Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Μια μέρα στο σχολείο στην Αρχαία Ελλάδα!



Πρώτη μέρα στο σχολείο και τα παιδιά φέρουν με χαρά σακίδια που έχουν τετράδια, μολύβια, χάρακες, γόμα, και κολατσιό, έτοιμοι να ξεκινήσουν μια καινούρια σχολική χρονιά…
Αλλάξτε τα τετράδια με πήλινα πινάκια και πάπυρο, τα μολύβια με γραφίδες και μελάνια και προσθέστε μια λύρα, έναν αυλό, έναν άβακα για το μέτρημα και έχουμε όλα τα απαραίτητα που χρειάζεται ένα παιδί στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ.! Για να μεταφέρουν όλα αυτά χρειάζεται μια τεράστια σάκα, γι’ αυτό καλύτερα να τα κουβαλήσει ο παιδαγωγός, ο δούλος που μεγαλώνει το παιδί. Ο παιδαγωγός έχει τη βασική ευθύνη για την εκπαίδευσή του και το συνοδεύει στα σπίτια των δασκάλων όπου γίνονται τα μαθήματα. Εκεί θα τον περιμένει μέχρι να επιστρέψουν μαζί στο σπίτι. Στα καθήκοντά του είναι και να επιβλέπει το παιδί στη μελέτη του.
Το πρώτο μάθημα ξεκινάει με το γραμματιστή. Είναι ο δάσκαλος που διδάσκει ελληνικά, ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Ο γραμματιστής δίδασκε επίσης τον μαθητή να διαβάζει και να αποστηθίζει τα έργα των μεγάλων ποιητών. Το παιδί πρώτα θα μάθει το αλφάβητο, μετά ανάγνωση και γραφή. Το παιδί χρησιμοποιεί ένα πινάκιο που έχει μια στρώση κεριού που χαράζεται εύκολα με τη μυτερή πλευρά της γραφίδας, ενώ με την άλλη πλευρά, τη στρογγυλή, μπορεί εύκολα να διορθώσει τα λάθη που κάνει. Στο μάθημα της αριθμητικής με τη βοήθεια του άβακα, το παιδί θα μάθει να μετράει και να κάνει αριθμητικές πράξεις.
Μετά έχει σειρά το μάθημα του κιθαρωδού. Εκεί το παιδί παρακολουθεί ωδική και μουσική, μαθαίνει να τραγουδάει και να παίζει μουσικά όργανα, κυρίως λύρα και δίαυλο (έναν διπλό αυλό). Με τη συνοδεία των μουσικών οργάνων, τα παιδιά μαθαίνουν να απαγγέλλουν και να τραγουδούν τα έργα των ποιητών. Το μάθημα απαιτεί συγκέντρωση για να μπορούν τα παιδιά να ακούν και να μιμούνται τις κινήσεις του δασκάλου. Σκοπός είναι να εξευγενίσουν την ψυχή τους με όμορφες μουσικές και μελωδίες και να μυηθούν στην ομορφιά της Τέχνης.
Το τελευταίο μάθημα είναι η γυμναστική και γίνεται στο σπίτι του παιδοτρίβη ή στις παλαίστρες. Ο παιδοτρίβης φροντίζει για τη φυσική ανάπτυξη του παιδιού. Δίδασκαν στα παιδιά την πάλη, το παγκράτιο, το τρέξιμο, το άλμα και τη ρίψη του δίσκου και του ακοντίου. Με τη γυμναστική το παιδί αποκτά ένα υγιές και δυνατό σώμα και μαθαίνει να μη δειλιάζει, αφού μπορεί να υπερασπίζεται τον εαυτό του λόγω της καλής του φυσικής κατάστασης.
Έτσι είναι το πρόγραμμα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, κάθε μέρα χωρίς καλοκαιρινές διακοπές μέχρι να κλείσει τα δεκατέσσερα του χρόνια. Ως τότε θα μπορεί να γράφει με άνεση, θα έχει μάθει να απαγγέλλει ποιήματα του Ομήρου για τον Τρωικό πόλεμο και για την Οδύσσεια και να τα συνοδεύει με μουσική, όλα αυτά έχοντας αποκτήσει ένα σμιλεμένο και υγιές σώμα.
Για την επιτυχία όμως της εκπαίδευσης, το παιδί προετοιμάζεται ήδη από το σπίτι του. Η μητέρα, ο πατέρας και ο παιδαγωγός φροντίζουν να διδάσκουν στο παιδί το όμορφο και το δίκαιο και φροντίζουν να του δώσουν σωστή αγωγή, που είναι πολύτιμο εφόδιο για την μετέπειτα ανάπτυξη του πνεύματος και του χαρακτήρα του. Η συνέχεια της εκπαίδευσης και της πνευματικής καλλιέργειας του παιδιού έρχεται σαν φυσικό ακόλουθο με τις ειδικευμένες γνώσεις που παίρνει από τους δασκάλους του.
Στόχος της εκπαίδευσης είναι η δημιουργία ενός σωστού και ενάρετου πολίτη και όχι η μετάδοση γνώσεων με σκοπό την άσκηση επαγγέλματος και τον πλουτισμό. Έτσι το παιδί θα μάθει να ζητάει το καλό του συνόλου και όχι το ατομικό του καλό. Θα έχει αγωγή και ηθικές αξίες, θα αποκτήσει ακέραιο χαρακτήρα και θα είναι δυνατός. Θα μπορεί να γευτεί και να χαρεί την ομορφιά της Τέχνης.

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Το κράτος πρόνοιας στην αρχαία Ελλάδα

