. Και το ερώτημα είναι: τι θεωρεί η γενιά των σημερινών εφήβων ότι είναι απαραίτητο για την καλλιέργειά της; Εκεί εντοπίζεται το πραγματικό χάσμα των γενεών.

Λέμε ότι είναι «ζήτημα παιδείας» και στην πραγματικότητα εννοούμε ότι δεν είναι ζήτημα. Μήπως ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε τι πραγματικά σημαίνει αυτό το «ζήτημα παιδείας»; Πριν από δύο χρόνια, αν δεν κάνω λάθος, η Societé des Gens des Lettres στη Γαλλία ψήφισε για τον σημαντικότερο Γάλλο συγγραφέα. Στον τελικό ήταν ο Ουγκώ και ο Σταντάλ. Εξελέγη ο Σταντάλ. Αναρωτιέμαι πόσοι από τους νέους Γάλλους τον έχουν διαβάσει. Πριν από μερικά χρόνια, όταν στο Baccalauréat είχε πέσει θέμα με τον Ανατόλ Φρανς υπήρξε ανάρτηση υποψηφίου που αναρωτιόταν «ποια είναι αυτή η Φρανς».

Κλείνω με τον αγαπημένο μου Εγγονόπουλο και τον Μπολιβάρ του. Τον παραθέτω από μνήμης. «Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά (…) χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ». Όμως η χάλκινη ρεντιγκότα του ήρωος έκανε θόρυβο με τον άνεμο στη διάρκεια της νύχτας και «έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφισιν του μνημείου». Ε ναι, τα μνημεία των κλασικών ενοχλούν τον ύπνο των νέων γενεών. Ως εκ τούτου, τα κατεδαφίζουμε διά «καταλλήλων ενεργειών».

 

Τάκης Θεοδωρόπουλος, εφημ. Η Καθημερινή

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2023

Γιάννης Ρίτσος

          Σχήμα της απουσίας


Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί -

 

Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα

σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ’ τη στέρηση
μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους, είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.

 

Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα
χωρίς κανείς να το μαλώσει· σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα,
εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα
κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή
και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα
σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα. Τότε ολόγυρα
μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα
να ζεσταθούνε· και λίγο πιο πέρα
ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο
φέγγοντας όλο κάτω απ’ την αστροφεγγιά
κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του.

 

Τα βράδια του καλοκαιριού, την ώρα που κλείνουν τα δημόσια πάρκα
και τα μικρά κορίτσια με τις παραμάνες τους γυρίζουν στα σπίτια τους
κι άλλα μικρότερα μες στα καρότσια τους, κοιμισμένα κιόλας,
πίσω τους έρχονται σε μια βουβή, αόρατη ακολουθία, τα πεθαμένα κορίτσια,
ωχρά, με μαραμένα μαλλιά, κρατώντας στα δεμένα χέρια τους
τις ξερές ανθοδέσμες τους, σα μικρά ποιήματα
που δεν πρόφτασαν να τα μάθουν απ’ έξω.

 

Στέκουν από μακριά και κοιτάζουν τις κορδέλες και τα παιχνίδια κρεμασμένα στα περίπτερα,
τη φωτισμένη, ταπεινή βιτρίνα του γειτονικού ψιλικατζίδικου
αφήνοντας σε κάθε βήμα τους ένα χώρο εσωτερικό που τον γεμίζει αμέσως
μια σκιά μενεξεδένια και ρόδινη. Φτάνουν ως έξω απ’ το σπίτι τους,
κοιτούν το κλεισμένο παιδικό τους παράθυρο,
υψώνουν μια στιγμή το χέρι, μα δε χτυπούν τη γρίλια. Από μέσα
ακούνε οι γονείς το χτύπημα· αφήνουν την πετσέτα να πέσει στο τραπέζι
σα να πέφτει ένα μεγάλο ξερό φύλλο πάνω στο χρόνο. Ανοίγουν την πόρτα.

