Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Φώτης Κόντογλου

 Παραμονή Χριστούγεννα

Κρύο τάντανο έκανε, παραμονή Χριστούγεννα. Ο αγέρας σα να ’τανε κρύα φωτιά κι έκαιγε. Μα ο κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Είχε βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με το πετρόλαδο. Τα μαγαζιά στο τσαρσί φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ᾿ όλα τα καλά. Ο κόσμος μπαινόβγαινε και ψώνιζε· από το ’να το μαγαζί έβγαινε, στ᾿ άλλο έμπαινε. Κι όλοι χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια, με χαρές.

Οι μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό από τον κόσμο που φουμάριζε. Ο καφενές τ’ Ασημένιου είχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Είχε μέσα δύο σόμπες και τα τζάμια ήτανε θαμπά, απ᾿ όξω έβλεπες σαν ήσκιους τους ανθρώπους. Οι μουστερήδες είχανε βγαλμένες τις γούνες από τη ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραίοι.

Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα και μπαίνανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα. Άλλα μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. Και δεν τα λέγανε μισά και μισοκούτελα, μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές ψαλτάδικες, όχι σαν και τώρα, που λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα, και κείνα παράφωνα.

Αντίκρυ στον μεγάλον καφενέ τ’ Ασημένιου ήτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα και τέτοια. Ίσια-ίσια αντίκρυ στη μεγάλη πόρτα του καφενέ ήτανε ένα μικρό καφενεδάκι, το πιο φτωχικό σ᾿ όλη την πολιτεία, μία ποντικότρυπα.

Ενώ ο μεγάλος ο καφενές φεγγολογούσε και τα τζάμια ήτανε θολά από τη ζέστη, η ποντικότρυπα ήτανε σκοτεινή, γιατί η λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία άναβε, μία έσβηνε, όπως έμπαινε ο χιονιάς από τα σπασμένα τζάμια της πόρτας. Η φιτιλήθρα ήτανε στραβοβιδωμένη και τσαλαπατημένη σαν το μούτρο του καφετζή, του μπαρμπα-Γιαννακού του Χατζή, το φιτίλι στραβοκομμένο, το γυαλί σπασμένο από το ’να μάγουλο και στην τρύπα είχανε κολλημένο ένα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε με το νου σου τι φως έδινε μια τέτοια λάμπα! Κάτω τα σανίδια ήτανε σάπια και τρίζανε.

Στον τοίχο ήτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σαν αρχαία εικονίσματα: το ’να παρίστανε τον Μέγα Πέτρο μέσα σε μία βάρκα που την έδερνε η φουρτούνα, τ’ άλλο τον μάντη Τειρεσία, που μιλούσε με τον Αγαμέμνονα, τ’ άλλο τον Παναγή τον Κουταλιανό που πάλευε με την τίγρη.

Η πελατεία ήτανε συνέχεια με το καφενείο. Όλοι-όλοι ήτανε πέντ᾿ - έξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, με κάτι τρύπιες γούνες που δεν τις έπιανε αγκίστρι. Δύο-τρεις ήτανε γιαλικάρηδες, δηλαδή είχανε καμιά σάπια βάρκα και βγάζανε θαλασσινά για μεζέδες, που τα λέγανε γιαλικά, γιατί βρίσκουνται στο γιαλό, δηλαδή στα ρηχά νερά. Οι άλλοι ήτανε φρουκαλάδες, δηλαδή κάνανε φρουκαλιές. Ήτανε και κανένας νεροκουβαλητής και κανένας καρβουνιάρης. Να, αυτή ήτανε η πελατεία.

Ο βοριάς έμπαινε μέσα με την τρούμπα και στριφογύριζε τη λάμπα που κρεμότανε από το μαυρισμένο ταβάνι κι αναβόσβηνε. Από το κρύο τρέμανε οι γέροι και χουχουλίζανε τα χέρια τους, τα βάζανε κι από πάνω από το τσιγάρο, τάχα για να ζεσταθούνε.

Ο φουκαράς ο καφετζής, για να μην παγώσει, έκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε από το τεζάκι ίσαμε την πόρτα, με την παλιογούνα ριχμένη από πάνω του, και, για να δώσει κουράγιο στην πελατεία, εκεί που σουλατσάριζε, τον επίανε το σύγκρυο και χτυπούσανε τα κατωσάγονά του, κι έσφιγγε απάνω του την παλιοπατατούκα του κι έλεγε:

- Εεεέχ! Μωρέ, ζεστό που είναι το καφενεδάκι μας!…

Ύστερα γύριζε κι έδειχνε τον μεγάλον καφενέ, που καπνίζανε κάργα οι σόμπες, κι έλεγε:

- Αντίκρυ, σκυλί ψοφά από το κρύο…, σκυλί ψοφά!

Ο καημένος ο μπαρμπα-Χατζής!

Απ’ όξω περνούσε κόσμος βιαστικός, με γέλια και με χαρές. Από ’δω κι από ’κει ακουγόντανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα στα μαγαζιά.

Η ώρα περνούσε κι ανάριευε σιγά-σιγά ο κόσμος. Τα μαγαζιά σφαλούσαν ένα-ένα. Μοναχά μέσα στα μπαρμπεριά ξουριζόντανε ακόμα κάτι λίγοι.

Στο τσαρσί λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήτανε ανοιχτές, οι νοικοκυραίοι, οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους, όλοι ήτανε χαρούμενοι, κι υποδεχόντανε τους ψαλτάδες και κείνοι αρχίζανε καλόφωνοι σαν χοτζάδες:

Καλήν εσπέραν, Άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,

Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ᾿ αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,

οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη…

Κι αφού ξιστορούσανε όσα λέγει το Ευαγγέλιο, τον Ιωσήφ, τους αγγέλους, τους τσομπάνηδες, τους Μάγους, τον Ηρώδη, το σφάξιμο των νηπίων και τη Ραχήλ που έκλαιγε τα τέκνα της, ύστερα τελειώνανε με τούτα τα λόγια:

Ιδού οπού σας είπαμεν όλην την ιστορίαν,

του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.

Και σας καλονυκτίζομεν, πέσετε, κοιμηθείτε,

ολίγον ύπνον πάρετε και πάλιν σηκωθείτε.

Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθείτε,

στην εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπείτε.

Ν᾿ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν

και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν.

Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας,

ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας.

Και τον σταυρόν σας κάμετε, γευθείτε, ευφρανθείτε,

δότε και κανενός πτωχού, όστις να υστερείται.

Δότε κι εμάς τον κόπον μας, ό,τ᾿ είναι ορισμός σας

και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.

Και εις έτη πολλά.

Μπαίνανε στο σπίτι με χαρά, βγαίνανε με πιο μεγάλη χαρά. Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα από τον κουβαρντά τον νοικοκύρη κι από τη νοικοκυρά λογιών-λογιών γλυκά, που δεν τα τρώγανε, γιατί ακόμα δεν είχε γίνει η Λειτουργία, αλλά τα μαζεύανε μέσα σε μία καλαθιέρα.

Αβραμιαία πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι άνθρωποι και γινήκανε σαν ξερίχια από τον πολιτισμό! Πάνε τα καλά χρόνια!

Όλα γινόντανε όπως τα ’λεγε το τραγούδι: Πέφτανε στα ζεστά τους και παίρνανε έναν ύπνο, ώσπου αρχίζανε και χτυπούσανε οι καμπάνες από τις δώδεκα εκκλησιές της χώρας. Τι γλυκόφωνες καμπάνες! Όχι σαν τις κρύες τις ευρωπαϊκές, που θαρρείς πως είναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε όλοι, βάζανε τα καλά τους και πηγαίνανε στην εκκλησιά.

Σαν τελείωνε η Λειτουργία, γυρίζανε στα σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσανε από χαρούμενες φωνές. Οι πόρτες των σπιτιών ήτανε ανοιχτές και φεγγοβολούσανε. Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ άσπρα τραπεζομάντηλα κι είχανε πάνω ό,τι βάλει ο νους σου. Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι στέλνανε απ᾿ όλα στους φτωχούς. Κι αντίς να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε το Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Αφού ευφραινόντανε απ’ όλα, πλαγιάζανε ξέγνοιαστοι, σαν τ’ αρνιά που κοιμόντανε κοντά στο παχνί, τότες που γεννήθηκε ο Χριστός, εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας.