O κατώτατος μισθός και η προστασία των πολιτών ήταν εκδήλωση συγκροτημένης πολιτικής και όχι, όπως σήμερα, περιστασιακές φιλανθρωπίες του κράτους. Το κράτος πρόνοιας για την εξασφάλιση ενός κατώτατου μισθού για την επιβίωση, που αναζητείται σήμερα, είναι υπαρκτό από την εποχή ακόμη του Πεισιστράτου, του Σόλωνα και του Περικλή στην αρχαία Αθήνα. Μάλιστα, όχι ως φιλανθρωπία προς «κατώτερα όντα», αλλά ως εκδήλωση συγκροτημένης πολιτικής. Στο πλαίσιο, βεβαίως, μια δουλοκτητικής κοινωνίας, με ό,τι προϋποθέτει και συνεπάγεται αυτό για τους μη ελεύθερους πολίτες.
Οι φτωχοί πολίτες της αρχαίας Αθήνας (μικρογεωργοί, τεχνίτες και ακτήμονες) για διάφορους λόγους αντιμετώπιζαν πρόβλημα επισιτισμού. Η λύση του εξαρτιόταν από τον εφοδιασμό της αττικής αγοράς με δημητριακά, καθώς βάση της διατροφής ήταν το σταρένιο ψωμί και το κριθαρένιο παξιμάδι.
Γι’ αυτό και οι εισαγωγές τους, σε συνδυασμό με τον έλεγχο των τιμών διάθεσής τους στην αγορά ήταν περίπου συλλογική υπόθεση. Ας σημειωθεί ότι η παραγωγή σιτηρών στην Αττική κάλυπτε μόνο το 40% των αναγκών του συνολικού πληθυσμού της.
Ένα από τα πρώτα καταγραμμένα μέτρα για την εξασφάλιση του επισιτισμού είναι η απαγόρευση του Σόλωνα από τις αρχές ακόμη του 6ου π.Χ. αιώνα για εξαγωγή εγχώριων δημητριακών. Υπεράνω του συμφέροντος των εμπόρων ή των μεγάλων σιτοπαραγωγών έμπαινε, λοιπόν, το συλλογικό συμφέρον. Αυτή ήταν η «λυδία λίθος» κι όχι το αντίστροφο. Έστω κι αν συχνά στην πράξη υπήρχαν περιπτώσεις όπου το συμφέρον των μεγάλων γαιοκτημόνων έπαιρνε τη μορφή του δημοσίου συμφέροντος.

Ενισχυτικά μέτρα:
Ο νόμος του Σόλωνα για τα σιτηρά, όπως για ορισμένα άλλα είδη πρώτης ανάγκης (σύκα, ξυλεία κ.ά.) ίσχυε πάντα, ενώ πάρθηκαν και πρόσθετα κατά καιρούς ενισχυτικά μέτρα. Όπως για παράδειγμα περιορισμοί στους εμπόρους, ώστε ν’ αγοράζουν από τους εισαγωγείς συγκεκριμένες ποσότητες, για να μη μονοπωλούν την αγορά δημητριακών και να μπορούν έτσι να πωλούν σε υψηλές τιμές. Απαγορευόταν, όπως θα λέγαμε σήμερα, «καρτέλ». Δια ροπάλου και όχι με… ήξεις αφήξεις!
Όπως απαγορευόταν ο δανεισμός χρημάτων σ’ εμπόρους για αγοραπωλησίες δημητριακών, που δεν εξυπηρετούσαν την αθηναϊκή αγορά. Ακόμη τα σιταγωγά πλοία, που καταπλέανε στον Πειραιά εκφόρτωναν υποχρεωτικά στο λιμάνι τα 2/3 του φορτίου τους, τα οποία έπρεπε να διατεθούν επιτόπου.
Το σχετικό έλεγχο είχαν οι σιτοφύλακες, σε συνδυασμό με τη λειτουργία και άλλων εποπτικών-αγορανομικών οργάνων (επιμελητές εμπορίου, σιτομέτρες κ.ά.). Τις μέρες του Αριστοτέλη οι σιτοφύλακες ήταν 35 από τους οποίους οι 20 είχαν έδρα την Αθήνα και οι υπόλοιποι τον Πειραιά. Αυτοί ήταν υπεύθυνοι για τον έλεγχο του κυκλώματος σιτάρι-αλεύρι-ψωμί. Από την τιμή του σιταριού έως την ποιότητα και το βάρος του ψωμιού. Η σχετική νομοθεσία αναθεωρούνταν αναλόγως με τις τρέχουσες ανάγκες. Οι ποινές που επιβάλλονταν ήταν αυστηρές. Οι κερδοσκόποι, αλλά και οι διεφθαρμένοι σιτοφύλακες, αντιμετώπιζαν ακόμη και τον θάνατο.

Συμπίεση των τιμών:
Ο έλεγχος, με στόχο την προστασία των καταναλωτών από τους εισαγωγείς και μεταπράτες είχε, βεβαίως, τις παρενέργειές του. Κατέληγε, τελικά, στη συμπίεση των τιμών των εγχώριων ειδών πρώτης ανάγκης. Αυτό έθιγε, φυσικά, συμφέροντα εμπόρων και παραγωγών. Αλλά υπεράνω βρισκόταν το δημόσιο συμφέρον και η εξασφάλιση ψωμιού για όλους.
Στη θέση των σημερινών περιστασιακών φιλάνθρωπων συσσιτιαρχών και ευεργετών, υπήρχαν οι αρχαίοι σιτοφύλακες και άλλα παρεμφερή κληρωτά ή αιρετά κρατικά όργανα. Από την άποψη αυτή η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία εξακολουθεί να δίνει μαθήματα.

Δύο πολιτικές:
Τα παραδείγματα του Κίμωνα και του Περικλή είναι πολύ χαρακτηριστικά για τον τρόπο που η αρχαία αθηναϊκή ηγετική τάξη αντιμετώπιζε τη φτώχεια. Ο πρώτος επέτρεπε κατά καιρούς να πηγαίνουν ελεύθεροι στα μεγάλα κτήματά του οι φτωχοί συμπολίτες του και να συμπληρώνουν τη διατροφή τους. Η απάντηση του δεύτερου, ο οποίος δεν διέθετε τόσο μεγάλη περιουσία όση ο πολιτικός του αντίπαλος, ήταν η θέσπιση των δημόσιων μισθών. Ο ένας την αντιμετώπιζε με αριστοκρατικές περιστασιακές ευεργεσίες, ο άλλος με δημοκρατικές πολιτικές επιλογές και πρακτικές.

Φροντίδα για το ψωμί:
Η πολιτική ισότητα στις συνθήκες της αρχαίας δημοκρατίας, όπως και σήμερα άλλωστε, συμβάδιζε την οικονομική ανισότητα. Όμως, η πόλη, κυρίως η Αθήνα -αλλά όχι μόνον αυτή- φρόντιζε να υπάρχει φτηνό ψωμί κι άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Ακόμη και με «ποιοτικούς» ελέγχους! Έδινε συντάξεις σε τραυματίες πολέμου, ανήμπορους και ηλικιωμένου. Συντηρούσε τα ορφανά παιδιά και ενίσχυε τους ακτήμονες πολίτες με την εγκατάστασή τους σε αποικίες. Δημιουργούσε θέσεις εργασίας με δημόσια έργα και έδινε τη δυνατότητα ν’ ασκούν τα πολιτικά τους καθήκοντα χωρίς να πεινούν.