 

Δεν είναι τίποτα. Βλέπουν μονάχα
τα μαραμένα αστέρια, τον άδειο ουρανό, τον άδειο κόσμο
και ξανακλείνουν την πόρτα σα να μπαίνουν μέσα τα παιδιά τους.

 

Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της -
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.

 

Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται ’κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.

 

Ένα μικρό κορίτσι, ανύποπτα, νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη λύπη.
Τι ’ταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος; Κι η κραυγή τούτη;
Ήταν δικά του αυτά; Και περίμεναν πίσω απ’ το γέλιο του
πανέτοιμα κι επίβουλα; Κι αυτά τ’ αγαπημένα πρόσωπα
που έσκυβαν πάνω του, μακρινά κιόλας; Άνοιξε ήσυχα, λοιπόν,
την πόρτα ενός άστρου, μπήκε μέσα προφυλακτικά να μην ακούσουμε,
μα όλες τις νύχτες ’κείνη η πόρτα ανοιχτή
χτυπάει απ’ τον αγέρα του μικρού λυγμού του. Κι ούτε μπόρεσε να σηκωθεί πια να την κλείσει.
Ούτε μπορούμε (είναι μακριά) να την κλείσουμε.

 

Δε μας γνωρίζει τίποτα. Μα εσύ επιμένεις αόρατη
να μας γνωρίσεις πάλι με τη ζωή - να συμμαχήσουμε. Αν είναι
το βλέμμα σου μέσα στο βλέμμα μας, δε θ’ αρνηθούμε
να δούμε, να μιλήσουμε, να κινηθούμε. Αυτός ο νέος
ίσως μια μέρα και να σ’ αγαπούσε. Ετούτα τα κορίτσια
ίσως και θα ’ταν φιλενάδες σου. Σε τούτο το σχολείο
θα πήγαινες μεθαύριο. Κι έτσι μέσα στη νύχτα
που φεύγουμε ξένοι, μπρος σε δυο σειρές ακατοίκητα σπίτια,
κάτω από γλόμπους χωρίς αχτίνες σαν κλεισμένα χέρια,
μια γλάστρα ποτισμένη που στάζει απ’ το παλιό μπαλκόνι
εμπιστεύεται πάλι τον ήχο της σ’ εμάς· μια πόρτα
μισανοιγμένη, ξαγρυπνάει για ’μας κι αυτός ο ξύλινος πάγκος
παρατημένος καταμεσής στην ερημιά, εμάς περίμενε να καθίσουμε, ξέροντας
πως κάπου εκεί, σ’ ένα μοναχικό παράθυρο, κρεμασμένο
ψηλά στη νύχτα, εσύ, πίσω απ’ το δαντελένιο κουρτινάκι,
περιμένεις να σου χαμογελάσουμε.

Τρίτη 15 Αυγούστου 2023

Οδυσσέας Ελύτης

                     Άνεμος της Παναγιάς


Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μέσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!

Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων

Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν από την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!

 

                                         Προσανατολισμοί

Οδυσσέας Ελύτης

Η Παναγιά των Κοιμητηρίων

 

Πέτρες επήρα και κλαδιά
τα φύτεψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
το λόγο δεν αθέτησα

 

Με τον καιρό με τον καιρό
έγινε αλήθεια τ’ όνειρο
Οι πέτρες μεγαλώσανε
και τα κλαδιά φυτρώσανε

 

Τα κυπαρίσσια τα κελιά
σου τα ’κανα παραγγελιά
Τις πόρτες, τις αμπάρες σου
και τις οχτώ καμάρες σου

 

Στο μέρος το πιο δροσερό
έστησα το καμπαναριό
Και κύματα και κύματα
γύρω σου τ’ άσπρα μνήματα

 

Έλα κυρά και Παναγιά
με τ’ αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
στον Ήλιο και στον Θάνατο

 

                Τα Ρω του Έρωτα      

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023

Νάνος Βαλαωρίτης

Ποια θάλασσα

Πες μας που πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του
Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή
Τώρα μας δείχνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του
Ω πρόσωπο που σκέπασε σα μάρμαρο η σιγή


Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς

 

Είναι καρδιές που μάθαμε σαν γράμματα ανοιγμένα
Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια
Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα
Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά

 

Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του
Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σαν νερό
Άστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ’ ανάστημά του
Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό

 

Ακουμπισμένες δυο εποχές η μια κοντά στην άλλη
Ω πρόσωπο που φώτισε μια μακρινή αστραπή
Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα `ναι αρκετά μεγάλη
Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψ’ η ψυχή;

 

Σα μυθικό τριαντάφυλλο μια νύχτα ο κόσμος κλείνει
Είναι η πόρτα όπου κανείς δε θα περάσει πια
Είναι του δήμιου η ταραχή του ήρωα η γαλήνη
Ο ποταμός που κύλησε σαν έσπασε η καρδιά.

Τρίτη 8 Αυγούστου 2023

Γεώργιος Δροσίνης

Νύχτα αυγουστιάτικη

Μου φτάνει που σε ξέρω ξάγρυπνη
κι απόμονη, χωρίς λυχνάρι,
κάτω από τ’ άστρα τα τρεμόφωτα
με το Αυγουστιάτικο φεγγάρι.
Στ’ απόσκια απόκρυφτη κι’ αθώρητη -
κ’ έχω σημάδι σου μονάχο
κάτι σα θρόισμα, σα φτερούγισμα,
σα νεροφλοίσβημα σε βράχο.
Γύρω μας όλα ασάλευτα, άφωνα:
τα κοίμισε μαρμαρωμένα
φεγγαρομάτα η νύχτα μάγισσα
κι άφησε μόνο εσέ κ’ εμένα. -
Ξάφνου, σπιθόγενη, αστραπόφτερη.
του αιθέρα ταξιδεύτρα φτάνει
φωνή βιολιού μακρινού, αλλόκοσμου,
που παίζουν ξωτικοί Τσιγγάνοι.
Και χύνεται στην Αυγουστιάτικη
τη νύχτα από τη δοξαριά του
λαχτάρα, πόνος, αναγάλιασμα,
πόθος ζωής, φόβος θανάτου.
Κ’ εγώ, σφαλώντας τα δυο μάτια μου,
και την ψυχή μου ανοίγοντάς σου,
νιώθω το φόβο μήπως σ’ έχασα -
τον πόθο να βρεθώ κοντά σου.

Φευγάτα χελιδόνια, Άπαντα Γεωργίου Δροσίνη, τόμος 3ος,

εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιμων βιβλίων

Δευτέρα 7 Αυγούστου 2023

Ιωσήφ Μπρόντσκι

Οι εραστές τ’ Αυγούστου

Οι εραστές τ’ Αυγούστου,

οι εραστές τ’ Αυγούστου με λουλούδια στα χέρια έρχονται,

τ’ αόρατα καλέσματά τους τραβούν στις αυλές,

οι εραστές τ’ Αυγούστου με κόκκινα πουκάμισα και μισάνοιχτα στόματα

τρεμοσβήνουν στα σταυροδρόμια,

εξαφανίζονται στα σοκάκια,

τρέχουν στις πλατείες.

Στους εραστές τ’ Αυγούστου

αχνοφέγγουν στη βραδινή ατμόσφαιρα

οι ερυθρόλευκες γραμμές των κεντημένων λουλουδιών πάνω

στα πουκάμισά τους,

φωτίζονται τ’ ανοιχτά παραθύρια στις σκοτεινές αυλές

κι αυτοί όλο πηγαίνουν κι όλο τρέχουν σε κάποιο κάλεσμα.

Να και το δείλι της ζωής, να και το δείλι που δίπλα περνά απ’ την πόλη,

να το που χρωματίζει τα δέντρα,

που σβήνει τη λάμπα,

που γυαλίζει τ’ αυτοκίνητα…

Στα στενά σοκάκια βιαστικά ηχούν οι παρέες,

γύρισε πίσω, έβγα στο μπαλκόνι και πέταξε το παλτό.

