Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Ο ΕΝΦΙΑ του Τρικούπη


Στις 18 Απριλίου 1895, έγιναν στη χώρα οι πασίγνωστες εκλογές που άφησαν πίσω τους την σημαδιακή φράση του Χαρίλαου Τρικούπη, «ανθ’ ημών Γουλιμής, καληνύχτα σας». Την εκστόμισε στο σπίτι του το βράδυ των εκλογών, όταν έμαθε πως όχι μόνο το κόμμα του καταποντίστηκε αλλά ότι και ο ίδιος δεν εκλέχτηκε καν βουλευτής στην Αιτωλοακαρνανία όπου ήταν υποψήφιος. Κάποιος Γουλιμής, πρώην δικός του βουλευτής που είχε αποστατήσει στο κόμμα του Δηλιγιάννη του είχε αρπάξει την βουλευτική έδρα.
Ο Τρικούπης ήταν ένας από τους πιο εξαίρετους πολιτικούς που πέρασαν ποτέ από τον τόπο. Άφησε πίσω του τεράστιο θεσμικό, αλλά και εκσυγχρονιστικό έργο. Μεταξύ άλλων, αυτός υποχρέωσε τον βασιλιά Γεώργιο να αποδεχτεί την περίφημη «αρχή της δεδηλωμένης» που ως τότε δεν υπήρχε. Τα έντεκα χρόνια που ήταν πρωθυπουργός άλλαξε τη χώρα με έργα μεγάλης κλίμακας. Αποξέρανε την Κωπαΐδα, πήρε δώδεκα χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής και άφησε σχεδόν χίλια, άνοιξε την διώρυγα της Κορίνθου, έφερε νερό στην Αθήνα που διψούσε και γενικώς έβαλε μπροστά ένα πελώριο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, που βελτίωσε πολύ τις υποδομές της χώρας και πρόσφερε προσωρινή δουλειά σε χιλιάδες εργάτες.
Το πάγιο πρόβλημα με τα μεγάλα έργα είναι ότι κοστίζουν πολύ όταν υλοποιούνται, αλλά αποδίδουν πολύ αργότερα και όχι άμεσα αλλά μέσω της γενικής οικονομικής ανάπτυξης. Για να κάνει όλα τούτα τα πελώρια έργα, ο Τρικούπης αύξησε πολύ τον εξωτερικό δανεισμό της χώρας, γεγονός που τον οδήγησε στις 10 Δεκεμβρίου 1893 να πει το περιβόητο «δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Από κείνη τη στιγμή και για δυο ολόκληρα χρόνια, στην Αθήνα γινόταν της κακομοίρας. Η πτώχευση έφερε λαϊκή φτώχεια, με αποτέλεσμα χιλιάδες διαδηλωτές να κατεβαίνουν σχεδόν καθημερινά στο κέντρο της Αθήνας, παροξυνόμενοι από την πιο λαϊκίστικη αντιπολίτευση που είχε ως τότε η Ελλάδα, την αντιπολίτευση του Δηλιγιάννη.
Ο Τρικούπης αύξανε συνεχώς τους φόρους, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας. Γι’ αυτό και είχε δεκάδες παρατσούκλια, τα περισσότερα από τα οποία ήταν χάρμα λεκτικής εφευρετικότητας. Πρώτο και καλύτερο ήταν το «φορομπήχτης», αλλά και το «πετρέλαιος» από τον φόρο που είχε βάλει στο φωτιστικό πετρέλαιο. Στις 5 Ιανουαρίου του 1895 έγινε μεγάλη διαδήλωση μπροστά στην Παλιά Βουλή με συνθήματα όπως «Κάτω οι φορομπήχται», «Κάτω ο Άγγλος», «Όξω οι ποσοπαίρνηδες», «Θα σας κάψουμε όλους» και άλλα φανατικά παρόμοια που μοιάζουν πολύ με τα συνθήματα της εποχής μας.
Τρεις μέρες αργότερα, στις 8 Ιανουαρίου του 1895 έγινε άλλη μεγαλύτερη διαδήλωση στο Πεδίον του Άρεως, με βασικό σύνθημα «ανάθεμα στον προδότη». Αυτή η διαδήλωση αποδείχτηκε καθοριστική για τον Τρικούπη, αφενός διότι είχε πολύ κόσμο και αφετέρου διότι πήρε μέρος σ’ αυτήν ο διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος. Η μεγάλη διαδήλωση έγινε διότι ο Τρικούπης είχε την φαεινή ιδέα να βάλει έναν καινούριο φόρο επί των ακινήτων, έναν ΕΝΦΙΑ της εποχής δηλαδή.
Όπως εξηγούσε ο Τρικούπης, η αγορά ακινήτων των οποίων η αξία ανέβαινε συνεχώς, ήταν ο βασικός τρόπος να επενδύουν και να ξεπλένουν τα λεφτά τους οι φοροκλέπτες του κράτους, που ήταν πάμπολλοι τότε όπως ακριβώς και σήμερα. Όμως η πρωτοφανής συμμετοχή στην αντικυβερνητική διαδήλωση του ίδιου του διαδόχου του θρόνου, επισημοποίησε την απόλυτη ρήξη ανάμεσα στην κυβέρνηση και το παλάτι, εξαναγκάζοντας τον Τρικούπη να υποβάλλει παραίτηση και να πάει στις εκλογές όπου καταποντίστηκε. Ο κόσμος που διαδήλωνε επευφημούσε τον διάδοχο θεωρώντας τον έναν απ’ αυτούς, που υπεράσπιζε το δίκιο των φτωχών ανθρώπων.
Όμως ο Κωνσταντίνος, κατ’ εντολήν του πατέρα του βασιλιά Γεώργιου, πήγε στην διαδήλωση για άλλο λόγο. Η προσωπική περιουσία της βασιλικής οικογένειας στο Τατόι, στην Ηλεία, τα Επτάνησα και αλλού, ήταν πάνω από μισό εκατομμύριο στρέμματα, χώρια τα σπίτια και τα μέγαρα. Όλα τούτα δεν εξαιρούνταν από τον φόρο ακινήτων του Τρικούπη, μόνο που οι γαλαζοαίματοι δεν είχαν καμιά διάθεση να βάλουν το χέρι στην βασιλική τους τσέπης. Την επομένη των εκλογών, ενώ ο ηττημένος Τρικούπης αυτοεξοριζόταν στην Γαλλία, ο Δηλιγιάννης κατάργησε τον φόρο ακινήτων.