Οικονομική στήριξη:
Η ενίσχυση όσων πολιτών ζούσαν στα όρια της φτώχειας, κι αυτοί ήταν οι περισσότεροι ανάμεσα στους ελεύθερους Αθηναίους, ήταν ιδιότητα σύμφυτη με το άμεσο δημοκρατικό πολίτευμα. Στην ιστορική διαδρομή του οι πλειοψηφίες απαιτούσαν, επέβαλλαν ή ενέπνεαν μέτρα οικονομικής στήριξης των φτωχότερων μελών της πόλης. Η οικονομική ολιγαρχία (αριστοκράτες, γαιοκτήμονες, μεγαλέμποροι κ.ά.) ανέχονταν ή υιοθετούσαν τα μέτρα για λόγους κοινωνικής πολιτικής, αλλά και ισορροπίας της κοινωνίας, με κύριο στόχο ή την αύξηση της πολιτικής πελατείας είτε την εξουδετέρωση κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων.

Διανομές αγαθών στις θρησκευτικές τελετές:
Κατά καιρούς οι φτωχότεροι είχαν να λαμβάνουν κάποιο είδος μερίσματος από παραχωρήσεις που γινόταν προς την πόλη-κράτος από ιδιώτες ή ξένους. Έτσι αναφέρεται η περίπτωση του βασιλιά της Αιγύπτου Ψαμμήτιχου, που δώρισε μεγάλη ποσότητα σιτηρών γύρω στο 445 π.Χ. Με απόφαση του δήμου μοιράστηκε σε 14.200 Αθηναίους. Προφανώς τους πιο ενδεείς.
Διανομές, επιπλέον, γίνονται κάθε φορά που λεηλατείται η σοδειά ξένης περιοχής. Κάθε ελεύθερος πολίτης μετέχει τότε στη διανομή της λείας. Αλλά το κυριότερο, από τη σκοπιά που ενδιαφέρει εδώ, ήταν οι διανομές αγαθών στις τόσο συχνές θρησκευτικές τελετές. Οι θυσίες σημαντικού αριθμού ζώων, λειτουργούσαν ως αγωγοί ενίσχυσης των φτωχότερων.
Επίσης, επέτρεπαν στον καθένα να προμηθευτεί ένα καλό κομμάτι κρέας. Για να πάρουμε μια «γεύση» του μέτρου, στα Διονύσια του 334 π.Χ. θυσιάστηκαν σε μια μέρα 240 αγελάδες και το κρέας τους μοιράστηκε στους πολίτες. Ήταν κι αυτό άλλη μια ασφαλιστική δικλίδα κατά της πείνας και υπέρ όσων δεν ήταν σε θέση να προμηθευτούν κρέας κατά τις γιορτές, χωρίς να γίνουν ζητιάνοι.
Γι’ αυτούς υπήρχαν οι εστίαρχοι, οι επιφορτισμένοι άρχοντες για την παροχή γευμάτων στα μέλη της φυλής τους κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Παναθηναίων, των Διονυσίων κ.λπ. Ενώ στα «κατ’ αγρούς Διονύσια» μπορούσαν να γιορτάζουν ακόμη και οι δούλοι.

Κοινωνική ασφάλιση
Υποχρέωση της πόλης προς τους πολίτες:
Για τους αναξιοπαθούντες, ανίκανους για εργασία, ανάπηρους και θύματα πολέμου από πολύ νωρίς η αθηναϊκή δημοκρατία πήρε μέτρα για την επιβίωσή τους. Έδινε συντάξεις σε όσους δεν είχαν επαρκές εισόδημα ή συγγενείς να τους συντηρήσουν. Βέβαια, πολύ μικρές και κατώτερες από το ημερομίσθιο ενός εργαζομένου σε δημόσια έργα. Ήταν, όμως, μια ανακούφιση. Η διατροφή των αδυνάτων ήταν ένα σταθερό σημείο αναφοράς του πολιτεύματος και, τηρουμένων των αναλογιών, στις εκδηλώσεις αυτές εντοπίζονται στοιχεία κάποιας κοινωνικής ασφάλισης.
Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι όλα τα σχετικά καθιερώθηκαν με νόμο του Πεισίστρατου και αφορούσε καταρχήν τους τραυματίες των πολέμων. Αυτοί τρέφονταν δημοσία δαπάνη. Αργότερα η δημόσια διατροφή θα επεκταθεί σε όλους τους ανίκανους για εργασία ή πολύ φτωχούς.
Τα παιδιά όσων έπεφταν στο πεδίο της μάχης τρέφονταν και εκπαιδεύονταν από την πόλη μέχρι να συμπληρώσουν το 18ο έτος της ηλικίας τους. Όταν περνούσαν στην εφηβεία το κράτος, μάλιστα, τους δώριζε και πανοπλία. Πανάκριβη για την εποχή. Τα έξοδα δεν ήταν λίγα και αμελητέα καθώς ο αριθμός των ορφανών ήταν μεγάλος λόγω των συνεχών πολέμων. Οι αρχαίες πηγές μιλούν για «μέγα πλήθος ορφανών». Ένας θεσμός που ίσχυε από τον 6ο π.Χ. ακόμη αιώνα και ίσχυε σε πολλές πόλεις και όχι μόνο στην Αθήνα.
Ο μελετητής της αρχαίας πόλης Γκ. Γκλοτζ, αξιολογώντας το σύνολο των εκδηλώσεων κοινωνικής ασφάλισης, σημειώνει πολύ χαρακτηριστικά: «Εάν η πόλη αναγνώριζε με τον τρόπο αυτό ότι είχε καθήκοντα απέναντι στα άτομα, είναι γιατί στο κάτω κάτω δεν ήταν παρά το σύνολο των πολιτών.
Η άμεση διακυβέρνηση του λαού αναγκαστικά ευνοούσε την πλειονότητα (δηλαδή τους φτωχούς). Αλλά, όσο ζούσε ο Περικλής (πέθανε από το λοιμό το 429 π.Χ.) οι Αθηναίοι δεν συγχέανε τα άπειρα ιδιωτικά συμφέροντα με το κοινό συμφέρον. Οι υποχρεώσεις της πόλης απέναντι στους πολίτες έμπαιναν μπροστά από τις υποχρεώσεις των πολιτών απέναντι στην πόλη. Τις δέχονταν, λοιπόν, με προθυμία…».