Τώρα ας πάμε την ίδια βραδιά στην αντικρινή στεριά, που τρεμοσβήνουνε ένα-δύο μικρά φωτάκια, πέρα από το πέλαγο, που βογγά από τον άγριο τον χιονιά.

Είναι ένα μαντρί πίσω από μία ραχούλα, κοντά στη θάλασσα, φυτρωμένη από πουρνάρια. Αυτό το μαντρί είναι του Γιάννη του Βλογημένου. Τα πρόβατα είναι σταλιασμένα κάτω από τη σαγιά και ακούγουνται τα κουδούνια, τιν-τιν, όπως αναχαράζουνε. Επειδή γεννάνε, οι τσομπαναραίοι παρα-φυλάγουνε και, μόλις γεννηθεί κανένα αρνί, τ’ αρπάνε και το μπάζουνε στο καλύβι και το ζεσταίνουνε στη φωτιά να μην παγώσει. Απ’ όξω φωνάζουνε οι μαννάδες. Η φωτιά ξελοχίζει και το καλύβι είναι σαν χαμάμι.

Εκεί μέσα βρίσκουνται εξ’-εφτά νοματέοι, καθισμένοι γύρω από τον σοφρά. Πρώτος είναι ο αρχιτσέλιγκας Γιάννης ο Βλογημένος, που, άμα τον δεις, θαρρείς πως βρίσκεσαι αληθινά στο μαντρί που γεννήθηκε ο Χριστός. Είναι αρχαίος άνθρωπος, αθώος, με γένια μαύρα, σαν άγιος. Τα ρούχα που φορά είναι βρακιά ανατολίτικα, στα ποδάρια του έχει τυλιγμένα πετσιά δεμένα με λαγάρες, στο σελάχι του έχει ήσκα και τσακμάκι. Κι οι άλλοι τσομπάνηδες είναι σαν τον Γιάννη, μονάχα που ο Γιάννης κάθεται με το πουκάμισο, ενώ οι άλλοι, επειδή βγαίνουνε όξω για να κοιτάζουνε τα νιογέννητα, φοράνε προβιές προβατίσιες, με το μαλλί γυρισμένο από μέσα.

Αυτοί που κάθουνται στον σοφρά είναι μουσαφιραίοι. Ο ένας είναι ο Παναγής ο Στριγκάρος, κοντραμπατζής ξακουσμένος για την παλικαριά του. Είχε πάγει για κυνήγι και νυχτώθηκε στο μαντρί. Με τον Γιάννη γνωριζόντανε από χρόνια κι είχε κοιμηθεί πολλές φορές στη στάνη. Οι άλλοι τρεις ήτανε καρβουνιάρηδες, που κάνανε κάρβουνα εκεί κοντά. Οι άλλοι δύο ήτανε ψαράδες, ο γερο-Ψύλλος με το γιο του, τον Κωσταντή.

Καθόντανε λοιπόν γύρω στο σοφρά και τρώγανε. Απάνω στο τραπέζι ήτανε κρέατα, μυτζήθρες ανάλατες, μανούρια, αγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι άλλα πουλιά του κυνηγιού.

Ο ένας ο καρβουνιάρης ήτανε από τα μπουγάζια της Πόλης, από τη Μάδυτο, κι ήξερε κι έψελνε καλά, είχε και φωνή γλυκιά και βαριά, τζουράδικη. Έψαλε το Μεγάλυνον, ψυχή μου, με τέτοιο μεράκι, που κλάψανε οι άλλοι που τον ακούγανε, κι ο Γιάννης ο Βλογημένος. Το καλύβι γίνηκε σαν εκκλησιά, έλεγες πως εκεί μέσα γεννήθηκε ο Χριστός.

Απ’ έξω ο χιονιάς μούγκριζε και τσάκιζε τα ρουπάκια. Ο γερο-Στριγκάρος καθότανε στα σκοτεινά συλλογισμένος και μασούσε το μουστάκι του. Φορούσε μία κατσούλα από αστραχάν, μ’ όλο που έκανε ζέστη, κι είχε χωμένη την απαλάμη του κάθε χεριού του μέσα στ’ ανοιχτό μανίκι τ’ αλλουνού χεριού.

Για μία στιγμή σωπάσανε να κουβεντιάζουνε. Ο Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε το χώμα. Κούνησε κάμποσο το κεφάλι του, κι άνοιξε το στόμα του κι είπε:

Βρε παιδιά, καλά εσείς, γιορτάζετε τη χάρη Του, είσαστε καλοί άνθρωποι. Αμ εγώ, τι ψυχή θα παραδώσω, που σκότωσα καμιά κοσαριά ανθρώπους; Ακόμα και γυναίκες ξεκοίλιασα, και μωρά πράματα χάλασα!

Κανένας δε μίλησε. Ύστερ’ από ώρα, σαν να ’τανε μοναχός, ξανακούνησε το κεφάλι του κι αναστέναξε κι είπε: Άραγες υπάρχει Κόλαση και Παράδεισο;…

Και δάγκασε το μουστάκι του. Ξανακούνησε το κεφάλι του κι είπε μέσα στο στόμα του, σα να μιλούσε με τον εαυτό του:

Δεν μπορεί! Κατιτίς θα υπάρχει…

Και δεν ξαναμίλησε.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

R. Russel

 Αν ένα παιδί ζει

Αν ένα παιδί ζει μέσα στην κριτική:
Μαθαίνει να κατακρίνει


Αν ένα παιδί ζει μέσα στην έχθρα:
Μαθαίνει να καυγαδίζει


Αν ένα παιδί ζει μέσα στην ειρωνεία:
Μαθαίνει να είναι ντροπαλό


Αν ένα παιδί ζει μέσα στην ντροπή:
Μαθαίνει να είναι ένοχο


Αν ένα παιδί ζει μέσα στην κατανόηση:
Μαθαίνει να είναι υπομονετικό


Αν ένα παιδί ζει μέσα στον έπαινο:
Μαθαίνει να εκτιμά


Αν ένα παιδί ζει μέσα στην δικαιοσύνη:
Μαθαίνει να είναι δίκαιο


Αν ένα παιδί ζει μέσα στην ασφάλεια:
Μαθαίνει να πιστεύει


Αν ένα παιδί ζει μέσα στην επιδοκιμασία:
Μαθαίνει να έχει αυτοεκτίμηση


Αν ένα παιδί ζει μέσα στην παραδοχή και φιλία:
Μαθαίνει να βρίσκει την αγάπη μέσα στον κόσμο

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Δελφοί: Πώς γνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες πότε έπρεπε να επισκεφτούν το Μαντείο;

Σύμφωνα λοιπόν με ερευνητές του Τμήματος Αρχαιολογίας και Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστήμιου του Leicester, είναι πιθανό ένα αίνιγμα 2.700 ετών να βρήκε την απάντησή του!

Το μυστήριο γύρω από το Μαντείο των Δελφών, ήταν το εξής: πώς κατάφερναν οι αρχαίοι από όλη την Ελλάδα -συχνά και από τη Μεσόγειο-, να μαζεύονται από παντού μία συγκεκριμένη ημερομηνία στο Μαντείο, αφού δεν υπήρχε κάποιο κοινό ημερολόγιο για όλες τις περιοχές.

Αρχικά οι χρησμοί της Πυθίας δίνονταν μόνο μια φορά το χρόνο, στις 7 του Βυσίου μήνα, δηλαδή στις 7 Φεβρουαρίου. Αργότερα, το Μαντείο άρχισε να χρησμοδοτεί στις 7 κάθε μήνα εκτός από τους τρεις του χειμώνα (Νοέμβριο, Δεκέμβριο, Ιανουάριο) αφού -σύμφωνα με τον μύθο- ο Απόλλωνας έφευγε τότε από τους Δελφούς και πήγαινε στους Υπερβορείους.

Και η πιθανή λύση του!