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Οι 30 αθάνατες φράσεις του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη


1. «Ξέρω τώρα. Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λέφτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο».

2. «Μια αστραπή η ζωή μας... μα προλαβαίνουμε».

3. «Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά».

4. «Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν’ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα».

5. «Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις - το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ’ναι πολύ αργά».

6. «Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος».

7. «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή».

8. «Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ…».

9. «Ολάνθιστος γκρεμός της γυναικός το σώμα».

10. «Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ’ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;».

11. «Τα τετραθέμελα του κόσμου τούτου: ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα».

12. «Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα».

13. «Η Κρήτη δεν θέλει νοικοκυραίους, θέλει κουζουλούς. Αυτοί οι κουζουλοί την κάνουν αθάνατη».

14. «Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: "Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;". Πολέμα!».

15. «Νίκησα; Νικήθηκα; Τούτο μόνο ξέρω: Είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι όρθιος».

16. «Αν μπορείς, κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει».

17. «Όσο υπάρχουν παιδιά που πεινούν, Θεός δεν υπάρχει».

18. «Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο -ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο».

19. «Κάθε Έλληνας που δεν παίρνει, ας είναι και μια φορά στη ζωή του, μια γενναία απόφαση, προδίνει τη ράτσα του».

20. «Η αιωνιότητα είναι ποιότητα, δεν είναι ποσότητα, αυτό είναι το μεγάλο, πολύ απλό μυστικό».

21. «Σα δεν φτάσει ο άνθρωπος στην άκρη του γκρεμού, δεν βγάζει στην πλάτη του φτερούγες να πετάξει».

22. «Θεός δεν είναι; Ό,τι του καπνίσει κάνει. Αν δεν μπορούσε να κάμει αδικίες, τι παντοδύναμος θα ’ταν;».

23. «Ό,τι επιθυμείς να το φωνάζεις δυνατά, αγρίμι να γίνεσαι. Δεν ταιριάζει η μετριότητα με τη λαχτάρα».

24. «Η ζωή όλη είναι μια φασαρία. Μόνο ο θάνατος δεν είναι. Η ζωή είναι όταν λύνεις το ζωνάρι σου και ζητάς φασαρίες».

25. «Φτάσε όπου δεν μπορείς!».

26. «Δεν υπάρχει βαρύτερη τιμωρία από τούτη: Να απαντάς στην κακία με καλοσύνη».

27. «Το μεγαλύτερο ταξίδι μας το κάνουμε με την ψυχή μας».

28. «Αξιοπρέπεια δεν είναι στο να κατέχω τιμές, αλλά στο να τις αξίζω».

29. «Ποιο είναι πάνω από τα λόγια; Η πράξη. Ποιο είναι πάνω από την πράξη; Η σιωπή».

30. «Μπόρα είναι μαθές η ζωή, θα περάσει».

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Ναπολέων Λαπαθιώτης: Ποίηση, πάθη και τραγικό τέλος


Στις 8 Ιανουαρίου του 1944, ένα βαρύ χειμωνιάτικο ξημέρωμα, ένας πυροβολισμός αναστάτωσε τους πρόποδες του λόφου του Στρέφη στην Αθήνα. Ήταν η πιο μαύρη περίοδος της Κατοχής, με τους εκνευρισμένους από την επερχόμενη ήττα Γερμανούς να πυροβολούν με το παραμικρό και τους οπλισμένους αντιστασιακούς να κυκλοφορούν δίχως πολλούς φόβους. Οι γείτονες δίστασαν πολύ πριν σπάσουν την πόρτα και να μπουν στο μεγάλο νεοκλασικό απ’ όπου ακούστηκε ο πυροβολισμός, στη γωνία Κουντουριώτου και Οικονόμου, στα Εξάρχεια.
Το μέγαρο είχε γνωρίσει μεγάλες δόξες παλιότερα, όμως τότε το βρήκαν σχεδόν άδειο, κρύο και θλιβερό, με τον μοναδικό πλέον ιδιοκτήτη και ένοικο του πεσμένο στο πάτωμα μέσα σε μια λίμνη αίματος. Είχε αυτοπυροβοληθεί με ένα στρατιωτικό περίστροφο. Οι γείτονες έκαναν τον σταυρό τους και κούνησαν το κεφάλι τους με ένα μείγμα συμπόνιας και καταφρόνιας. Ο νεκρός που έβλεπαν στο πάτωμα δεν ήταν παρά η θλιβερή σκιά του πάλαι ποτέ μεγάλου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Κι όμως είχε γεννηθεί με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Ο πατέρας Λεωνίδας Λαπαθιώτης, αξιωματικός καριέρας, έφτασε στο βαθμό του αντιστρατήγου, έγινε βουλευτής και έφθασε υπουργός στρατιωτικών το 1909. Η μάνα του ήταν ανιψιά του Χαριλάου Τρικούπη. Το σπίτι είχε χρήμα, δόξα, μόρφωση, αριστοκρατικές επαφές. Και ο μικρός Ναπολέων, από μικρός έδειξε την κλήση του προς τα γράμματα, τη λογοτεχνία, την ποίηση. Έμαθε αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ζωγραφική, πιάνο, σπούδασε στη νομική Αθηνών και σχετικά νέος ακόμη, ήταν ήδη ένας από τους διάσημους Έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου.
Έγραφε ποιήματα, πεζογραφήματα, δοκίμια, έκανε μεταφράσεις, μετείχε στην έκδοση του πρωτοποριακού λογοτεχνικού περιοδικού Ηγησώ. Επηρεασμένος από τον ρομαντισμό και το πνεύμα του αισθητισμού του Όσκαρ Ουάιλντ, συνεργαζόταν με όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής, ήταν φίλος του Σικελιανού και αλληλογραφούσε με τον Καβάφη. Τον Αλεξανδρινό ποιητή είχε γνωρίσει το 1917, όταν επισκέφθηκε μαζί με τον πατέρα του την Αίγυπτο για να στρατολογήσει εθελοντές για το κράτος της Θεσσαλονίκης που είχε στήσει ο Βενιζέλος στον Διχασμό. Βιοποριστικό πρόβλημα δεν είχε, λεφτά υπήρχαν στην οικογένεια.
Κι όμως ο χαρακτήρας, τα πάθη και οι ιδιαιτερότητες του όρισαν τελικά την τραγική μοίρα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ήταν δηλωμένος ομοφυλόφιλος σε μια εποχή που δεν σήκωνε τέτοιες σεξουαλικές παρεκτροπές. Στις προσωπικές του σημειώσεις, ο ίδιος ο Λαπαθιώτης είχε γράψει: «Αν ποτέ μου δοθεί η ευκαιρία να γράψω την αυτοβιογραφία μου, εκείνο που πρέπει να τονίσω, πρώτο-πρώτο, είναι το εξής: ότι ποτέ, σε καμία στιγμή της ζωής μου, δεν θεώρησα ελάττωμα την υλικήν αποστροφή μου στη γυναίκα, και την έλξη μου από το ίδιο μου το φύλο. Αλλά απεναντίας, αυτή την ιδιότητά μου, τη θεώρησα πάντα όχι σαν αδυναμία, αλλά σαν μια ωραία και καινούργια δύναμη, μια προηγμένη και ανώτερη τάση, για την οποία ήμουν πάντα περήφανος! Και άλλοι ας νομίζουν ό,τι θέλουν!».
Ήταν επίσης εθισμένος σε ναρκωτικές ουσίες που τελικά τον έριξαν στην δυσεύρετη ηρωίνη. Εθισμός και ομοφυλοφιλία είχαν μετατρέψει όλη του τη ζωή σε μια θεατρική παράσταση αντικοινωνισμού. Ντυνόταν εξεζητημένα, προκαλούσε με τις εμφανίσεις του, με τις πράξεις του και τα γραπτά του, ενώ χωνόταν δίχως προφυλάξεις στα στέκια του υποκόσμου αναζητώντας ναρκωτικά και εραστές. Ψυχολογικά ασταθής, δεμένος άρρωστα με τη φιγούρα της μητέρας του, σε μόνιμη σύγκρουση με τον γέρο στρατηγό πατέρα του, ανήμπορος να συμμαζέψει τα οικονομικά του, άρχισε σταθερά να παρακμάζει ως προσωπικότητα. Στις αναλαμπές του έγραφε υπέροχα λυρικά και καλοδουλεμένα ποιήματα, όμως μετά τον θάνατο των γονιών του πήρε την κάτω βόλτα.