Πρόνοια
Δημόσιοι μισθοί και μερίσματα:
Η κοινωνική πρόνοια για τους φτωχούς-άπορους διατρέχει και τη μισθολογική πολιτική της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι δημόσιοι μισθοί (δικαστικός, βουλευτικός, εκκλησιαστικός) λειτουργούσαν ως εργαλείο συμπλήρωσης του εισοδήματος για τους φτωχούς.
Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούσε και η κατασκευή μεγάλων δημόσιων έργων. Όποιος ήθελε δουλειά, τουλάχιστον στις περιόδους ακμής, είχε εξασφαλισμένο τον επιούσιο. Ακόμη και στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου η Αθήνα ήταν σε θέση να πληρώνει 1 δραχμή την ημέρα στους εργάτες του Ερεχθείου το 409-407 π.Χ.
Οι μισθοί θεσπίστηκαν για να μπορεί ακόμη και ο πιο φτωχός ν’ ασκεί τα πολιτικά του δικαιώματα, μετέχοντας στα διάφορα όργανα της πολιτείας. Ήταν, όμως, παραλλήλως και ένα μέσο οικονομικής ενίσχυσης των απόρων. Και μάλλον υπό το δεύτερο πρίσμα το έβλεπε η πλειονότητα.
Κάπου ο Αριστοφάνης μας λέει ότι κάποτε «όταν ένας ρήτορας πρότεινε στους Αθηναίους να ναυπηγήσουν τριήρεις και ο άλλος να διαθέσουν τα χρήματα για μισθούς, εκείνος που μίλαγε για μισθούς άφησε γρήγορα πίσω του τον άνθρωπο με τις τριήρεις». Φυσιολογικό ήταν οι εργάτες να προτιμούν τον μισθό από το μεροκάματο στα ναυπηγεία.
Ο δημόσιος μισθός επαρκούσε για τη στοιχειώδη διατροφή μιας οικογένειας. Στον «κοινωνικό μισθό» του Αθηναίου πολίτη υπάγονταν, βεβαίως, και τα θεωρικά. Αυτά ήταν χρήματα που πρόσφερε η Αθήνα στους άπορους πολίτες της, προκειμένου να παρακολουθούν τις θεατρικές παραστάσεις που οργανώνονταν στη διάρκεια των μεγάλων εορτών της. Σε περιόδους ειρήνης το κεφάλαιο για τα θεωρικά προερχόταν από έναν τακτικό μερισμό, πιθανόν όμως και από πλεόνασμα των εσόδων της πόλης. Το ποσό που συγκεντρωνόταν γι’ αυτό τον σκοπό πλεόναζε, ώστε να χρηματοδοτούνται και άλλες εργασίες.
Για τους φτωχούς μια από τις πιο σημαντικές πηγές εσόδων ήταν η μισθοδοσία από τη θητεία τους στο στράτευμα - και ήταν τόσοι πολλοί οι πόλεμοι τότε. Αλλά υπήρχαν κι εκείνοι που για διαφορετικούς λόγους δεν ήταν σε θέση να υπηρετήσουν στον στρατό.
Για όλους αυτούς την τελευταία δεκαετία του 5ου π.Χ. αιώνα καθιερώθηκε η περίφημη διωβελία (= δυο οβελοί). Ένας κατώτερος μισθός, που δικαιούνταν και έπαιρνε, ακόμη και στις εξαιρετικές συνθήκες του Πελοποννησιακού πολέμου, κάθε ηλικιωμένος ή ανήμπορος για τον πόλεμο πολίτης.

Όργανα και θεσμοί για λογαριασμό απόρων πολιτών:
Σιτοφύλακες: Είχαν υπό τον ασφυκτικό έλεγχό τους την αγορά και διάθεση των σιτηρών. Όριζαν ακόμη και την τιμή του ψωμιού. Μπορούσαν να επιβάλλουν ακόμη και την ποινή του θανάτου στους παραβάτες της νομοθεσίας και τους κερδοσκόπους.
Εστιάρχες: Από τις ελάχιστες πληροφορίες που υπάρχουν προκύπτει ότι ήταν δέκα (ένας για καθεμία από τις αθηναϊκές φυλές). Το καθήκον τους ήταν να εξασφαλίζουν τροφή σε όλους τους ελεύθερους πολίτες κατά τις μεγάλες αθηναϊκές γιορτές.
Διωβελία: Έκτακτη οικονομική ενίσχυση των φτωχών που εγκατέλειπαν τα χωράφια τους λόγω πολεμικών γεγονότων και δεν είχαν πόρους από εργατικά ή πολεμικά ημερομίσθια. Στην πράξη την έπαιρναν οι ανήμποροι και ηλικιωμένοι.
Θεωρικόν: Ποσό δύο οβελών (1/3 της δραχμής) που καταβαλλόταν σε φτωχούς Αθηναίους τις μέρες που δίνονταν παραστάσεις με αρχαίες τραγωδίες ή κωμωδίες. Ένα μέτρο κοινωνικής ευαισθησίας που συγκέντρωνε κατά καιρούς τα ολιγαρχικά πυρά.

Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

Ο επαναπατρισμός του Μενέλαου Λουντέμη



Το 1975, λίγους μήνες μετά την πτώση της χούντας, ξεσπά από τις σελίδες των ελληνικών εφημερίδων μια διαμάχη ανάμεσα στην τότε κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή και τον πασίγνωστο λογοτέχνη Μενέλαο Λουντέμη. Ο εβδομηντάχρονος τότε Λουντέμης είχε αυτοεξοριστεί στη Ρουμανία επί χούντας, αφού είχε περάσει ολόκληρη την μετεμφυλιακή εικοσαετία σε φυλακές και ξερονήσια λόγω των πολιτικών του φρονημάτων. Ήταν ασυμβίβαστος κομμουνιστής από τον καιρό που ήταν μαθητής, γι’ αυτό άλλωστε ήταν και ο μοναδικός πολυδιαβασμένος Έλληνας λογοτέχνης που δεν είχε βγάλει το σχολείο. Στην τετάρτη γυμνασίου είχε αποβληθεί από όλα τα γυμνάσια της χώρας επειδή έκανε ανοικτή προπαγάνδα υπέρ του ΚΚΕ, σε μια εποχή που το ιδιώνυμο ήταν σε πλήρη εφαρμογή και σάρωνε όποιον δήλωνε αριστερός.
Έκτοτε, ο Δημήτριος Μπαλάσογλου όπως ήταν το κανονικό του όνομα, βρισκόταν σε συνεχή διωγμό. Έκανε όποια δουλειά υπήρχε, λούστρος, λαντζέρης, ψάλτης, δάσκαλος, ηθοποιός σε μπουλούκια, βιβλιοθηκάριος, ενώ διάβαζε και μορφωνόταν μοναχός του. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1927, αλλά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, γράφοντας μέσα σε φυλακές και ερημονήσια εξορίας, πολλά απ’ τα έργα του όπως Οι κερασιές θ’ ανθίσουν πάλι, ένα παιδί μετράει τ’ άστρα και άλλα, έγιναν τεράστια best sellers στην ελληνική αγορά. Ήταν γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων του ΕΑΜ στην κατοχή και καταδικάστηκε σε θάνατο την περίοδο του εμφυλίου. Η ποινή δεν εκτελέστηκε βέβαια.
Ο επαναπατρισμός του το 1975, αν και εντασσόταν πλήρως στην μεγάλη υπόθεση της επιστροφής των πολιτικών προσφύγων του εμφυλίου και της χούντας, πήρε μεγάλες διαστάσεις διότι ο Λουντέμης ήταν πια διάσημος, ένας από τους πιο διαβασμένους Έλληνες συγγραφείς. Όσοι είχαν φύγει προς τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού κυρίως την περίοδο 1946-49 αλλά και μετά, είχαν χάσει την ελληνική ιθαγένεια ως έχοντες «αντεθνικήν δράση στο εξωτερικό». Το Σύνταγμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή του 1975 έλυσε το πρόβλημα καθώς πρόβλεπε πρώτα επαναπατρισμό τους με αίτηση και στην συνέχεια απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας μετά από μια τυπική κατάθεση τους σε επιτροπή δικαστικών.
Ο Μενέλαος Λουντέμης αρνήθηκε. «Είμαι Έλληνας, θέλω την ιθαγένεια μου» έγραφε σε εφημερίδες και σε όσους τον καλούσαν να κάνει μια τυπική αίτηση και να επιστρέψει. «Γιατί να ’ρθω στην Ελλάδα; Για ν’ ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες των υπηρεσιών ζητιανεύοντας πατρίδα; Η πικρή μου εμπειρία με προφύλαξε από τέτοιες ταπεινώσεις. Είμαι πολύ άρρωστος, πολύ κουρασμένος και προ πάντων πάρα πολύ κακοπαθημένος για να παίξω εθελοντικά την κωμωδία του Δημοσίου κινδύνου. Προτιμώ να ζήσω εκπατρισμένος και ελεύθερος, παρά επαναπατρισμένος και επιτηρούμενος. Δεν θα επαναπατριστώ για να ζητιανεύω πατρίδα».
Αυτά έγραφε, με το ίδιο πείσμα που είχε απαντήσει το 1958 στον δικαστή που τον ρώτησε γιατί δεν υπογράφει μια δήλωση μετάνοιας για να γλυτώσει αυτός και το παιδί του από τις ταλαιπωρίες και κακουχίες της εξορίας. «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ», είχε απαντήσει.
Η κυβέρνηση Καραμανλή μέσω του υπουργού δημόσιας τάξης Σόλωνα Γκίκα, έλεγε ότι δεν επρόκειτο να κάνει καμιά εξαίρεση από το νόμο. Το πράγμα ήταν πράγματι πολύπλοκο και λύθηκε οριστικά το 1982 από τον Παπανδρέου που επέστρεψε αυτομάτως την ιθαγένεια σε όσους Έλληνες το γένος την είχαν χάσει. Τελικά υπήρξε κάποιος συμβιβασμός, ο Λουντέμης έκανε αίτηση και η πολιτεία του χορήγησε αμέσως ιθαγένεια δίχως κατάθεση σε επιτροπή δικαστικών, οπότε ο μεγάλος λογοτέχνης επέστρεψε στην πατρίδα του το 1976. Τον είχαν πείσει οι δικοί του, καθώς η υγεία του χειροτέρευε από τα βάσανα που είχε περάσει. Του έγινε μεγάλη υποδοχή στο αεροδρόμιο. Έναν χρόνο αργότερα, ο Λουντέμης πέθανε από καρδιακή προσβολή την ώρα που οδηγούσε.

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Δωρεάν άρθρα Ψυχολογίας για κατέβασμα


Εκπαίδευση ενηλίκων κόντρα στο ρεύμα:
Δραματοθεραπεία - Μια εισαγωγή:
https://bit.ly/2AkBRjp

Κοινωνιολογικές διαστάσεις της σχολικής αποτυχίας:
https://bit.ly/2TNlvqx

Επαγγελματικός προσανατολισμός ατόμων με ψυχικές διαταραχές: Πιλοτικό πρόγραμμα Ιδρύματος Κοινωνικής Πρόνοιας Αγιάσου «Η Θεομήτωρ»:
https://bit.ly/2ZVxfeH

Η ανάγκη για κοινωνικούς επιστήμονες σήμερα:
https://bit.ly/36AqbFo

Δεν έγραψα καλά στις εξετάσεις
Ομολογίες απενοχοποίησης για γονείς και μαθητές:
https://bit.ly/2ZHkHY8

Ποιος φοβάται τον καθρέφτη; Η απειλή της δυσμορφοβοβίας:
https://bit.ly/2ZRsd2P

Υγεία και συμμετοχικότητα:
https://bit.ly/2TJInai

Η επίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος και του φύλου των μαθητών στη διαμόρφωση επαγγελματικών τύπων κατά την εφηβεία. Εμπειρική πανελλαδική έρευνα:
https://bit.ly/2M0Mr1F

Δεξιότητες Διεκδικητικότητας:
https://bit.ly/2ZE0thZ

Η ανατομία της ζήλειας:
https://bit.ly/2yCSGG4

Η ψυχολογική ερμηνεία των ερωτικών τριγώνων:
https://bit.ly/3c9eVRK

Νευρωτισμός και Σεξουαλικότητα:
https://bit.ly/2ywI2QY

Το ψέμα στις ερωτικές σχέσεις:
https://bit.ly/2X0CoQL

Οι νεκροί του Youtube:
https://bit.ly/3ehS8Ew

Τον γνωρίζετε;:
https://bit.ly/2X0gwFa

Το δώρο της μοναξιάς:
https://bit.ly/2Zwrdkk

Ταραντέλα:
https://bit.ly/36uDrLz

Μικρές δικτατορίες:
https://bit.ly/2TAgcuu

Εμπειρίες:
https://bit.ly/2LXEcDK

Ο εκπαιδευτικός αποκλεισμός ως γενεσιουργό αίτιο του κοινωνικού αποκλεισμού:
https://bit.ly/2TBBeJg

Ψυχολογία για αρχάριους:
https://bit.ly/3ehP63l

Απόπειρες αυτοκτονίας:
https://bit.ly/2A9hkOE

Προς έναν οικουμενικότερο εαυτό:
https://bit.ly/3bUUec5

Ψύχωση:
https://bit.ly/3cZdCpD

Απόφοιτος, Άγαμος αναζητά εργασία: Συμβουλές για φοιτητές:
https://bit.ly/36uRvVt