Οι ερευνητές του Leicester, σκέφτηκαν πως ένας τρόπος υπήρχε να γνωρίζουν οι άνθρωποι από όλη την αρχαία Ελλάδα την ακριβή ημέρα που το Μαντείο χρησμοδοτούσε: να παρακολουθούν την κίνηση κάποιων άστρων στον ουρανό. Αφού μελέτησαν δεκάδες αρχαία χειρόγραφα, παρατήρησαν ότι ο αστερισμός του Δελφινιού αναδυόταν στον ανατολικό ορίζοντα στα τέλη Δεκεμβρίου με αρχές Ιανουαρίου, ακριβώς δηλαδή την περίοδο που πολλές πόλεις έκαναν τελετές και θυσίες στον Δελφίνιο Απόλλωνα.

Το περίεργο ήταν ότι αυτούς τους μήνες το Μαντείο δεν χρησμοδοτούσε -όπως θα περίμενε κανείς αν ίσχυε ότι οι άνθρωποι συνδύαζαν τις θυσίες στον Απόλλωνα με τους χρησμούς της Πυθίας. Τι ήταν λοιπόν εκείνο που έκανε τους αρχαίους από την Ελλάδα και τη Μεσόγειο να επισκέπτονται τους Δελφούς, έναν μήνα μετά από τις τελετές αυτές;

Η λύση στο μυστήριο ήρθε όταν οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ψηλοί βράχοι που υψώνονται στην περιοχή των Δελφών καθυστερούν την ανατολή των άστρων του Δελφινιού κατά ένα μήνα. Δηλαδή εκείνοι που ήθελαν να συμβουλευτούν τον Απόλλωνα, έφταναν στους Δελφούς από διάφορα μέρη και παρατηρούσαν τον ουρανό, μέχρι να δουν τον αστερισμό του Δελφινιού να εμφανίζεται στον ανατολικό ορίζοντα. Αυτό γινόταν με καθυστέρηση ενός μηνός από ότι στις πεδινές περιοχές, άρα στις αρχές Φεβρουαρίου!

Συμβαίνει άραγε και σήμερα;

Και αν αναρωτιέστε κατά πόσο θα μπορούσαμε σήμερα να παρατηρήσουμε το αντίστοιχο φαινόμενο στον ουρανό, η απάντηση έρχεται και πάλι από το Πανεπιστήμιο του Leicester. «Το μεγάλο πρόβλημα είναι η φωτορύπανση που υπάρχει πλέον σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Αν ο ουρανός στους Δελφούς είναι αρκετά σκοτεινός, ίσως να είστε τυχεροί και να δείτε το «Δελφίνι» να αναδύεται όχι όμως στις αρχές Φεβρουαρίου όπως στην αρχαιότητα αλλά μάλλον έναν μήνα μετά».

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Κ. Π. Καβάφης

 Οι μιμίαμβοι του Ηρώδου

Επί αιώνας μένοντες κρυμμένοι

εντός του σκότους Αιγυπτίας γης

μέσω τοιαύτης απελπιστικής σιγής

έπληττον οι μιμίαμβ’ οι χαριτωμένοι·

 

αλλά επέρασαν εκείν’ οι χρόνοι,

έφθασαν από τον Βορρά σοφοί

άνδρες, και των ιάμβων έπαυσ’ η ταφή

κι η λήθη. Οι ευτράπελοί των τόνοι

 

μας επανέφεραν τας ευθυμίας

ελληνικών οδών και αγορών·

κι εμβαίνομεν μαζί των εις τον ζωηρόν

βίον μιας περιέργου κοινωνίας. -

 

Μας απαντά ευθύς πονηροτάτη

μεσίτρια που σύζυγον πιστήν

ζητεί να διαφθείρει! Πλην την αρετήν

γνωρίζει η Μητρίχη να φυλάττει.

 

Άλλον κατόπιν βλέπομεν αχρείον

όστις κατάστημά τι συντηρεί

και άνδρα Φρύγα εμμανώς κατηγορεί

ως βλάψαντα το - παρθεναγωγείον.

 

Δύο πολύλογοι, κομψαί κυρίαι

επίσκεψιν εις τον Ασκληπιόν

κάμνουν· φαιδρύνουν δε μεγάλως τον ναόν

αι νοστιμόταταί των ομιλίαι.

 

Εις μέγα εργοστάσιον σκυτέως

εμβαίνομεν με την καλήν Μητρώ.

Ωραία πράγματα εδώ κείντ’ εν σωρώ,

εδώ ευρίσκετ’ ο συρμός ο τελευταίος.

Πλην πόσα έλειψαν εκ των παπύρων·

πόσον συχνά των μιαρών σηρών βορά

έγινεν ίαμβος λεπτός και είρων!

Ο ατυχής Ηρώδης, καμωμένος

διά τα σκώμματα και διά τα φαιδρά,

τί σοβαρά μάς ήλθε πληγωμένος!

[1892]

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Γιώργος Σεφέρης

Ευριπίδης, Αθηναίος

Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας
και στα λατομεία της Σικελίας.

Του άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές της θάλασσας.
Είδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια·
προσπάθησε να το τρυπήσει.
Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι·
ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Ίων

Ο Ίωνας είναι ο ήρωας που έδωσε το όνομά του στους Ίωνες. Είναι από το γένος του Δευκαλίωνα, ανιψιός του Δώρου και του Αίολου και γιος του Ξούθου και της Κρέουσας, της κόρης του Ερεχθέα.

Ο Ξούθος, ο πατέρας του Ίωνα, είχε διωχτεί από τη Θεσσαλία από τους δύο αδελφούς του, τον Αίολο και τον Δώρο. Είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα, όπου παντρεύτηκε την Κρέουσα. Όταν πέθανε ο πεθερός του Ερεχθέας, διώχτηκε από την Αττική και εγκαταστάθηκε στη βόρεια ακτή της Πελοποννήσου, στη χώρα του Αιγιαλού, που αργότερα έγινε η Αχαΐα. Μετά το θάνατό του, οι δύο γιοι του, ο Αχαιός και ο Ίωνας αποχωρίστηκαν. Ο Αχαιός ξαναγύρισε στη Θεσσαλία, ενώ ο Ίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Αιγιαλείς. Τότε ο βασιλιάς της χώρας αυτής Σέλινος του έδωσε σε γάμο τη μονάκριβη κόρη του Ελίκη και τον υπέδειξε ως διάδοχό του. Όταν πέθανε ο Σέλινος, ο Ίωνας πήρε την εξουσία. Ίδρυσε μια πόλη που την ονόμασε Ελίκη, από το όνομα της γυναίκας του, και ονόμασε Ίωνες τους κατοίκους του βασιλείου του. Εκείνο τον καιρό οι Αθηναίοι, που βρίσκονταν σε πόλεμο εναντίον των Ελευσινίων, κάλεσαν τον Ίωνα να τους βοηθήσει και τον έκαμαν αρχηγό τους. Ο Ίωνας έσπευσε στο κάλεσμά τους, αλλά πέθανε στην Αττική. Οι απόγονοι του Ίωνα διατήρησαν την εξουσία στον Αιγιαλό ως την ημέρα που οι απόγονοι του Αχαιού επέστρεψαν από τη Θεσσαλία, τους έδιωξαν και έδωσαν στη χώρα το όνομα Αχαΐα. Αυτή είναι η εκδοχή, όπως τη διηγείται ο Παυσανίας.

Ο Στράβωνας μας άφησε μια κάπως διαφορετική εκδοχή, που και αυτή εξηγεί τις διάφορες μετακινήσεις των ελληνικών φυλών. Ο Ξούθος, ύστερα από το γάμο του με την κόρη του Ερεχθέα, ίδρυσε στην Αττική την Τετράπολη που αποτελούνταν από τέσσερις πόλεις, την Οινόη, τον Μαραθώνα, την Προβάλινθο και την Τρικόρυνθο. Ένας από τους γιους του, ο Αχαιός, διέπραξε ακούσιο φόνο και έφυγε στη Σπάρτη· έδωσε στους λαούς της περιοχής αυτής το όνομα Αχαιοί, ενώ ο Ίωνας κατέκτησε τους Θράκες, που πολεμούσαν με αρχηγό τον Εύμολπο. Η επιτυχία αυτή του χάρισε τέτοια φήμη, που οι Αθηναίοι τον έκαμαν βασιλιά τους. Ο Ίωνας διαίρεσε την Αττική σε τέσσερις φυλές και οργάνωσε πολιτικά τη χώρα. Όταν πέθανε, η χώρα πήρε το όνομά του. Αργότερα οι Αθηναίοι ίδρυσαν αποικία στον Αιγιαλό και επέβαλαν στη χώρα αυτή το όνομα Ιωνία. Αλλά διώχτηκαν την εποχή των Ηρακλειδών από τους Αχαιούς που την ονόμασαν Αχαΐα.