Από το 1930 και μετά, αλλά κυρίως μέσα στις κακουχίες της Κατοχής, εξανέμισε την περιουσία του, πούλησε τα έπιπλα του σπιτιού, το πιάνο, την τεράστια βιβλιοθήκη με τα σπάνια βιβλία, ενώ η ηρωίνη τον ισοπέδωνε μέρα με τη μέρα. Στα 56 του χρόνια, το 1944, παρέδωσε τα όπλα του στρατηγού πατέρα του στον ΕΛΑΣ Εξαρχείων, κράτησε ένα περίστροφο και αυτοπυροβολήθηκε ένα χειμωνιάτικο ξημέρωμα. Ήταν τόσο μπατίρης, που οι φίλοι του τον κήδεψαν κάνοντας έρανο μεταξύ τους. Τον κράτησαν όμως τέσσερις ολόκληρες μέρες στο φέρετρο πριν τον κατεβάσουν στον τάφο, όπως ο ίδιος τους είχε βάλει να ορκιστούν. Ανάμεσα στις χιλιάδες άλλες φοβίες του, είχε και την πεποίθηση ότι θα πάθαινε νεκροφάνεια και θα ξυπνούσε μέσα σε ένα σκοτεινό φέρετρο κάτω από τη γη.

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Μπέρτολτ Μπρεχτ

Άραγε η βλακεία οδηγεί στην κακία ή η κακία οδηγεί στην βλακεία;

