Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Τι γλυκά έτρωγαν οι αρχαίοι Έλληνες


Οι πηγές από όπου έχουν αντληθεί οι περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις γαστριμαργικές συνήθειες, τις συνταγές και τα ήθη γύρω από τα τραπέζια της Αρχαίας Ελλάδας είναι δύο: οι «Δειπνοσοφιστές» του Αθήναιου, Αλεξανδρινού βιολόγου, γαστρονόμου και ρήτορα που έζησε στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ., και το έργο του Αρχέστρατου, Συρακούσιου ποιητή και φιλοσόφου του 4ου π.Χ. αιώνα, ο οποίος θεωρείται ο πατέρας της δυτικής γαστρονομίας.
Σύμφωνα λοιπόν με τις πηγές αυτές τα γλυκά των αρχαίων Ελλήνων ή αλλιώς νωγαλεύματα ήταν τα εξής:
- ο σησαμούς (παστέλι από σουσάμι),
- η μουστόπιτα (μουσταλευριά),
- ο μηλοπλακούς (κυδώνι βρασμένο σε μέλι),
- το λάγανον ή λαλλάγγι (είδος τηγανίτας),
- ο κοπτοπλακούς (γλύκισμα με φύλλα ζύμης, αμύγδαλα, καρύδια και μέλι που μοιάζει να είναι πρόγονος του σημερινού μπακλαβά),
- οι πλακούντες (πίτες με ζυμάρι, τυρί, μέλι, σουσάμι και καρυκεύματα),
- η άμμιλος (τούρτα),
- η μελιττούτα (μελόπιτα),
- τα τήγανα (λουκουμάδες).
Όπως φαίνεται πολλά από αυτά υπάρχουν και σήμερα και μάλιστα θεωρούνται ιδιαίτερης διατροφικής αξίας.

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Ματρόζος


Ο Μπουρλοτιέρης Ματρόζος ήταν Σπετσιώτης αγωνιστής, που χάρισε τα πάντα στην πατρίδα, έφθασε στα γεράματά του να είναι φτωχός και αγνοημένος, όταν οι πρώην ναύτες του είχαν γίνει καπεταναίοι στα βασιλικά καράβια και ο παλιός συμπολεμιστής του Κωνσταντίνος Κανάρης ήταν Υπουργός των Ναυτικών. Γεννήθηκε στην Ύδρα. Το 1824 πήρε μέρος στη Ναυμαχία του Καφηρέα και πυρπόλησε μια φρεγάτα την ώρα που έπλεε. Το ίδιο έτος πυρπόλησε στην ναυμαχία του Γέροντα ένα μπρίκι. Πήρε μέρος και σε άλλες μάχες του αγώνα.
Αυτόν, λοιπόν, τον Κανάρη, του οποίου τη ζωή είχε γλυτώσει κοντά στην Τένεδο, πήγε να συναντήσει στην Αθήνα ο ήρωας γερο-Ματρόζος, που ζούσε σεμνός και αφανής όλα τα χρόνια της ζωής του, μέχρι που η πείνα τον ανάγκασε να καταπιεί την υπερηφάνεια του και να ζητήσει βοήθεια. Στο Υπουργείο, δυστυχώς, του έκλεισε το δρόμο ένας άνθρωπος, που ευεργετημένος ασκούσε τη μικρή εξουσία του με υπεροψία. Κατά καλή του, όμως, τύχη, άκουσε τη συνομιλία τους ο Υπουργός, ο μεγαλόψυχος Κανάρης, και ο γερο-Ματρόζος δεν έφυγε άπρακτος και πικραμένος.
Το περιστατικό πολύ συγκινητικά αφηγείται στο υπέροχο ποίημά του ο μελίρρυτος Σπετσιώτης ποιητής Γεώργιος Στρατήγης.
Μπαίνοντας στο Υπουργείο ο γέρο-Ματρόζος, που είχε την όψη ζητιάνου, είπε στον υπασπιστή, που ήταν ντυμένος στα χρυσά.
– Θέλω να δω τον Κωνσταντή!
– Ποιόν Κωνσταντή; Τον ρώτησε εκείνος.
– Αυτόν… τον Ψαριανό!
Ο υπασπιστής εκνευρισμένος του απαντά:
– Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είν’ Υπουργείο, να ζητιανέψεις πήγαινε μεσ’ στο φτωχοκομείο.
Ο Ματρόζος τότε παλληκαρίσια του απάντησε:
Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα, οι καπετάνιοι σαν κι εσέ δε θα φορούσαν στέμμα!