Συμβουλές για εκείνους που έχουν χάσει τα πάντα:
https://bit.ly/3bZQoyn

Τέχνη:
bit.ly/3e7ItjU

Δεν είναι άνοιξη:
bit.ly/2ZnRbGG

Τα αιρετικά της Κυριακής:
bit.ly/2TcZMbm

Η ομορφιά που πονάει:
bit.ly/3cThyZ2

Η ψυχή των νοημάτων:
bit.ly/3bTO8bY

Ο θρήνος των σκιών:
bit.ly/2TurSPf

Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Τίτος Πατρίκιος

   Σε βρίσκει η ποίηση

                          I

Εκεί πού αναρωτιέσαι για πράγματα που πρώτη φορά
αντικρίζεις
για πράγματα χιλιοειπωμένα που έχουνε πια περάσει
για πράγματα που ξαφνιάζουν κι ας γίνονται κάθε μέρα
για πράγματα που έλεγες δεν θα συμβούν ποτέ
και τώρα συμβαίνουν μπρος στα μάτια σου
γι’ άλλα που επαναλαμβάνονται μ’ ελάχιστες παραλλαγές
για πράγματα που πουλιούνται μόλις πιάσουν κατάλληλη τιμή
για πράγματα που σάπισαν με το πέρασμα του καιρού
ή που ήσαν σάπια απ’ την αρχή και δεν το έβλεπες
εκεί που απορείς για πράγματα που μπόρεσες να κάνεις
για πράγματα σοβαρά ή ανόητα που ρίσκαρες τη ζωή σου
για πράγματα σημαντικά που τα κατάλαβες αργότερα
για πράγματα που τα φοβήθηκες κι απέφυγες
ν’ αναλάβεις
για πράγματα που τα προγραμμάτισες και δεν σου βγήκαν
γι’ άλλα που τα σχεδίασαν άλλοι και βγήκαν διαφορετικά
για πράγματα που σου έτυχαν χωρίς να τα περιμένεις
για πράγματα που μόνο τα ονειρεύτηκες
και κάποτε, μία στις χίλιες, πραγματώθηκαν…

Εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση.

Ποίημα από τη συλλογή Σε βρίσκει η ποίηση (2012)

Τι σημαίνει το ποίημα:
Η ποιητική σύνθεση με τον τίτλο Σε βρίσκει η ποίηση εντάσσεται στην κατηγορία των ποιημάτων ποιητικής. Στις εννέα ενότητες που απαρτίζουν το έργο ο ποιητής επικεντρώνεται στα σημεία εκείνα όπου διασταυρώνονται η ζωή και η ποίηση: η ποίηση συναντά τον ποιητή, έστω και φευγαλέα, είτε εν θερμώ, όταν έρχεται αντιμέτωπος με τα μικρά ή τα μεγάλα, τα ιδιωτικά ή τα δημόσια γεγονότα του πολυκύμαντου βίου του, είτε στη φάση του αναστοχασμού που επέρχεται με το πέρασμα του χρόνου. Έτσι, στον απολογισμό ζωής που επιχειρεί, ο Τίτος Πατρίκιος επιστρέφει επίμονα στο παρελθόν και μιλάει για όσα τον σημάδεψαν, αλλού σε τόνο εξομολογητικό, αλλού με ελεγχόμενη συγκίνηση και αλλού με κριτική ματιά για πράξεις και παραλείψεις οδυνηρές.
Στην τελευταία ενότητα η υπόρρητη προσδοκία του ποιητή για την οριστική κατάκτηση της ποίησης διαψεύδεται, καθώς εκείνη παραμένει απατηλή μέσα στις συνεχείς μεταμφιέσεις της, άπιστη στις υποσχέσεις της, παραπλανητική, αινιγματική:
σε πείθει σαν άπιστη ερωμένη πως είναι δική σου μόνο (...)
σου φουσκώνει τις ουτοπίες όσο να σκάσουν σαν μπαλόνι (...)
σου ψιθυρίζει μυστικά που πρέπει εσύ να εξιχνιάσεις (...)
Και όταν στο τέλος η ποίηση αποφασίζει να ανταμείψει τον ποιητή για την αφοσίωσή του, τότε, κατά σχήμα οξύμωρο, «[τ]ου αποκαλύπτει την αλήθεια, [τ]ου λέει καθαρά πως ανήκει σε όλους». Η κατακλείδα της ποιητικής σύνθεσης «Εκεί απάνω η ποίηση βρίσκει τον καθένα μας» φωτίζει αναδρομικά το έργο και μας αποκαλύπτει ότι η ποίηση δεν αποτελεί προνόμιο του ποιητή· η ποίηση συναντά τον καθένα μας, βρίσκεται παντού, αρκεί να μπορείς να την αναγνωρίσεις. Η αιρετική αυτή θέση συνιστά την πρωτοτυπία του Σε βρίσκει η ποίηση ως ποιήματος ποιητικής, ή με άλλα λόγια: αυτό ακριβώς είναι το σημείο που ο αυτοβιογραφούμενος ποιητής συναντά τη βιογραφία του καθενός, το σημείο όπου συναντώνται η ποιητική και η πολιτική ηθική.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Το γιατρικό της αμόλυντης λογοτεχνίας

Το διάβασμα είναι μια από τις πιο μοναχικές τέχνες. Προσωπικά το θεωρώ μία δημιουργική ενασχόληση. Να μπορείς να συγκεντρώνεσαι πάνω σε ένα κείμενο, να το αφουγκράζεσαι αλλά και να το κάνεις δικό σου. Η προσωπική ανάγνωση απαιτεί συνήθως μια εσωτερική απομόνωση και όχι να σου επιβάλλεται εξωτερικά.
Έφηβος, όταν αρρώσταινα, καθόμουν στο σπίτι και αποτελείωνα ένα ολόκληρο μυθιστόρημα. Μάλιστα μια φορά «ανέβασα πυρετό» παραπάνω, για να τελειώσω το «Ανθρώπινο κτήνος» του Ζολά - το θυμάμαι ακόμη.
Στα κοινωνικά δίκτυα πολλοί αναφέρουν ότι δεν μπορούν να συγκεντρωθούν σε ένα βιβλίο. Για εμένα, που το διάβασμα ήταν μια καθημερινότητα, εξακολουθεί να παραμένει, αλλά οι περιστάσεις το καθιστούν ακόμη πιο αδέσμευτο.
Τώρα, περισσότερο από ποτέ, αναζητώ την ουσία της ανάγνωσης. Αυτή η ουσιαστική ανάγνωση δεν έχει ανάγκη καμιάς επίδειξης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν ασκώ πρωταθλητισμό ανάγνωσης ούτε διεκδικώ τον τίτλο του εκλεκτού αναγνώστη. Επανέρχομαι στην εφηβεία μου, χάνομαι μέσα στο κείμενο και ας είναι ό,τι θέλει.
Κρατώντας το βιβλίο στο χέρι αισθάνομαι μια τρυφερότητα, μια σιγουριά, λες και εγείρονται οι συγγραφείς και συνομιλούν μαζί μου. Δεν βιάζομαι να αποτελειώσω πολλά βιβλία. Οι ώρες του διαβάσματος είναι διάσπαρτες σε όλη τη διάρκεια της μέρας και της νύχτας που τείνουν να ενοποιηθούν σε έναν αλλόκοτο χωροχρόνο.
Αφοσιώνομαι στο κείμενο. Αν στην εφηβεία μου έκλεβα χρόνο για διάβασμα, τώρα -τι ειρωνεία!- ο χρόνος αυτός ξανακερδίζεται.
Και να η θαυματουργή ίαση της λογοτεχνίας. Τέτοια κείμενα έρχονται και γιατρεύουν την ψυχή. Χαμένοι και σωσμένοι χαρακτήρες σε παρασύρουν με τις ιστορίες τους. Γιατί η λογοτεχνία είναι αμόλυντη, κανένας ιός δεν θα τη μεταλλάξει, θα είναι πάντα εκεί και τα λογοτεχνικά αντισώματα θα μεταμορφώνουν τις ψυχές μας και θα μας οπλίζουν με κουράγιο.