«Άραγε η βλακεία οδηγεί στην κακία ή η κακία οδηγεί στην βλακεία;».
- Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και τα δυο δεν είναι παρά συμπτώματα. Η βαθύτερη αιτία είναι η δυσανεξία απέναντι σε ένα απύθμενο εσωτερικό κενό… Ο βλαξ το υποψιάζεται, αλλά καθώς αδυνατεί να το παραδεχτεί, το απωθεί. Το παραγεμίζει είτε σωματικά -λαιμαργία- είτε στρεφόμενος προς τον εξωτερικό κόσμο: με κακία. Προσπαθώντας να επιβάλλει την εξουσία του ελπίζει να ξεχάσει την εσωτερική του κενότητα. Αλλά εκείνη επιστρέφει τα βράδια καθώς ετοιμάζεται να κοιμηθεί… ή τα πρωινά λίγα δευτερόλεπτα πριν ανοίξει τα ματιά του. Φαύλος κύκλος.
«Ποιο είναι το μεγάλο μυστικό του βλάκα;» ρώτησαν κάποτε τον κ. Κόινερ. «Αυτό που τον κάνει ακατανίκητο, ανυπέρβλητα κακό και πάντα νικητή;».
- Το μεγάλο μυστικό του βλάκα, χμ, για να σκεφτώ λίγο… Ε… μάλλον ότι δεν του περνά καν από το μυαλό, δεν διανοείται ότι μπορεί για μια στιγμή να ’χει άδικο. Κι αν του περάσει μια στάλα υποψίας από το μυαλό, γρήγορα τη διώχνει. Αυτός βλαξ; Ποτέ των ποτών. Οι άλλοι είναι πάντα. Έτσι γίνεται αδίσταχτα θρασύς, υπέροχα επικίνδυνος, ανυπέρβλητα αλαζονικός. Και πείθει. Γιατί πάντα υπάρχουν αρκετοί βλάκες για να σχηματίσουν μια πλειοψηφία. Αυτό είναι το μυστικό όπλο του βλάκα. Μα γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να εξολοθρεύουμε τη βλακεία, γιατί κάνει βλάκες αυτούς που τη συναντούν.
«Ποιες δραστηριότητες επιλέγει συνήθως ο βλάκας;».
- Επειδή είναι ανασφαλής επιλέγει δραστηριότητες που του δίνουν μια ψευδαίσθηση παντοδυναμίας. Καθώς είναι περιορισμένος στην βλακεία του διαθέτει και ορισμένα πλεονεκτήματα: Οργανωτικότητα, επιμονή και υπομονή. Τα καταφέρνει συνήθως να οικειοποιείται δουλειές άλλων. Εξάλλου διαθέτει και ένα σπάνιο χάρισμα: δεν έχει καθόλου την αίσθηση της ευγνωμοσύνης… Καθώς επίσης είναι και βλάκας δεν μπορεί να διανοηθεί ότι κάνει κάτι το κακό, καρπούμενος τον πνευματικό ή μη μόχθο, άλλων. Αυτό αποτελεί συνέπεια του μυστικού όπλου του βλάκα.
«Ποια ύπαρξη ενοχλεί περισσότερο τον βλάκα;».
- Η αλογόμυγα … Γιατί τον βάζει σε υποψίες αυτογνωσίας.
«Ναι κύριε Κόινερ… Αλλά γιατί από την άλλη η αλογόμυγα πάει και κολλάει στα μούτρα του βλάκα;».
- Διότι δεν μπορεί να ανεχτεί την βλακεία… Αυτή είναι η μοίρα της αλογόμυγας.
«Και γιατί ο βλάκας παρόλο που είναι πιο δυνατός δεν εξοντώνει την αλογόμυγα;».
- Γιατί είναι βλάκας και υπερβολικός. Προσπαθεί να την εξοντώσει με κανονιές… Μονό ένας βλάκας θα προσπαθούσε να εξοντώσει μια αλογόμυγα με κανόνι…
«Και ποια θα ήταν η λύση;».
- Η λύση θα ήταν να έπαυε να είναι βλάκας. Αλλά καθώς αυτό είναι αδύνατον δυστυχώς δεν υπάρχει λύση: Ούτε για τον βλάκα αλλά και ούτε για την αλογόμυγα…
«Και δεν είναι τραγικό για τον βλάκα να πρέπει να υποφέρει διαρκώς την ενοχλητική του αλογόμυγα;».
- Ε όχι και τόσο. Tι να πούνε και όσοι θα πρέπει να υποφέρουνε τον βλάκα;
«Πως είναι δυνατόν ο βλάξ να μην έχει καθόλου την αίσθηση του χιούμορ;».
- Στην ουσία η έλλειψη χιούμορ προστατεύει τον βλάκα. Διότι, αν είχε στοιχειώδη αίσθηση του χιούμορ, δεν θα έπαιρνε και τον εαυτό του τόσο σοβαρά, οπότε θα έπαυε να ’ναι και βλάκας.
«Και ποια είναι τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της βλακείας;» ρώτησαν κάποτε τον κ. Κόινερ.
- Ας τα πάρουμε ένα ένα, απάντησε ο κ Κόινερ. Πρώτα απ’ όλα ο βλάξ δεν έχει καμιά ικανότητα μεταφορικής σκέψης. Τα παίρνει όλα κυριολεκτικά… Έτσι αδυνατεί να καταλάβει πότε ο συνομιλητής του μεταφέρει μια άποψη άλλων από την άποψη του ιδίου του συνομιλητή του. Δεν μπορεί να αντιληφθεί την εντός εισαγωγικών φράση… Παράδειγμα, λέει η Βίβλος «Ο Άφρων είπε: Δεν υπάρχει Θεός» και λέει ο Άφρων (δηλαδή ο βλάξ) «Είδατε; Το λέει και η Βίβλος. Δεν υπάρχει Θεός».
«Δηλαδή τι θέλετε να μας πείτε κ. Κόινερ; Ότι υπάρχει Θεός;».
- Αγαπητό μου παιδί. Δεν ξέρω αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός. Εκείνο για το οποίο είμαι βέβαιος είναι ότι η ανθρώπινη βλακεία είναι ακατανίκητη, κυριολεκτικά!!