Βλέπεις, οι εραστές τ’ Αυγούστου τρέχουν κρατώντας λουλούδια στα χέρια.

Οι γαλάζιες ανταύγειες των διαφημίσεων κυλούν από τις στέγες

κι εσύ κοιτάζεις κάτω, δίχως ποτέ και με κανένα θέση δεν αλλάζεις,

συνομιλώντας με τον εαυτό σου.

Να τα λουλούδια και το διαμέρισμα με το νέο έρωτα,

με το καινούριο μαστίγιο, που μπαίνει σε κύκλο νέο,

παραδίδοντας τον εαυτό του με νέα κραυγή και νέο αίμα,

παραδίδοντας τον εαυτό του, αφήνοντας τα λουλούδια να πέσουν απ’ τα χέρια του.

Το νέο δείλι θορυβεί,

κανείς δεν θα επιστρέψει στη νέα ζωή,

κανείς δε θα περάσει κάτω απ’ το μπαλκόνι για να ’ρθει να σε δει,

κανείς δε θα σου παρασταθεί,

κανείς δε θα σου σταθεί,

πιο κοντά, απ’ ό,τι εσύ στον εαυτό σου,

απ’ τα λουλούδια,

απ’ ότι είσαι εσύ στον εαυτό σου.

Οι εραστές τ’ Αυγούστου (1961), μτφρ. από τα ρωσικά Δημήτρης Τριανταφυλλίδης

Κυριακή 6 Αυγούστου 2023

Οδυσσέας Ελύτης

Ο Αύγουστος

Ο Αύγουστος ελούζονταν
μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.

Αύγουστε μήνα και Θεέ
σε σένανε ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις
στο βράχο να φιλιόμαστε.

Ο Αύγουστος ελούζονταν
μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.

Απ’ την Παρθένο στο Σκορπιό
χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό
στη χάρη σου ν’ ανάψουμε.

              Τα Ρω του Έρωτα, εκδ. Ίκαρος

Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

Γιάννης Ρίτσος

Μεσημέρι Αυγούστου

Πίσω απ’ τις γρίλιες είναι το μεγάλο μεσημέρι.

Τα σκόρπια σπίτια κάτασπρα, κ’ ένα κόκκινο κάτω απ’ το λόφο.

Λίγο πιο πάνω, ξέρουμε, είναι η μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα.

Από κει κατεβαίνει η δροσιά προς τους ευκάλυπτους,

κ’ ένα άρωμα από σάπια ροδάκινα σωριασμένα στο δρόμο.

Άξαφνα τα τζιτζίκια σώπασαν. Δυο ηλιοκαμένα σώματα

στ’ άσπρα σεντόνια. Βγάλε και το δαχτυλίδι σου -

μου πιάνει ένα δικό μου χώρο στο μικρό σου δάχτυλο.

Αύγουστος

Το φως είναι μαύρο, καμένο απ’ τη ζέστη σαν ανθρώπινο σώμα.

Πόδια γυμνά, δυνατά, βαμμένα απ’ τη θάλασσα ή το μούστο.

Στήθια κρουστά, σφιγμένα στις παλάμες του ήλιου. Ο αγωγιάτης,

ο αμπελουργός, ο βαρκάρης, οι τρεις του θυγατέρες

κρέμονται πάνω από βαθιά, χρυσά πηγάδια. Πάνω στ’ αλώνια

λιχνίζουνε μεγάλα στάχυα. Μες στα μάτια των παιδιών

χώνονται τ’ άχυρα. Τρέχουν. Τ’ αμπέλια είναι απέραντα

σαν τη δόξα ή την άγνοια. Λίγο να κάνεις να σκύψεις

θα βουλιάξεις ακέριος στο γαλάζιο. Τα παράθυρα πνίγηκαν κιόλας

μέσα στο χώμα. Και τούτα τα κόκκινα λουλούδια του κήπου

είναι από κείνα τα πανάρχαια αγάλματα, πλαγιασμένα, σε στύση.

                                                                   Ποιήματα, 4ος τόμος, εκδ. Κέδρος