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι συγγραφέας. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στον ημερήσιο τύπο (διασκευή).

Γράφειν

Από τότε που ο καθένας μας εισέρχεται μέσα στη ροή του χρόνου, αρχίζει να γράφει. Γράφει μες στη μνήμη του, γράφει με το χέρι του, γράφει με τα έργα του. Διαισθάνεται πως η γραφή αυτή θα αντισταθεί, αν δεν ακυρώσει, το φευγαλέο της ύπαρξής του μέσα στον κόσμο. Και πως θα «σώσει» από την καταστροφική λήθη και τον ίδιο, και τους άλλους και την Ιστορία.
Πριν ακόμη το παιδί αρχίσει να γράφει, πριν του μάθουν, όσοι γνωρίζουν, να γράφει, έχει κιόλας εγγράψει στην τρυφερή μεμβράνη της μνήμης του τις πρώτες του εντυπώσεις από τη ζωή. Έχει γράψει μέσα στην καρδιά του, με στοργή κι εμπιστοσύνη, τους δικούς του, αρχίζει να γράφει τους οικείους του, τους συγγενείς του, κατόπιν τους φίλους του. Κι όσο προχωρεί μέσα στον χρόνο παλεύει να καταγράψει όλο τον κόσμο που γνωρίζει, τον κόσμο του. Αυτές οι πράξεις της γραφής του προσβάλλονται κάθε τόσο από τη λήθη, οι γραφές κατατρώγονται από τον χρόνο, όπως εκείνες που χάραζαν οι παλιοί άνθρωποι στα μάρμαρα. Και όσο βαραίνει μέσα και πάνω του ο χρόνος, τόσο ο καθένας προσπαθεί να περιφρουρήσει τις γραφές του βίου του, ώστε να αναγιγνώσκονται εύκολα. «Σ’ έχω γράψει στην καρδιά μου», «είναι γραμμένο στη μνήμη μου», «απομένει ανεξίτηλο μέσα μου» -εκφράσεις της καθημερινής ζωής- αυτής που φεύγει, αυτής που ανασπά από τον κόσμο τους δικούς μας, τους συγγενείς και φίλους.
Πλάσματα γεννημένα για να γράφουν οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι. Κι ανάμεσά τους πολλοί που κατορθώνουν να γράψουν το όνομά τους σε μια οικογένεια, σε μια επιχείρηση, σ’ ένα επάγγελμα. Μέσα στην Ιστορία του κόσμου, οι φημισμένοι, οι άξιοι, οι μεγάλοι οι ήρωες. Μέσα στην Ιστορία των Επιστημών, οι σπουδαίοι. Μέσα στην Ιστορία της Εκκλησίας, οι άγιοι. Μέσα στην Ιστορία των Γραμμάτων, οι αυθεντικοί συγγραφείς. Όλοι αυτοί, καθένας με τον τρόπο του, γράφουν.
Από όλους ωστόσο τους ανθρώπους που το θείο ριζικό τους είναι να γράφουν, εκείνοι που γράφουν μ’ έναν τρόπο πασιφανή, επίσημο, είναι οι συγγραφείς. Ποιητές, στοχαστές, μυθιστοριογράφοι γράφουν και ξαναγράφουν τον εαυτό τους και τους άλλους, τον κόσμο που βλέπουν κι εκείνον που δεν βλέπουν και που ωστόσο τον θεωρούν εξίσου πραγματικό.
Γιατί όλοι αυτοί, όλοι όσοι γράφουν, επιμένουν να γράφουν, ενώ έχουν βεβαιωθεί πως θα βγουν κάποια στιγμή από τον κόσμο, καθώς κι ο ίδιος ο κόσμος -αφού ό,τι έχει αρχή θα έχει κι ένα τέλος- θα βγει κάποτε από τον εαυτό του; Ίσως γιατί το γράφειν -συνειδητό ή όχι, εκούσιο ή και ακούσιο, φανερό ή και κρυφό- αποτελεί την έσχατη, ακραία παρηγοριά για τη θνητότητα που τους πολιορκεί και που τελικά τους καταβάλλει. Αυτή τη θνητότητα που φαρμακώνει την ύπαρξη και τη συνείδηση του ανθρώπου με το φαρμάκι της ματαιότητας, πολεμά και εξορκίζει, και αρνείται η πράξη του γράφειν.

Ο Κώστας Ε. Τσιρόπουλος (1930-2017) ήταν συγγραφέας, μεταφραστής και εκδότης. Το κείμενο «Γράφειν» ανήκει στη συλλογή δοκιμίων «Η Μόνωση ως Συνομιλία» (2003).