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

Η μακρά περιπέτεια των Δωδεκανήσων μέχρι να έρθουν στην Ελλάδα


Στις 7 Μαρτίου 1948, στον ιστό του δημαρχείου της Ρόδου, υψώθηκε για πρώτη φορά η ελληνική σημαία. Χιλιάδες Δωδεκανήσιοι έκλαψαν εκείνη τη μέρα, καθώς γινόταν πραγματικότητα ένας προαιώνιος πόθος του αμιγώς ελληνικού πληθυσμού των πανέμορφων αυτών νησιών, που εξ’ αιτίας της θέσης τους άλλαζαν κατακτητές σαν τα πουκάμισα. Πέρσες, Σαρακηνοί, Ενετοί, Γενουάτες, Σταυροφόροι, Ιωαννίτες Ιππότες, Οθωμανοί, Ιταλοί, Γερμανοί και Βρετανοί είχαν περάσει από πάνω τους, μέχρι να ενσωματωθούν επιτέλους στην Ελλάδα.
Ήταν θαύμα που τόσους αιώνες διατηρήθηκε η ελληνικότητα του πληθυσμού τους. Όσο κι αν φαντάζει περίεργο, ο μεγαλύτερος κίνδυνος να χαθεί η ελληνική γλώσσα και συνείδηση δεν ήταν την μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας, αλλά τα τριάντα τρία χρόνια της Ιταλικής κατοχής των νησιών.
Οι Ιταλοί κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα κατά τύχη. Το 1911, έχοντας συμπεριφορά αυτοκρατορίας, έκαναν απόβαση στη Λιβύη που ήταν απέναντι τους και τότε ανήκε στην καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία. Για να μην πάνε ενισχύσεις από την Τουρκία στη Λιβύη, ο ιταλικός στόλος περιπολούσε στα παράλια της Μικράς Ασίας. Τότε οι Ιταλοί επιτελείς σκέφτηκαν ότι θα είχαν αποτελεσματικότερη επιτήρηση αν καταλάμβαναν ένα νησί κι έτσι αποβιβάστηκαν πρώτα στην Αστυπάλαια, μετά στην Ρόδο και στην συνέχεια σε όλα τα νησιά του συμπλέγματος που τότε ονομάζονταν «νότιες Σποράδες».
Ο πληθυσμός τους υποδέχτηκε σαν ελευθερωτές, καθώς ο Ιταλός στρατηγός είπε στην δημογεροντία ότι η κατάληψη ήταν προσωρινή και ότι τα Δωδεκάνησα έπρεπε να κολλήσουν στην Ελλάδα. Τον Ιούνιο του 1912 μάλιστα, έγινε πανδωδεκαννησιακό συνέδριο στην Πάτμο, όπου οι Δωδεκανήσιοι κήρυξαν την αυτόνομη πολιτεία των Δωδεκανήσων και την πρόθεση τους να ενωθούν με την Ελλάδα. Οι Ιταλοί δεν αντέδρασαν, αλλά δεν παρέλαβαν το ψήφισμα, καθώς η προσωρινή κατάληψη είχε αρχίσει να τους καλαρέσει και μελετούσαν τρόπους να κρατήσουν τα νησιά.
Με τη συνθήκη της Λοζάνης, ο ιταλοτουρκικός πόλεμος έληξε με κυριαρχία των Ιταλών στην Λιβύη, οπότε τα Δωδεκάνησα έπρεπε να επιστραφούν στην Τουρκία. Οι Ιταλοί το καθυστέρησαν με διάφορες δικαιολογίες, ώσπου ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος. Η Ελλάδα πήγε με τους νικητές, η Τουρκία με τους ηττημένους. Οι Αγγλογάλλοι πρότειναν μυστικά στην Ιταλία να μπει στον πόλεμο στο πλευρό τους, με αντάλλαγμα την παραμονή της στα Δωδεκάνησα. Οι Ιταλοί δέχτηκαν. Στο συνέδριο της νίκης στο Παρίσι το 1918, ο Βενιζέλος υπέβαλε το αίτημα να πάνε τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα ως επιστέγασμα της συμμετοχής της χώρας στον πόλεμο, αλλά έκπληκτος ανακάλυψε την ύπαρξη της μυστικής συμφωνίας. Τα Δωδεκάνησα δόθηκαν στην Ελλάδα, εκτός της Ρόδου που θα παρέμενε Ιταλική για πέντε χρόνια και μετά θα έκανε δημοψήφισμα.
Έστω κι αυτός ο μεσοβέζικος όρος όμως, δεν υλοποιήθηκε. Τα νησιά δεν είχαν παραδοθεί ως το 1922, που η Μικρασιατική καταστροφή άλλαξε τα δεδομένα. Η ήττα του ελληνικού στρατού αποθράσυνε τους Ιταλούς, οι οποίοι καταπατώντας την συμφωνία των Παρισίων, αντί να παραδώσουν τα Δωδεκάνησα τα μετέτρεψαν επίσημα σε ιταλική επαρχία. Στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Ιταλία του Μουσολίνι ήταν με το πλευρό του άξονα. Τότε και πάλι, δίχως να ερωτηθούν οι κάτοικοι των νησιών, ο Τσώρτσιλ πρότεινε κρυφά στην Τουρκία να μπει στον πόλεμο με το πλευρό των συμμάχων, με αντάλλαγμα να ξαναπάρει τα Δωδεκάνησα και να βγει στο Αιγαίο. Η Τουρκία κράτησε ουδετερότητα και η συμφωνία δεν ίσχυσε, ευτυχώς.
Το 1943, η Ιταλία συνθηκολόγησε, οπότε τα νησιά καταλήφθηκαν από τους Γερμανούς, που έμειναν εκεί ως το 1945. Τότε παρέδωσαν τα νησιά στους Βρετανούς. Ο Γερμανός υποστράτηγος, υπογράφοντας την παράδοση των νησιών, παρέδωσε και το πιστόλι του στον Άγγλο στρατηγό. Αυτός το πήρε και συμβολικά το παρέδωσε αμέσως στον αρχηγό του ελληνικού Ιερού λόχου Τσιγάντε. Πράγματι, δυο χρόνια μετά, και αφού κάμφθηκαν κάποιες αντιρρήσεις της Σοβιετικής Ένωσης, τα Δωδεκάνησα επιτέλους έπαψαν να είναι το παιχνιδάκι των μεγάλων δυνάμεων και ενσωματώθηκαν στην πατρίδα.

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

Οι έρωτες του Παπαδιαμάντη



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ήταν κλειστός τύπος. Μια φορά, όμως, πήρε το θάρρος και απήγγειλε στον Μιχαήλ Μητσάκη ένα ερωτικό του ποίημα. Εκείνος θέλοντας να τον πειράξει:
- Ώστε έτσι, κύριε Αλέξανδρε! Έχουμε έρωτες και τους τραγουδούμε τόσο όμορφα!
- Εγώ δεν έχω έρωτες, αποκρίθηκε ο Παπαδιαμάντης, χαμηλώνοντας τα μάτια. Ο ήρωάς μου έχει!

Ο μισθός του Παπαδιαμάντη




Όταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πρωτοπήγε να δουλέψει στο «Άστυ», ο διευθυντής της εφημερίδας Δημήτριος Κακλαμάνος, με κάποια δειλία και επιφύλαξη, του μίλησε και για την αμοιβή:
- Ο μισθός σας θα είναι 150 δραχμές, είπε.
Ο Παπαδιαμάντης έμεινε σκεπτικός, σα να λογάριαζε κάτι.
- Μήπως είναι λίγα; ρώτησε δειλά ο Κακλαμάνος, έτοιμος να αυξήσει το ποσό.
- Πολλές είναι 150! αποκρίθηκε ο «κοσμοκαλόγερος». Με φθάνουν 100.
Κι έφυγε βιαστικός και ντροπαλός χωρίς να προσθέσει λέξη.

O Βίκτωρ Ουγκώ και ο αδέξιος λογοτεχνίσκος



Όταν ο Βίκτωρ Ουγκώ διηύθυνε ένα φιλολογικό περιοδικό, του έστειλε κάποιος αδέξιος λογοτεχνίσκος ένα άρθρο του για να το δημοσιεύσει. Κάτω από το άρθρο είχε προσθέσει την εξής παράκληση:
- Αν παρέλειψα που και που μερικά κόμματα και τελείες, σας παρακαλώ να τα βάλετε εσείς.
Και ο Ουγκώ του απάντησε:
- Αγαπητέ φίλε, άλλη φορά σας παρακαλώ να μου στέλνετε μονάχα τα κόμματα και τις τελείες. Τα υπόλοιπα θα τα βάζω εγώ.

Όταν ο Αϊνστάιν είπε «όχι» στην πολιτική



Πρότειναν οι συμπατριώτες του στον Αϊνστάιν την προεδρία του κράτους του Ισραήλ.
Όταν εκείνος τους ρώτησε «γιατί;» του απάντησαν:
- Για τις απέραντες γνώσεις σου.
- Είναι αλήθεια, τους είπε, ότι για τη Φύση έχω αρκετές, αλλά για τον άνθρωπο ελάχιστες. Με καλείτε, όμως, όχι για να δαμάσω τη Φύση, αλλά για κάτι δυσκολότερο, να κυβερνήσω ανθρώπους. Δεν μπορώ, λοιπόν, παρά να αρνηθώ.
Και αρνήθηκε...

Το αβάσταχτο βάρος ενός πολύτιμου δώρου



Ο ποιητής Ανακρέων έλαβε από τον τύραννο της Σάμου Πολυκράτη ως δώρο πέντε χρυσά τάλαντα.
Το τεράστιο για την εποχή αυτό ποσό το φύλαγε άυπνος νύχτα μέρα ο ποιητής.
Την τρίτη, όμως, ημέρα αποφάσισε να το επιστρέψει γιατί, όπως είπε, ο ύπνος τριών ήμερων δεν πληρώνεται με πέντε χρυσά τάλαντα.

Το μυστικό της ευτυχίας



Ο κυνικός φιλόσοφος Κράτης ο Θηβαίος συνάντησε κάποτε έναν Αθηναίο, που του ανακοίνωσε ότι είχε ανακαλύψει το μυστικό της ευτυχίας.
- Και ποιο είναι αυτό; ρώτησε ο φιλόσοφος.
- Να, το κανόνισα έτσι ώστε από εδώ και πέρα θα παύσω να εργάζομαι και θ’ απολαμβάνω έτσι την ανάπαυση σ’ όλη μου τη ζωή.
Και ο Κράτης του αποκρίθηκε:
- Ω, ανόητε, η απόλαυση αυτή δεν υπάρχει παρά μονάχα στις λίγες ώρες ή στιγμές, που έπονται από την κούραση.

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

Νόμπελ Λογοτεχνίας: Στον Πέτερ Χάντκε και την Ὀλγκα Τοκάρτουσκ το βραβείο


Στον Πέτερ Χάντκε απονεμήθηκε το φετινό βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2019 ενώ για το 2018 απονεμήθηκε στην Πολωνή Όλγκα Τοκάρτσουκ.
Να σημειωθεί πως πέρυσι η Ακαδημία των Νόμπελ δεν απένειμε Νόμπελ Λογοτεχνίας γι’ αυτό φέτος για το 2018 αποφασίστηκε να δοθεί το βραβείο στην Πολωνή Όλγκα Τοκάρτσουκ.

Όλγκα Τοκάρτσουκ


Η Όλγκα Τοκάρτσουκ είναι Πολωνή συγγραφέας, ακτιβίστρια και διανοούμενη, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις πιο κριτικές και εμπορικά επιτυχημένες συγγραφείς της γενιάς της.
Έχει γράψει μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Έργα της έχουν αποτελέσει τη βάση για θεατρικά κείμενα και κινηματογραφικά σενάρια.
Έχει τιμηθεί τέσσερις φορές με την κορυφαία λογοτεχνική διάκριση της πατρίδας της, το Βραβείο Nike, και έχει λάβει πλήθος ευρωπαϊκών διακρίσεων.
Έκανε το ντεμπούτο της το 1993 με το βιβλίο «Podróz ludzi Księgi» (The Journey of the Book-People) αλλά τομή στην καριέρα της θεωρείται το τρίτο της μυθιστόρημα «Prawiek i inne czasy» (Primeval and Other Times) το 1996, που συνιστά άψογο παράδειγμα της νέας πολωνικής λογοτεχνίας μετά το 1989.
Αριστούργημά της θεωρείται μέχρι στιγμής το εντυπωσιακό ιστορικό μυθιστόρημα «Księgi Jakubowe» (The Books of Jacob, 2014).
Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί μόνο το μυθιστόρημα «Primeval and Other Times», με τίτλο «Το Αρχέγονο και άλλοι καιροί».

Πέτερ Χάντκε


Ο Πέτερ Χάντκε είναι Αυστριακός συγγραφέας και μεταφραστής. Γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1942 στο Γκρίφεν της Αυστρίας και έχει ασχοληθεί με κάθε είδος γραπτού και λυρικού λόγου, όπως ποίηση, σενάριο, δοκίμιο, μυθιστόρημα, ενώ έχει καταγράψει και τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες.
Βραβευμένος με πολλές διακρίσεις, το έργο του χαρακτηρίζεται στην παρατήρηση, την αποτύπωση και τη λεπτομερειακή αναφορά. Ήταν ένας από τους ελάχιστους λόγιους ανά τον κόσμο που πήρε θέση ενάντια στους βομβαρδισμούς της Σερβίας από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, το 1999.
Σπούδασε νομικά στο Γκρατς, αλλά διέκοψε τις σπουδές του το 1966, όταν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Σφήκες».
Έχει δημοσιεύσει δεκάδες μυθιστορήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα και θεωρείται πια ένας από τους κλασικούς μοντέρνους του 20ού αιώνα. Μετέφρασε επίσης ξένους συγγραφείς στα γερμανικά, μεταξύ άλλων τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη.
Έχει τιμηθεί με πάρα πολλά βραβεία, όπως με το βραβείο Georg Buchner (1973), με το Franz Kafka (2009), με το Διεθνές Βραβείο Ibsen (2014) και πολλά άλλα.
Αρκετά έργα του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά όπως «Η απουσία», «Η μεγάλη πτώση», «Ρωτώντας με δάκρυα στα μάτια» και πολλά άλλα.

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Η αντιπάθεια των Ελλήνων στο ιππικό


Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι η φάλαγγα του πεζικού ήταν αυτή που κέρδιζε τους πολέμους, αλλά ήταν και ο εγγυητής του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι ιππείς, ως πλούσιοι αριστοκράτες που ήταν αφού μπορούσαν να συντηρούν άλογα, ήταν οιονεί ύποπτοι για το πολίτευμα, γι’ αυτό άλλωστε μόνο η συμμετοχή στο πεζικό θεωρούνταν γενναιότητα και τιμή.
Η αρχαία ελληνική δημοκρατία στις περίφημες πόλεις-κράτη, ήταν ένα πρωτοποριακό πολιτικό σύστημα που στηριζόταν κατά βάση στον μικρό και μεσαίο αγρότη, στον βιοτέχνη και στον τεχνίτη. Αυτή η κοινωνική ραχοκοκαλιά εξέλεγε τους άρχοντες και τους στρατηγούς, διατύπωνε τη γνώμη της στην εκκλησία του δήμου και έπαιρνε μέρος στις ψηφοφορίες που αποφάσιζαν για τα μικρά και μεγάλα προβλήματα της πόλης. Με δυο λόγια, ο αγρότης και ο βιοτέχνης της πόλης είχε πολιτικά δικαιώματα, πράγμα ανήκουστο στις δεσποτικές αυτοκρατορίες της ανατολής.
Η επαναστατική διαφορά με τα υπόλοιπα πολιτικά καθεστώτα, ήταν ότι ο πολίτης αυτός ήταν μαζί και στρατιώτης. Στην αρχαία Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε ο θεσμός του στρατού εκ ελευθέρων πολιτών. Ο αγρότης δηλαδή, όταν εμφανιζόταν ένα πρόβλημα στην πόλη, έφευγε απ’ το χωράφι του, πήγαινε στη συνέλευση, αποφάσιζε αν και που θα εμπλακεί πολεμικά η πόλη του, εξέλεγε τους στρατηγούς του, έβαζε την πανοπλία του και έβγαινε ο ίδιος να πολεμήσει μαζί με τους συγγενείς και τους γείτονές του, σε εφαρμογή των ίδιων του των αποφάσεων. Έτσι εφευρέθηκε και επεκτάθηκε η περίφημη φάλαγγα του ελληνικού πεζικού, που στάθηκε νικηφόρα απέναντι στους μεγαλύτερους μισθοφορικούς στρατούς της εποχής της. Η φάλαγγα δεν αποτελούνταν από επαγγελματίες και δεξιοτέχνες του πολέμου, οπότε στήριζε την αποτελεσματικότητά της στην ομαδικότητα και την συνοχή της.
Αυτό το πολιτικοστρατιωτικό σύστημα εξηγεί εν πολλοίς και την περιφρόνηση, την αντιπάθεια ή και την καχυποψία των αρχαίων Ελλήνων στο ιππικό. Ιππείς ήταν οι αριστοκράτες και οι πλούσιοι. Εφόσον κάθε πολίτης έπρεπε να αγοράζει και να συντηρεί με δικά του έξοδα τον οπλισμό του (από την ποιότητα του οποίου εξαρτιόταν και η επιβίωση του μέσα στη μάχη), η συντήρηση ενός πολεμικού αλόγου μαζί με τον εξοπλισμό του ιππέα ήταν έξοδο που μπορούσαν να αντέξουν λίγοι. Οι πλούσιοι και οι αριστοκράτες όμως, ήταν φύσει και θέσει εχθροί του δημοκρατικού συστήματος και δεν έχαναν ευκαιρία να υπονομεύουν ή να καταργούν τη συμμετοχή των φτωχών στη διακυβέρνηση της πόλης.
Έτσι, ολόκληρη η πολεμική κουλτούρα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας μέχρι και τον Αλέξανδρο που χρειάστηκε ιππικό για να προχωρήσει στις αχανείς Ασιατικές πεδιάδες, ήταν προσαρμοσμένη στην υπεράσπιση της αξίας του πεζικού. Εγγυητής της ασφάλειας της πόλης και του δημοκρατικού πολιτεύματος ήταν η συμμετοχική φάλαγγα του πεζικού με τους σκληροτράχηλους αγρότες και όχι το ύποπτο ιππικό των πλούσιων ραδιούργων. Επί τέσσερις αιώνες, η ελληνική στρατιωτική κουλτούρα δόξαζε τους πεζούς και στηλίτευε τους καβαλάρηδες.
Κατά τον Ξενοφώντα «οι πιο αδύναμοι στο σώμα και οι λιγότερο φιλόδοξοι ανέβαιναν στα άλογα», ενώ ο Λυσίας ξέσπασε σε επαίνους για τον αριστοκράτη Μαντίθεο, ο οποίος στη μάχη της Αλιάρτου προτίμησε να πολεμήσει ως οπλίτης παρά να υπηρετήσει «με ασφάλεια» ως ιππέας.
Το πολιτικά και στρατιωτικά ήθη όμως, δεν είναι ποτέ αποκομμένα από τις οικονομικές δυνατότητες ατόμων και ομάδων. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο μέσος Έλληνας αγρότης την κλασσική περίοδο κατείχε έναν κλήρο σαράντα στρεμμάτων. Με τις παραγωγικές δυνατότητες της εποχής εκείνης, η εκτροφή ενός καλού αλόγου χρειαζόταν είκοσι στρέμματα τον χρόνο. Ήταν λοιπόν προτιμότερο τα σαράντα αυτά στρέμματα να τρέφουν μια πολυμελή αγροτική οικογένεια, παρά να συντηρούν δύο άλογα ενός πλούσιου, ο οποίος με την πρώτη ευκαιρία θα τα χρησιμοποιούσε για να ανατρέψει το πολίτευμα και να βγάλει τους φτωχούς απ’ το πολιτικό παιχνίδι.
Γι’ αυτό η κλασσική Ελλάδα δεν είχε ποτέ αξιόλογο ιππικό. Ούτε ήταν τυχαίο που ο Θεσσαλικός κάμπος και οι Μακεδονικές πεδιάδες που προμήθευσαν με ιππικό τον Αλέξανδρο, είχαν πάντα αριστοκρατικό πολίτευμα, βασιλικούς θεσμούς και τεράστιες ιδιοκτησίες γης όπου κυριαρχούσε ένα είδος αρχαίας δουλοπαροικίας. Όπου υπήρχαν πολλά άλογα και ευγενείς αλογατάρηδες που τα καβαλούσαν, υπήρχαν ελάχιστοι ή και καθόλου ελεύθεροι αγρότες. Τα ίδια συνέβαιναν και στο στόλο άλλωστε. Όταν η Αθήνα κυριαρχούσε στο Αιγαίο με τα εκατοντάδες πλοία της, στα κουπιά κάθονταν μόνο ελεύθεροι πολίτες με πολιτικά δικαιώματα, όχι σκλάβοι. Έτσι μεγαλούργησε.

Ένας Ροδόπουλος που έγινε Μ(itia) Καραγάτσης


Στο πρώτο νεκροταφείο των Αθηνών, πίσω από το οστεοφυλάκιο, υπάρχει ο τάφος του συγγραφέα Μ. Καραγάτση, πιθανότατα του μέγιστου από την περίφημη λογοτεχνική γενιά του ’30. Αν και πέθανε τον Σεπτέμβρη του 1960, το έργο του συνεχίζει να διαβάζεται, να αναλύεται από ειδικούς της λογοτεχνίας, να μεταφέρεται στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο.
Ο «προχειρογράφος» Καραγάτσης, όπως τον ονόμαζαν κάποιοι σύγχρονοί του που δεν τον χώνευαν, άφησε ένα εντυπωσιακά μεγάλο λογοτεχνικό και ιστορικό έργο, αλλά κυρίως άφησε πίσω του μια αχλή ενδοαστικής αμφισβήτησης που η κοινωνική του τάξη δεν του συγχώρεσε ποτέ. Ο συγγραφέας του «Γιούγκερμαν», του «Συνταγματάρχη Λιάπκιν», του «Κίτρινου φακέλου», του «10» και δεκάδων άλλων κορυφαίων έργων που έχουν πουλήσει πάνω από μισό εκατομμύριο αντίτυπα, αποτελούσε πάντα ένα μυστήριο για το αναγνωστικό του κοινό.
Μεγαλοαστός από κούνια, πρωτοπόρος μιας ρεαλιστικής λογοτεχνίας που ξάφνιασε και σόκαρε την πουριτανική ελληνική κοινωνία, απογυμνωτής των κοινωνικών του εταίρων, θαυμαστής αλλά όχι συνοδοιπόρος των κατωτέρων τάξεων και του περιθωρίου, αιρετικός της ιστορικής ανάγνωσης και γραφής, με απίστευτες για την εποχή του ψυχαναλυτικές εμβαθύνσεις στους χαρακτήρες του, ο Καραγάτσης έζησε μέσα σε μια σειρά αντιφάσεων και λογοτεχνικών εκκρεμοτήτων που τον έκαναν τελικά αθάνατο στα ελληνικά γράμματα.
Όλοι αναρωτιούνταν (και συνεχίζουν ως σήμερα να το κάνουν) για το ψευδώνυμο του, αλλά και για το αινιγματικό Μ. που έβαζε ως μικρό του όνομα. Το κανονικό του όνομα ήταν Δημήτρης Ροδόπουλος και καταγόταν από παλιά γενιά μεγαλογαιοκτημόνων (κοτζαμπάσηδων δηλαδή) της Πάτρας. Ο παππούς του Μήτσος Ροδόπουλος, ήταν ένας από τους προκρίτους που κράτησαν οι Τούρκοι ως όμηρο στην Τριπολιτσά, για να σταματήσουν την επανάσταση του ’21. Ο Μήτσος αλλαξοπίστησε και σώθηκε. Αυτό το ίχνος της οικογενειακής του ιστορίας το βρίσκουμε στην τριλογία του «Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου», «Αίμα χαμένο και κερδισμένο», «Τα στερνά του Μίχαλου». Η τριλογία αυτή, ήταν ένα ιστορικό μνημόσυνο για τον παππού του, αλλά και μια έντεχνη προσπάθεια του εγγονού να αποκαταστήσει την μνήμη του προγόνου του.
Ο πατέρας του Γεώργιος Ροδόπουλος, μετοίκισε στη Λάρισα, χρημάτισε διευθυντής της εθνικής Τράπεζας, διοικητής της Τράπεζας Κρήτης και εξελέγη πέντε φορές βουλευτής από το 1899 ως το 1928. Ο αδερφός του Κωνσταντίνος Ροδόπουλος ήταν επίσης συντηρητικός βουλευτής, μεταπολεμικά χρημάτισε πολλές φορές υπουργός, ενώ ήταν για έναν χρόνο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων. Είχε μάλιστα παντρευτεί την Δέσποινα Καραθεοδωρή, κόρη του μεγάλου Έλληνα μαθηματικού Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή.
Ο Δημήτρης αντίθετα, αν και μεγάλωσε μέσα σε πολιτική οικογένεια, αρνιόταν την πολιτική κι ήθελε να γίνει συγγραφέας. Ο πατέρας του που δεν καταλάβαινε από συγγραφιλίκια, του εξηγήθηκε ορθά κοφτά: «Το όνομα που σου έδωκα είναι ακηλίδωτο και σου απαγορεύω να το κηλιδώσεις». Ο νεαρός συγγραφέας υιοθέτησε τότε το «Καραγάτσης». Στη Λάρισα, καραγάτσι λένε τη φτελιά, ένα δένδρο πάνω στο οποίο ο μικρός σκαρφάλωνε συχνά για να βλέπει πέρα μακριά. Το Μ. δεν ήταν Μήτσος αλλά Μίτια. Έτσι τον φώναζαν χαϊδευτικά οι φίλοι του, καθώς το Μίτια είναι το υποκοριστικό του Dimitri στα Ρώσικα. Ο ίδιος ο Καραγάτσης το είχε υιοθετήσει από τους Αδερφούς Καραμαζώφ του Ντοστογιέφσκι.
Όταν όμως ο νεαρός Μ. Καραγάτσης έγραψε τον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» κι έγινε διάσημος μέσα σε μια νύχτα, ο πατέρας του τον ξανακάλεσε στο γραφείο του και αντί να αναγνωρίσει το λάθος του, πέρασε στην επίθεση όπως κάθε πολιτικός: «Κηλιδωμένο όνομα σου ’δωκα και πήρες ψευδώνυμο;» ρώτησε, αφήνοντας άφωνο τον μικρό. Φύσει επιθετικός ο Δημήτρης, όχι μόνο δεν το άλλαξε αλλά αντιθέτως πήγε στη Νομαρχία και το νομιμοποίησε κάνοντας το επίσημο ονοματεπώνυμό του.
Ο Καραγάτσης είχε μεγαλύτερη σχέση με τη μάνα του, παρά με τον πατέρα του. Παρά ταύτα, δεν ξέφυγε εντελώς από την οικογενειακή πολιτική παράδοση. Μετά από πιέσεις πήρε μέρος στις εκλογές του 1956 και 1958 ως υποψήφιος βουλευτής με το κόμμα προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη. Καταβαραθρώθηκε λαμβάνοντας 135 και 798 ψήφους αντίστοιχα. Δεν ασχολήθηκε ξανά με την πολιτική, για την οποία έλεγε ότι δεν του ταίριαζε.