Ο Ευριπίδης έγραψε μια ομώνυμη τραγωδία Ίων, όπου μυθιστοριοποιεί αυτά τα μυθικά δεδομένα. Ο Ίωνας στο έργο αυτό δεν είναι γιος του Ξούθου, αλλά γιος του Απόλλωνα και της Κρέουσας, της νεότερης κόρης του Ερεχθέα. Ενώθηκαν μέσα σε μια σπηλιά της Ακρόπολης και εκεί επίσης γεννήθηκε και το παιδί. Αλλά η Κρέουσα δεν θέλησε να το αναθρέψει. Μόλις, γεννήθηκε το εξέθεσε μέσα σε ένα καλάθι ανάμεσα στους βράχους, με τη σκέψη πως ο Απόλλωνας θα μπορούσε να το φροντίσει. Και πράγματι αυτό και έγινε. Το παιδί το έφερε ο Ερμής στους Δελφούς και το εμπιστεύτηκε στην ιέρεια του ναού.

Αργότερα η Κρέουσα παντρεύτηκε τον Ξούθο για να τον ευχαριστήσει για τη βοήθεια, που είχε προσφέρει στην οικογένειά τους στον πόλεμο εναντίον των απογόνων του Χαλκώδοντα. Αλλά αυτός ο γάμος παρέμεινε άγονος και γι’ αυτόν το λόγο ο Ξούθος και η Κρέουσα πήγαν στους Δελφούς να ζητήσουν συμβουλή από το μαντείο. Εκείνο απάντησε στον Ξούθο να υιοθετήσει για γιο του το παιδί, που πρώτο θα έβλεπε μπαίνοντας στο ναό. Το παιδί αυτό ήταν ο γιος της Κρέουσας. Υπακούοντας στο θεό ο Ξούθος το υιοθέτησε, αλλά η Κρέουσα δεν θέλησε να δεχτεί τον μικρό ξένο, που δεν τον αναγνώρισε. Σκέφτηκε μάλιστα να τον δηλητηριάσει· τέλος χάρη στο καλάθι μέσα στο οποίο είχαν βρει το παιδί και το οποίο είχε δηλητηριάσει η ιέρεια, η Κρέουσα αναγνώρισε τελικά το γιο της, μέσα από τον οποίο ξαναζούσε το αίμα του Ερεχθειδών.

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

Ιππόλυτος

 

Από την Αμαζόνα Μελανίππη ή Αντιόπη ή Ιππολύτη ο Θησέας είχε ένα γιο, που τον ονόμασε Ιππόλυτο. Από τη μητέρα του ο Ιππόλυτος είχε κληρονομήσει το πάθος για το κυνήγι και για τις βίαιες ασκήσεις. Από όλες τις θεότητες τιμούσε με τελείως ιδιαίτερο τρόπο την Άρτεμη, αλλά περιφρονούσε την Αφροδίτη. Η θεά τον εκδικήθηκε άγρια για την περιφρόνησή του βάζοντας στην καρδιά της Φαίδρας, της δεύτερης γυναίκας του Θησέα, ένα ζωηρό πάθος για το νέο άντρα. Η Φαίδρα του πρόσφερε τον έρωτά της, αλλά ο Ιππόλυτος την απέκρουσε. Από φόβο τότε μήπως εκείνος την προδώσει στον Θησέα, η Φαίδρα ξέσχισε τα ρούχα της, έσπασε την πόρτα του δωματίου της και προσποιήθηκε ότι ο Ιππόλυτος είχε θελήσει να τη βιάσει. Ο Θησέας οργίστηκε άγρια και μη θέλοντας ο ίδιος να σκοτώσει το γιο του προσέφυγε στον Ποσειδώνα, που του είχε υποσχεθεί να εκτελέσει τρεις ευχές που είχε δικαίωμα να διατυπώσει. Ο θεός, εισακούοντας την προσευχή του, έστειλε ένα θαλάσσιο τέρας, που βγήκε από τα κύματα, ενώ ο Ιππόλυτος οδηγούσε το άρμα του στην άκρη της θάλασσας, στην Τροιζήνα, τρόμαξε τα άλογά του και προκάλεσε το θάνατο του νεαρού άντρα. Πράγματι ο Ιππόλυτος παρασύρθηκε από τα άλογά του, έπεσε από το άρμα, τα πόδια του μπλέχτηκαν στα χαλινάρια και σύρθηκε πάνω στους βράχους. Η Φαίδρα, μαθαίνοντας το κακό που του είχε προξενήσει, κρεμάστηκε.

Διηγούνταν επίσης πως με την παράκληση της Άρτεμης ο Ασκληπιός ξανάδωσε τη ζωή στο νέο άντρα. Η θεά τον μετέφερε κατόπιν στην Ιταλία, στο ιερό της στην Αρικία (στην όχθη της λίμνης Nemi). Ο Ιππόλυτος ταυτίστηκε με το θεό Virbius, σύντροφο της Diana στην Αρικία.

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Ορφέας και Ευρυδίκη

Η μυθική ερωτική ιστορία του Ορφέα και της Ευρυδίκης είναι πολύ γνωστή μέχρι τη σύγχρονη εποχή και έχει εμπνεύσει την τέχνη στη μουσική, στον κινηματογράφο και το θέατρο.

Ο Ορφέας ήταν γιος του Θίαγρου, του βασιλιά της Θράκης και ήταν ένας πολύ προικισμένος μουσικός, που είχε μαθητεύσει  στον Απόλλωνα και ήξερε να παίζει τόσο όμορφες μελωδίες με τη λύρα του που μάγευε ακόμα και τα άγρια ζώα του δάσους. Ο Ορφέας συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία, βοηθώντας τον Ιάσονα να αντιμετωπίσει τις Σειρήνες.

Όταν ολοκληρώθηκε η εκστρατεία επέστρεψε στην πατρίδα του, την Πιερία. Ο Ορφέας με τη λύρα του μάγευε ακόμα και τα άγρια ζώα. Κάνοντας μια βόλτα στο δάσος, όπως συνήθιζε, συνάντησε τη νύμφη Ευρυδίκη, την οποία ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε. Το ζευγάρι έμοιαζε ευτυχισμένο μέχρι τη στιγμή που ο Αρισταίος, ο αγαπημένος φίλος του Ορφέα, προσπάθησε να βιάσει την Ευρυδίκη. Η νύμφη κατάφερε να του ξεφύγει και άρχισε να τρέχει στο δάσος, αλλά τη δάγκωσε ένα φίδι και σκοτώθηκε.

Η θλίψη του Ορφέα ήταν απερίγραπτη. Οι μουσικές του έγιναν μοιρολόγια και ο απαρηγόρητος νέος περνούσε τις μέρες του θρηνώντας και παίζοντας λυπημένες μελωδίες με τη λύρα του. Η μουσική του γέμισε θλίψη και συγκίνησε ακόμα και τους Θεούς, οι οποίοι τον λυπήθηκαν και αποφάσισαν να του δώσουν άδεια να κατέβει στον Κάτω Κόσμο για να συναντήσει την αγαπημένη του.

Για μια ακόμη φορά η λύρα του αποδείχθηκε «θαυματουργή», αφού όταν έφτασε στις πύλες του Άδη, έπαιξε μια μελωδία, μάγεψε τον τρομερό Κέρβερο και αυτός του επέτρεψε να περάσει. Το ίδιο συνέβη και όταν συνάντησε τον Πλούτωνα, τον Θεό του Κάτω Κόσμου. Ακούγοντας τη μουσική του Ορφέα, ο Πλούτωνας πείστηκε να του δώσει πίσω την Ευρυδίκη και να την πάρει μαζί του στη Γη. Κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί ποτέ και σύμφωνα με τον μύθο ο μεγάλος έρωτας του ζευγαριού σε συνδυασμό με τη μελωδία του Ορφέα, «λύγισαν» τον Πλούτωνα, ο οποίος έθεσε έναν όρο.

Ο Ορφέας πίστεψε ότι μπορούσε να κάνει υπομονή και να μη γυρίσει να κοιτάξει την Ευρυδίκη. Ο Πλούτωνας είπε στον Ορφέα πως στη διαδρομή μέχρι τη Γη, την Ευρυδίκη θα συνόδευε ο Ερμής. Ο Ορφέας έπρεπε να προχωράει μπροστά και ο φτεροπόδαρος Θεός, με την αγαπημένη του να τον ακολουθούν. Απαγορευόταν όμως να γυρίσει έστω και για μια στιγμή το κεφάλι του προς τα πίσω και να δει την Ευρυδίκη, αλλιώς θα την έχανε για πάντα.

Ο Ορφέας δέχτηκε και προκειμένου να κερδίζει πάλι την αγαπημένη του, ήταν βέβαιος πως θα μπορούσε να κάνει υπομονή σε όλη τη διαδρομή. Όμως, λίγο πριν φτάσουν στο τέλος, ο Ορφέας δεν άντεξε. Παρασύρθηκε από την αγάπη του. Η απόλυτη ησυχία τον έκανε να σκεφτεί πως κάτι είχε συμβεί και η Ευρυδίκη με τον Ερμή είχαν σταματήσει να τον ακολουθούν. Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος τους και αμέσως η Ευρυδίκη εξαφανίστηκε και επέστρεψε στον Άδη.

Ο Ορφέας έμεινε για πάντα μόνος και απαρηγόρητος, γνωρίζοντας ότι έχασε την αγαπημένη του από δικό του λάθος. Τριγυρνούσε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του στο δάσος και έπαιζε θλιμμένες μελωδίες. Σύμφωνα με τον μύθο, πολλές νύμφες προσπάθησαν να τον γοητεύσουν, αλλά ο Ορφέας δεν θέλησε ποτέ καμία άλλη εκτός από την Ευρυδίκη. Τη γυναίκα που έχασε, επειδή δεν μπόρεσε να ελέγξει την αδυναμία του...

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Πίνδαρος

Πυθιονίκαις (8.81-8.100)

Πάνω σε τέσσερις αντιπάλους έπεσες
αλύπητα από ψηλά, που δεν τους έμελλε
χαρούμενος σαν τον δικό σου γυρισμός απ’ την Πυθώνα,
κι όταν εφτάσαν στη μητέρα τους,
γέλιο γλυκό δεν σκόρπισε χαρά τριγύρω·
πήραν τ’ απόμερα δρομάκια ζαρωμένοι
και μακριά απ᾽ τα μάτια των εχθρών τους,
από τη συμφορά τους χτυπημένοι.


Εκείνος όμως που πέτυχε καινούρια νίκη
σ’ ευτυχία μεγάλη υψώνεται, αφού ξεκίνησε μ’ ελπίδες,
χάρη στο φτερωτό του το κατόρθωμα,
και στόχους έχει πιο ψηλούς από τα πλούτη.
Γοργά των θνητών αυξαίνει η χαρά·
μα το ίδιο γοργά και στο χώμα πέφτει
από σεισμό που σκέψη άστοχη τον φέρνει.


Εφήμεροι· τί είναι κανείς και τί δεν είναι;
Ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος.
Μα σαν τον βρει αίγλη θεόσταλτη,
φέγγος λαμπρό τον αγκαλιάζει,
κι είναι γλυκύτατη η ζωή του ανθρώπου.
Αίγινα, μάνα μου ακριβή,
σ’ ελεύθερο ταξίδι οδήγα την πόλη τούτη
με του Διός τη χάρη, του άρχοντα του Αιακού
και του Πηλέα, του γενναίου του Τελαμώνα και του Αχιλλέα.

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Τειρεσίας

Ο Τειρεσίας είναι διάσημος μάντης, που στο Θηβαϊκό κύκλο παίζει τον ίδιο ρόλο με το ρόλο που παίζει ο Κάλχας στον Τρωικό πόλεμο. Από τον πατέρα του Ευήρη, που καταγόταν από τον Ουδαίο, ανήκει στο γένος των Σπαρτών. Μητέρα του είναι η Νύμφη Χαρικλώ.

Για την παιδική ηλικία του Τειρεσία και τον τρόπο με τον οποίο είχε αποκτήσει το χάρισμα του μάντη υπήρχαν διάφοροι μύθοι. Διηγούνταν π.χ. ότι είχε τυφλωθεί από την Αθηνά, επειδή τυχαία είχε δει τη θεά γυμνή. Αλλά, έπειτα από παράκληση της Χαρικλώς, η Παλλάδα, για να τον αποζημιώσει, του είχε παραχωρήσει το χάρισμα της προφητείας. Η διασημότερη όμως παραλλαγή είναι πολύ διαφορετική. Μια μέρα, που ο νεαρός Τειρεσίας περπατούσε στο όρος Κυλλήνη (ή τον Κιθαιρώνα), είδε δύο φίδια να ζευγαρώνουν. Στο ακόλουθο όμως σημείο οι συγγραφείς δε συμφωνούν· άλλοι π.χ. λένε πως ο Τειρεσίας χώρισε τα φίδια, άλλοι πως τα πλήγωσε και άλλοι πάλι πως σκότωσε το θηλυκό φίδι. Όπως και να έχει, το αποτέλεσμα της επέμβασής του ήταν πως ο ίδιος έγινε γυναίκα. Ύστερα από εφτά χρόνια, βαδίζοντας στον ίδιο τόπο, ξαναείδε φίδια να ζευγαρώνονται. Επενέβη με τον ίδιο τρόπο και πήρε ξανά το αρχικό του φύλο. Το ατύχημά του τον έκαμε διάσημο και μια μέρα που ο Δίας και η Ήρα μάλωναν, για να μάθουν ποιος, ο άντρας ή η γυναίκα, απολαμβάνει μεγαλύτερη ηδονή στον έρωτα, είχαν την ιδέα να συμβουλευτούν τον Τειρεσία που μόνος αυτός είχε δοκιμάσει τη διπλή εμπειρία. Ο Τειρεσίας, χωρίς να διστάσει, βεβαίωσε πως, αν η ηδονή του έρωτα αποτελούνταν από δέκα μέρη, η γυναίκα απολάμβανε τα εννέα και ο άντρας μόνο ένα. Αυτό το γεγονός εξόργισε την Ήρα τρομερά, επειδή έβλεπε να αποκαλύπτεται με τον τρόπο αυτόν το μεγάλο μυστικό του φύλου της, και χτύπησε τον Τειρεσία με τύφλωση. Για αποζημίωση ο Δίας παραχώρησε στον Τειρεσία το χάρισμα της προφητείας και το προνόμιο να ζήσει για πολλά χρόνια (επτά ανθρώπινες γενιές, λένε).

Στον Τειρεσία αποδίδουν αριθμό προφητειών, που αφορούν τα σημαντικά γεγονότα του Θηβαϊκού μυθικού κύκλου. Στην ελληνιστική και ρωμαϊκή ποίηση ο Τειρεσίας καταλήγει να είναι στη Θήβα «ο μάντης για όλες τις περιστάσεις».

Ο Τειρεσίας είχε μια κόρη, τη μάντισσα Μαντώ, που ήταν με τη σειρά της μητέρα του μάντη Μόψου.

Ο θάνατος του Τειρεσία συνδέεται με την άλωση της Θήβας από τους Επιγόνους. Ο Τειρεσίας ακολούθησε τους Θηβαίους στην έξοδό τους και σταμάτησε μαζί τους το πρωί κοντά σε μια πηγή, που λεγόταν Τέλφουσα. Διψασμένος από το τρέξιμο, ήπιε από αυτό το νερό, που ήταν ιδιαίτερα κρύο, και πέθανε. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Τειρεσίας είχε παραμείνει μαζί με την κόρη του στην πόλη. Οι νικητές τους αιχμαλώτισαν, αλλά τους έστειλαν στους Δελφούς, για να αφιερωθούν στο θεό τους, τον Απόλλωνα. Στο δρόμο ο Τειρεσίας, που ήταν πολύ γέρος, πέθανε από κούραση.

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Αρχίλοχος

 απ. 128 West

Καρδιά καρδιά μου, που σε ταράζουν αγιάτρευτες συμφορές,

μάζεψε τις δυνάμεις σου κι αντιμετώπισε τον εχθρό προτάσσοντας

τα στήθη σου. Με σταθερότητα δέξου τον αγώνα με τον εχθρό σώμα με σώμα.

Αν νικήσεις μη δείξεις τη χαρά σου δημόσια

κι αν νικηθείς μη ριχτείς στο πάτωμα του σπιτιού σου κλαίγοντας.

Να χαίρεσαι στη χαρά και να λυπάσαι στη λύπη,

αλλά όχι υπερβολικά. Προσπάθησε να καταλάβεις το ρυθμό που κυβερνά τους ανθρώπους.

(μτφρ. Δ. Ιακώβ)

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Το κουτσομπολιό ως εργαλείο επιβίωσης των αδύναμων στην Αρχαία Ελλάδα

Στην αρχαία ελληνική γραμματεία, κορυφαία θέση -ως απόλυτα έργα τέχνης σε ό,τι αφορά την περιγραφή τους- κατέχουν οι πράξεις εκδίκησης.

Αυτοί που τις μηχανεύονται και τις ενορχηστρώνουν, εξολοθρεύουν τους εχθρούς τους ακόμη κι αν εκείνοι υπερέχουν σε ρώμη ή ανδρεία. Κλασικό παράδειγμα, η σκηνή μάχης ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Έκτορα, όπου ο πρώτος παίρνει εκδίκηση για τον θάνατο του αδελφικού του συντρόφου, Πάτροκλου, ή ακόμη και η κορυφαία πονηρία της Μήδειας που δολοφονεί τον Κρέοντα και την κόρη του, χρησιμοποιώντας ρούχα ποτισμένα με δηλητήριο. Οποία εκδίκηση για τον Ιάσονα, τον άπιστο σύζυγο…

Όλα αυτά τα επεισόδια δημιουργούν την απορία για το πώς ένα άτομο, που στερείται σωματικής δύναμης, υπερφυσικών ιδιοτήτων ή έστω υποστηρικτών, θα μπορούσε να πάρει εκδίκηση; Στην αρχαία ελληνική κοινωνία, ειδικά οι γυναίκες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ακόμη κι αν δεν διέθεταν άλλο μέσο, κοινωνικές γνωριμίες ας πούμε στα υψηλά στρώματα, ωστόσο είχαν ένα πανίσχυρο όπλο για να καταποντίσουν έναν μισητό εχθρό τους: το κουτσομπολιό.

Και η αλήθεια είναι ότι στην αρχαία Ελλάδα, οι ποιητές είχαν προσωποποιήσει, βασικά είχαν ανάγει σε θεότητα τη φήμη. Στα Ομηρικά έπη, η Φήμη παρουσιάζεται ως αγγελιοφόρος του Δία, που ορμά μαζί με τα πλήθη των στρατιωτών και διαρρέει μία είδηση ανάμεσα στους ανθρώπους: αυτή εξαπλώνεται από στόμα σε στόμα ανάμεσα στα πλήθη.

Ο Ησίοδος την απεικονίζει επίσης με κάποιο τρόπο θεϊκό, αλλά την περιγράφει ως κάτι απέναντι στο οποίο οι άνθρωποι οφείλουν να είναι επιφυλακτικοί, καθώς πρόκειται για κάτι «άτακτο, ελαφρύ και εύκολο να γιγαντωθεί, και που δύσκολα το ξεφορτώνεται κανείς».

Ο Αθηναίος ρήτορας Αισχίνης, ήδη από τον 4ο π.Χ. αιώνα κάνει λόγο για τις φήμες, τα κουτσομπολιά που φαινομενικά αυθόρμητα διατρέχουν την πόλη και αφορούν θέματα του ιδιωτικού βίου, συνήθως.

Άντρες ή γυναίκες, πλούσιοι ή φτωχοί, ελεύθεροι ή σκλάβοι, νέοι ή ηλικιωμένοι, όλοι φαίνεται ότι αγαπούσαν το κουτσομπολιό στην Αρχαία Αθήνα: μπορεί κανείς να πει ότι ήταν το κοινό σημείο μεταξύ των πολιτών που γεφύρωνε όλα τα ταξικά και οικονομικά χάσματα. Η τάση των ανθρώπων να κουτσομπολεύουν άνοιγε κανάλια επικοινωνίας ανάμεσα στα χαμηλά στρώματα με τα ανώτερα, ανάμεσα στους αδύναμους της κοινωνίας με τους πιο ισχυρούς.

Ακόμη και ο Αριστοτέλης έφτασε να επισημαίνει το γεγονός ότι επρόκειτο για μια ελαφριά και ευχάριστη ασχολία, που όμως θα μπορούσε να έχει κακόβουλη αφετηρία, ειδικά όταν μιλούσε κάποιος που είχε αδικηθεί. Η αξιολόγηση των λέξεων ως όπλο των αδύναμων είναι κάτι που πρέπει να λαμβάνει σοβαρά κανείς υπόψιν, ειδικά αν θυμάται ότι στα δικαστήρια της Αθήνας το κουτσομπολιό χρησιμοποιήθηκε ως μέσο εξόντωσης των νομικών αντιπάλων κάποιου.

Οι δικαστικές αρχές τότε βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στην αξιολόγηση του χαρακτήρα των ατόμων που εμπλέκονταν στην υπόθεση και όχι σε σοβαρές αποδείξεις. Ελλείψει επαγγελματιών δικαστών, στόχος των ομιλητών ήταν να δυσφημίσουν τους χαρακτήρες των αντιπάλων τους στα μάτια των ενόρκων, παρουσιάζοντάς τους εαυτούς τους ως αξιέπαινους πολίτες. Η δύναμη του κουτσομπολιού ήταν κάτι που τρόμαζε τους αρχαίους διάδικους, που πάντα φρόντιζαν να επισημάνουν πως ίσως οι δικαστές άκουγαν ιστορίες που ελάχιστα είχαν επαφή με την πραγματικότητα και στόχο είχαν να τους δυσφημίσουν.

Από τους αρχαίους ρήτορες μαθαίνουμε ότι δημόσιοι χώροι, όπως τα καταστήματα και οι αγορές ήταν χρήσιμες τοποθεσίες για να εξαπλωθούν ψευδείς φήμες με στόχο τη δυσφήμιση ενός αντιπάλου, κυρίως εξαιτίας του ετερόκλητου πλήθους που συγκεντρωνόταν εκεί.

Σε μια περίπτωση, που επισημάνθηκε από τον Δημοσθένη, ο Διόδωρος ισχυρίζεται ότι οι εχθροί του διαδίδουν ψευδείς πληροφορίες, στέλνοντας επαγγελματίες της δυσφήμισης στις αγορές με την ελπίδα ότι θα επηρεάσουν την κοινή γνώμη προς όφελός τους. Ο ίδιος ο Δημοσθένης κατηγόρησε τον αντίπαλό του Μειδία ότι διέδιδε κακόβουλες φήμες. Και ο Καλλίμαχος λέγεται ότι επανειλημμένα έλεγε στα πλήθη μια ιστορία κακομεταχείρισης του ιδίου στα χέρια του αντιπάλου του που τελικά έγινε πιστευτή.

Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος των… κουτσομπόληδων ήταν οι πληροφορίες να καταλάβουν την πόλη, να δημιουργήσουν ψευδείς εντυπώσεις και στο τέλος οι εμπλεκόμενοι σε κάθε υπόθεση να κερδίσουν τη νομική μάχη.

Ειδικά, στα δικαστήρια των Αθηνών, που διοικούνταν αποκλειστικά από άντρες, οι γυναίκες δεν είχαν την παραμικρή εκπροσώπηση ή ελπίδα δικαίωσης αν δεν υποστηρίζονταν από άντρες συγγενείς, που θα λειτουργούσαν εξ ονόματός τους. Ωστόσο, η ικανότητα των γυναικών να μιλάνε με τον κόσμο, έστω και υπογείως, μπορούσε να γίνει όπλο τους ώστε να κερδίσουν μία σοβαρή νομική διαμάχη. Βάσει των πηγών της αρχαιοελληνικής γραμματείας, στο Κατά Αριστογείτονος Α΄ καταγράφεται ένα περιστατικό της βάναυσης και αχάριστης συμπεριφοράς του Αριστογείτονα σε μια αλλοδαπή γυναίκα, τη Ζομπία, την οποία αφού κακοποίησε, μετά απειλούσε ότι θα πουλήσει στα σκλαβοπάζαρα.

Από την πλευρά της, εκείνη που δεν ήταν καν πολίτης της Αθήνας για να προστρέξει στις επίσημες αρχές και να ζητήσει την παραδειγματική τιμωρία του Αριστογείτονα, άρχισε να μιλά ανοιχτά γι’ αυτό που είχε υποστεί στα χέρια του. Παρά το γεγονός ότι ανήκε στις τάξεις των πλέον αβοήθητων ανθρώπων στην Αθήνα, η ιστορία της που διαδόθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη της πόλης, ακούστηκε και στο δικαστήριο, ένα μέρος αυστηρά ανδροκρατούμενο, και ο Αριστογείτονας κρίθηκε για τον κακό, βάναυσο, αναξιόπιστο χαρακτήρα του…

Να μια περίπτωση που τα κουτσομπολιά των γυναικών θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά στο δικαστήριο και παρά το ότι δεν υπήρχε για εκείνες πρόσβαση σε νόμιμους τρόπους τιμωρίας, ωστόσο θα είχαν πάρει -έστω και έτσι- την εκδίκησή τους.

 Ένα άλλο παράδειγμα γυναικείου κουτσομπολιού που αναφέρθηκε στο δικαστήριο εμφανίζεται στον Λυσία  σχετικά με τη δολοφονία του Ερατοσθένη. Σε αυτήν την ομιλία ο εναγόμενος Ευφίλητος ισχυρίζεται ότι σκότωσε νόμιμα τον Ερατοσθένη, επειδή τον έπιασε να τον απατά με τη σύζυγό του.

Ο Ευφίλητος μάλιστα εμφανίζεται να αφηγείται μια ιστορία για το πώς μια ηλικιωμένη τον πλησίασε κοντά στο σπίτι του για να τον ενημερώσει για την υπόθεση της συζύγου του με τον Ερατοσθένη. Αυτή η ιστορία λειτουργεί εν μέρει για να τονίσει από τη μία τον δήθεν αφελή χαρακτήρα του Ευφίλητου, ο οποίος χρειάζεται κάποιον να επισημάνει ρητά την απιστία της συζύγου του και από την άλλη για να αποδείξει την απαράδεκτη συμπεριφορά του Ερατοσθένη, που προκάλεσε το τέλος του.

Σύμφωνα με τον Ευφίλητο, η ηλικιωμένη γυναίκα δεν τον βρήκε τυχαία, αλλά ήταν απεσταλμένη και καλοθελήτρια μίας παλιότερης ερωμένης του Ερατοσθένη, που προφανώς ήθελε να τον εκδικηθεί, όταν εκείνος την απέρριψε για κάποια άλλη.

Το σύνολο της ομιλίας του Ευφίλητου περιγράφει τον τρόπο που μια προδομένη γυναίκα, χωρίς καμία εξουσία και καμία δύναμη, ουσιαστικά με ένα κουτσομπολιό κινεί τα νήματα και προοικονομεί την τελική εξόντωση του άντρα που της προκάλεσε τόση οργή και πόνο. Με λίγα λόγια μιλάμε για την τέλεια εκδίκηση με τη διάδοση ενός μικρού, αλλά θανατηφόρου κουτσομπολιού…

Τι μας λένε όλα αυτά στο σήμερα; Κατ’ αρχάς, μας ενημερώνουν για το πόσο καλά γνώριζαν οι αρχαίοι Αθηναίοι τις συνέπειες και την αποτελεσματικότητα ενός καλού κουτσομπολιού και της σωστά υπολογισμένης χρήσης του. Κατά δεύτερον, το γεγονός ότι στα δικαστήρια εκείνης της εποχής παρουσιάζονταν γυναίκες - επαγγελματίες κουτσομπόλες καταδεικνύει το πόσο οι αρχαίοι υμών δεν νοιάζονταν επιλεκτικά για την ταξική ή οικονομική θέση (ή το φύλο ακόμη!) του «αγγελιαφόρου» που θα τους βοηθούσε να κερδίσουν τη δίκη.

Το θέμα ήταν το πώς θα επωφελούνταν -απ’ οτιδήποτε και οποιονδήποτε- προκειμένου να νικήσουν τον αντίπαλό τους. Και, καταληκτικά, προκύπτει πώς το κουτσομπολιό -αυτό το ευτελές κομμάτι της καθημερινότητας, παλιάς και σύγχρονης- μπορούσε να γίνει όπλο και σκαλοπάτι ακόμη, όχι μόνο στη δικαίωση, αλλά και στην ανέλιξη αδύναμων ανθρώπων (σκλάβων, γυναικών, φτωχών, αλλοδαπών χωρίς αναγνωρισμένα δικαιώματα), που πάλευαν όπως μπορούσαν για να πάρουν εκδίκηση.

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

Η ανθρώπινη ευδαιμονία κατά τον Ηρόδοτο

   Ευχή και στόχος κάθε ανθρώπου είναι η ευδαιμονία, γι’ αυτό και στις  γιορτές συνηθίσαμε να ευχόμαστε για πολλά κι ευτυχισμένα χρόνια. Πώς όμως κατακτιέται η ευτυχία και πώς εμείς μπορούμε να ανεβούμε στο βάθρο της για μεγάλη διάρκεια; Έχει να κάνει με τα πλούτη και τα υλικά αγαθά ή με άλλες αξίες που αφορούν και τη συλλογική ζωή; Οι μεγάλες αλήθειες έχουν ειπωθεί από τα αρχαία χρόνια και είναι επίκαιρες στη σημερινή μας ζωή. Στα συγγράμματα του Ηροδότου υπάρχουν διάσπαρτες ιστορίες που ξενίζουν το σύγχρονο άνθρωπο γιατί ζει στην εποχή του καταναλωτισμού και του ατομισμού.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο λοιπόν «Επί της βασιλείας του Κροίσου όλοι οι σοφοί της Ελλάδας επισκέπτονται την ακμάζουσα τότε πόλη των Σάρδεων. Ανάμεσά τους και ο Σόλων ο Αθηναίος, ο οποίος αφού νομοθέτησε, όπως του ζήτησαν οι Αθηναίοι, αποδήμησε για δέκα χρόνια με την πρόθεση να δει και να γνωρίσει τον κόσμο, και γιατί ήθελε βέβαια να μη βρεθεί στην ανάγκη να λύσει κάποιον από τους νόμους του. Μετά την Αίγυπτο βρέθηκε στην αυλή του  Κροίσου, όπου και φιλοξενήθηκε στα βασιλικά ανάκτορα. Αφού ξεναγήθηκε για μερικές ημέρες από τους υπηρέτες στους θησαυρούς, ήλθε η κατάλληλη στιγμή να ρωτήσει ο πάμπλουτος Κροίσος τον Σόλωνα αν με τις γνώσεις, τη σοφία  και τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις του, είδε κάποιον άνθρωπο που να είναι ο πιο ευτυχισμένος από όλους. Εκείνος έκανε την ερώτηση με την ιδέα πως είναι ο ίδιος ο πιο ευτυχισμένος ανάμεσα στους ανθρώπους. Όμως ο Σόλων χωρίς καμιά κολακεία και με απόλυτη ειλικρίνεια απαντά: «Βασιλιά μου τον Τέλλο τον Αθηναίο». Σάστισε ο Κροίσος  με την απάντηση και ρώτησε ανυπόμονα: «Κι από πού κρίνεις τον Τέλλο πως είναι ο πιο ευτυχισμένος;» Κι εκείνος αποκρίθηκε: «Ο Τέλλος πρώτα πρώτα μέσα σε μια μπορεμένη πόλη, είχε παιδιά καλά και άξια, και είδε από όλα αυτά εγγόνια, κι όλα να ζουν κι ύστερα από μια ζωή γεμάτη αγαθά με τα δικά μας μέτρα, (ειδικότερα τα αθηναϊκά που ήταν σε αντίθεση με τα λυδικά) το τέλος της ζωής του ήρθε όλο λάμψη: σε μια μάχη των Αθηναίων με τους γείτονές τους στην Ελευσίνα, (πιθανόν να πρόκειται για τους Μεγαρείς), όρμησε στον εχθρό, τον έτρεψε σε φυγή και βρήκε εκεί πάνω τον πιο ωραίο θάνατο. Οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη και του έκαναν μεγάλες τιμές».

Επισημαίνουμε εδώ ότι ο Σόλων τοποθετεί στην πρώτη θέση τον Τέλλο γιατί εκτός από την οικογενειακή προκοπή, στα γεράματά του  σκοτώνεται για αξίες που τις θεωρεί ανώτερες από την ίδια του τη ζωή και αφορά στο σύνολο των συμπατριωτών του. Είναι η αξία της ελευθερίας που μαζί με την πατρίδα  αποτελούν το υπέρτατο αγαθό για το οποίο αξίζει να θυσιαστεί ευτυχισμένος.

«Έτσι μιλώντας για τον Τέλλο ερέθισε ο Σόλων τον Κροίσο με όσα είπε για την ευτυχία του, ώστε εκείνος ρωτούσε ποιον εύρισκε ο Σόλων δεύτερο στη σειρά μετά τον Τέλλο, πιστεύοντας ακράδαντα ότι τη δεύτερη θέση θα την έπαιρνε ο ίδιος. Όμως ο Σόλων αποκρίθηκε «Τον Κλέοβη και τον Βίτωνα. Αυτοί, που ήταν από αργίτικη γενιά και αγαθά αρκετά είχαν και επιπλέον σωματική δύναμη τέτοιας λογής που κι οι δυο είχαν κερδίσει βραβεία σε αγώνες, και λένε μάλιστα γι’ αυτούς την ακόλουθη ιστορία: Πώς σε μια γιορτή που έκαναν οι Αργίτες προς τιμή της Ήρας, έπρεπε η μητέρα τους να πάει με ζεμένο αμάξι στο ιερό, όμως τα βόδια δεν έφταναν στην ώρα τους από το χωράφι. Καθώς ο χρόνος δεν τους έπαιρνε να περιμένουν, μπήκαν οι ίδιοι οι νέοι κάτω από το ζυγό και έσερναν το αμάξι, ενώ πάνω του πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού έσυραν το φορτίο τους σαρανταπέντε στάδια, έφτασαν στο ιερό. Το κατόρθωμά τους που το είδε όλος ο μαζεμένος κόσμος στο πανηγύρι, το επισφράγισε λαμπρά το τέλος της ζωής τους, και έδειξε στην περίσταση αυτή ο Θεός πόσο είναι για τον άνθρωπο καλύτερο να πεθαίνει παρά να ζει. Γιατί οι Αργείοι τους περικύκλωσαν και μακάριζαν τα παλληκάρια για τη ρώμη τους, ενώ οι Αργίτισσες μακάριζαν τη μάνα τους που της έτυχαν τέτοια παιδιά. Και η μητέρα τους γεμάτη χαρά για το έργο και τους επαίνους των παιδιών της, στάθηκε αντίκρυ στο άγαλμα της θεάς κι ευχόταν για τα παιδιά, που τόσο πολύ την τίμησαν να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο μπορεί να τύχει σε άνθρωπο. Ύστερα από αυτή την ευχή έκαναν θυσίες κι έφαγαν, και σαν κοιμήθηκαν τα παλληκάρια στο ίδιο το ιερό δεν μεταξύπνησαν πιά αλλά η ζωή τους τέλειωσε έτσι. Και οι Αργείοι τους έφτιαξαν αγάλματα και τα αφιέρωσαν στους Δελφούς, να τους τιμήσουν που στάθηκαν άριστοι άνδρες».

Είναι φανερό σε αυτή την εξιστόρηση ότι επαινείται η σχέση και η αφοσίωση των παλληκαριών στη μάνα τους αλλά και η πίστη στη θεά που μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους ευτυχισμένους.

«Ο Σόλων έτσι έδωσε σ’ αυτούς το δεύτερο βραβείο ευδαιμονίας και ο Κροίσος οργισμένος είπε: Ε ξένε, και η δική μας λοιπόν ευδαιμονία τόσο μηδαμινή είναι για σένα, που την καταφρόνησες έτσι, ώστε ούτε με ιδιώτες δεν μας θεώρησε άξιες να συγκριθούμε; Κι εκείνος είπε: Κροίσε, εμένα λοιπόν που ξέρω ότι ο θεός είναι όλος φθόνο1 και του αρέσει να φέρνει τα άνω κάτω, με ρωτάς για τα ανθρώπινα πράγματα. Στο μάκρος της ζωής του έχει κανείς πολλά να δει που δε θα τα ’θελε, και πολλά να πάθει.. Με αυτούς τους όρους Κροίσε ο άνθρωπος είναι έρμαιο της τύχης. Όμως εκείνο που με ρωτάς ακόμη δεν είμαι σε θέση να το πω, πριν μάθω πως είχες καλά τέλη...

Μ’ αυτά τα λόγια δεν έδωσε ο Σόλων καμιά χαρά στον Κροίσο, κι αυτός, επειδή διόλου δεν τον υπολόγισε, τον έδιωξε πεπεισμένος πως πρόκειται για έναν αστοιχείωτο ο οποίος τα αγαθά που είχε μπροστά στα μάτια του δεν τα ψηφούσε, και έλεγε να βλέπουμε τo κάθε πράγμα πού τελειώνει. Είχε φύγει ο Σόλων και μετά έπεσε επάνω στον Κροίσο βαριά θεϊκή οργή που είχε σχέση με την τύχη των παιδιών του, επειδή, υποθέτω, πίστεψε πως είναι από όλους ο πιο ευτυχισμένος…».

Η τελευταία παράγραφος των ιστοριών του Ηροδότου, ίσως, είναι η σημαντικότερη σχετικά με την ανθρώπινη ευδαιμονία. Εν ολίγοις ο ιστορικός αναφέρεται σε απόρριψη της πρότασης προς τον Κύρο να κατακτήσουν και άλλες περιοχές γιατί η γη που ορίζουν είναι λίγη κι αυτή τραχιά και να ηγεμονεύσουν στην περιοχή. Επειδή συνήθως, είπε η θηλυκή γη (πεδιάδες) βγάζει εκθηλυσμένους άντρες, γιατί δεν γίνεται απ’ την ίδια γη να βλασταίνουν το ένα και το άλλο, και καρποί θαυμαστοί και άντρες με πολεμική αρετή. Με αυτά οι Πέρσες κατάλαβαν την πλάνη τους κι αποσύρθηκαν γρήγορα γρήγορα και προτίμησαν να είναι αφέντες ζώντας σε φτωχή γη παρά να καλλιεργούν πεδιάδα και να είναι δούλοι άλλων.

1Ο φθόνος ως αντίδραση του θείου προς την ανθρώπινη ευδαιμονία είναι στον Ηρόδοτο έννοια βασική και ερμηνευτική της ανθρώπινης μοίρας. Σημαίνει ζήλεια, διάθεση για ανατροπή της προκλητικής ευδαιμονίας των βροτών, κι όταν ακόμη αυτή δεν είναι ανάξια αποκτημένη. Η αιτία του φθόνου των θεών ανάγεται περισσότερο στην εξέγερσή τους μπροστά στην ανθρώπινη ευτυχία, που πάει να ξεπεράσει τα όρια της φύσης των θνητών.

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Θεατρική παράσταση: Τρίτο Στεφάνι - Το Τραγούδι του Φινάλε









Στρόβιλος είναι η ζωή


Πώς μας πλανεύει τ’ όνειρο

Και πάει να μας γελάσει

Από ταξίδι ο άνθρωπος

Ποτέ δε θα χορτάσει


Πώς πίνει η θάλασσα το φως

Και ξεδιψάει το κύμα

Έτσι αν δεν πίνεις τη ζωή

Είναι μεγάλο κρίμα

 

Κι αν λύθηκαν τα άρμενα

Τα μάγια δε λυθήκαν

Απόψε άλλοι χάθηκαν 

Και άλλοι γεννηθήκαν

 

Στρόβιλος είναι η ζωή

Αγέρας, τρικυμία

Αν αγαπάς το στρόβιλο

Αυτό είν’ ευτυχία…

 

Μουσική: Μίνως Μάτσας

Στίχοι: Σοφία Καψούρου