Η προσωπική τέχνη

Είναι, δίχως αμφισβήτηση, αλήθεια πως με τα ερεθίσματα για σκέψη και κρίση, σύγκριση και ταύτιση, πολλές φορές η ανάγνωση σφυρηλατεί τον χαρακτήρα και ανοίγει τον δρόμο στην αυτογνωσία. Κι αυτό γιατί το διάβασμα είναι μια εναλλακτική πηγή εμπειρίας. […]
Τι μας κάνει να γράφουμε και στην περίπτωσή μας να διαβάζουμε ιστορίες; Νομίζω η απάντηση είναι απλή. Οι ιστορίες είναι αναγνωρίσιμες δομές και σε αυτές βρίσκουμε νόημα. Χρησιμοποιούμε τις ιστορίες για να κατανοήσουμε τον κόσμο και να μοιραστούμε αυτήν την εμπειρία μας με τους άλλους. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι αφηγήσεις ήταν απαραίτητες στον άνθρωπο εδώ και χιλιάδες χρόνια. […] Ο άνθρωπος δεν θα πάψει ποτέ να τις αναζητά και να διδάσκεται απ’ αυτές.
Κι όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα αντιμετωπίζουν το διάβασμα ως το χόμπι ενός εσωστρεφούς χαρακτήρα. Μια σιωπηλή δραστηριότητα για ένα πρόσωπο που αρέσκεται στην ησυχία, αφαιρουμένων των φωνών με τις οποίες γεμίζει το κεφάλι του και οι οποίες προέρχονται από το κείμενο που αναγιγνώσκει. Αλλά στα 5.000 περίπου χρόνια που οι άνθρωποι γράφουν και διαβάζουν, όπως το αντιλαμβανόμαστε, η κοινωνική ατομική αυτή δραστηριότητα - ένας άνθρωπος με ένα βιβλίο - είναι μια σχετικά νέα μορφή διάθεσης ελεύθερου χρόνου.
Για αιώνες, οι Ευρωπαίοι που μπορούσαν να διαβάσουν, το έκαναν δυνατά. Οι αρχαίοι Έλληνες διάβαζαν τα κείμενά τους φωναχτά. Το ίδιο συνέβαινε και με τους μοναχούς της σκοτεινής εποχής της Ευρώπης. Αλλά μέχρι τον 17ο αιώνα, η κοινωνία της ανάγνωσης στην Ευρώπη είχε αλλάξει δραστικά. Οι τεχνολογίες κειμένου, όπως ο κινητός τύπος, και η άνοδος της λαϊκής γραφής βοήθησαν στην προώθηση της πρακτικής που αγαπάμε σήμερα: διαβάζουμε λέξεις, χωρίς να τις εκφέρουμε φωναχτά, επιτρέποντας σε αυτές να οικοδομήσουν σιωπηλά έναν διαφορετικό κόσμο στον νου μας.
Η ανάγνωση είναι ένας τρόπος να σκέφτεσαι μέσα από το μυαλό ενός άλλου ανθρώπου, με αποτέλεσμα να σε κάνει να αναπτύσσεις το δικό σου. Ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, εκείνο που γινόμαστε εξαρτάται από το τι διαβάσαμε, όταν οι δάσκαλοι τελείωσαν με μας. Προσωπικά, κατάλαβα πολύ νωρίς ότι το διάβασμα ήταν μια εντελώς ατομική υπόθεση (όσο πιο νωρίς το αντιλαμβάνεσαι αυτό τόσο πιο καλά) και ρίχτηκα με τα μούτρα σε ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια μου. Σχεδόν αποκλειστικά σε εξωσχολικά αναγνώσματα.
Κάθε άνθρωπος, όταν διαβάζει, μεγεθύνει τους τρόπους με τους οποίους υπάρχει στον κόσμο. Οι αναγνώστες θεωρούνται όλο και περισσότερο συν-συγγραφείς. Η χειρονομία, η κατάθεση του συγγραφέα ο οποίος επινοεί, δεν σημαίνει πλέον μόνο μια οριζόντια σχέση πομπού - δέκτη. Δημιουργείται και ένας χώρος που απλώνει, και σε κάθε συγγραφέα αντιστοιχούν πληθώρα μοναδικών αναγνωστών που «ξαναγράφουν», ερμηνεύουν το βιβλίο του.
Ο χρόνος για ανάγνωση είναι οπουδήποτε: δεν απαιτείται συσκευή, δεν υπάρχει χρόνος και χώρος. Είναι η μόνη «τέχνη» που μπορεί να ασκηθεί σε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, όποτε έρχεται η κλίση, έρχεται και ο χρόνος, δηλαδή ο χρόνος για ανάγνωση. Διαβάζει κανείς σε χαρά ή θλίψη. Ειδικά σε θλίψη, ή σε ασθένεια, το βιβλίο για την υγεία ή την ασθένεια που διαβάζουμε δεν είναι αυτό που σκέφτεται για μας, αλλά αυτό που μας κάνει να σκεφτούμε. Πιστεύουμε ότι ο πόνος και η θλίψη μας είναι πρωτοφανείς στην ιστορία του κόσμου, αλλά στη συνέχεια διαβάζουμε: «Υπήρξαν βιβλία που με δίδαξαν ότι τα πράγματα που με βασάνιζαν ήταν τα ίδια εκείνα πράγματα που με έφερναν σε επαφή με όλους τους ανθρώπους που υπήρξαν ζωντανοί ή που δεν έζησαν ποτέ», είπε ο αμερικανός συγγραφέας και ακτιβιστής James Baldwin. […]
Οι καλύτερες στιγμές στην ανάγνωση είναι όταν συναντάμε κάτι - μια σκέψη, ένα συναίσθημα, έναν τρόπο να κοιτάζουμε τα πράγματα - που σκεφτήκαμε πως είναι γραμμένο ειδικά για μας. Όταν το βρούμε, συνειδητοποιούμε πως έχει καταγραφεί από κάποιον άλλο, από ένα πρόσωπο που δεν γνωρίσαμε ποτέ, ένα πρόσωπο που μπορεί και να μην υπάρχει πια. Είναι σαν να έχει έρθει ένα χέρι και να έχει πάρει το δικό μας. «Ένας αναγνώστης ζει χιλιάδες ζωές πριν πεθάνει. Ένας μη αναγνώστης μόνο μία», λέει ο αμερικανός συγγραφέας George R.R. Martin. Η ανάγνωση πολλαπλασιάζει το εν δυνάμει μας, το μεγεθύνει, το οδηγεί σε θαυμαστά και άγνωστα πεδία, μέσα από πολυποίκιλες ατραπούς που δεν θα φανταζόμασταν ποτέ, για να μας παραδώσει μετά το τέλος της ανάγνωσης και πάλι τον εαυτό μας, αλλαγμένο. Τα βιβλία είναι φορητή μαγεία. Σε όποια μορφή πλέον, πάνε παντού, μας δίνουν τη δυνατότητα να τα μεταφέρουμε εύκολα σε μια βαλίτσα, σε ένα σακίδιο, σε μια σακούλα, σε ένα κινητό ή να τα εναποθέσουμε, με την απόλαυση της παρατατικότητας*, στις βιβλιοθήκες μας.

* παρατατικότητα: διάρκεια.

Άρθρο του συγγραφέα Αλέξη Σταμάτη, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 09/02/2020 (διασκευή).

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

Κική Δημουλά

Πρόσεχε

Όταν στρώνεις το τραπέζι
πριν καθίσεις
να ελέγχεις σχολαστικά
την αντικρινή σου καρέκλα
αν είναι γερή μήπως τρίζει
μήπως χαλάρωσαν οι εγκοπές
μήπως φαγώθηκαν οι αρμοί
αν υποσκάπτει το σκελετό
σκουλήκι
γιατί εκείνος που δεν κάθεται
γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύς.