Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Ο Κ.Π. Καβάφης και η σχέση του με το θέατρο



Ο Καβάφης έχει επηρεάσει πολύ το πώς σκεφτόμαστε σήμερα την ποίηση και το θέατρο: η ποίησή του σκηνοθετεί και δραματοποιεί εκ νέου την ιστορία, μια ιστορία που αναμιγνύει το χρονικό της, την ελάχιστη υποσημείωσή της με μια κραταιά θεατρική έκφραση. Ο Καβάφης είχε μια ασύγκριτη ικανότητα να δημιουργεί σιωπηρά δράματα, σε μια εποχή όπου ακόμη ανθούσε η ρομαντική και συχνά αμετροεπής δραματουργία και όπου οι δραματουργοί προέκριναν ψυχολογικά και συγχρόνως κοινωνικά θέματα. Στην τέχνη του ο ποιητής γίνεται σκηνοθέτης μιας οπτικής σκηνής, χωρίς τα συμπαρομαρτούντα του θεάτρου προσωπικοτήτων και χωρίς θεατρικά εφέ. Το δράμα του σιωπηλού, καταδικασμένου πρωταγωνιστή στα ποιήματά του Αλεξανδρινοί βασιλείς  και Καισαρίων απέχει παρασάγγας από το σύγχρονό του θέατρο που κυνηγούσε τη λάμψη και τη δημοσιότητα. Οι σιωπές στον Καβάφη μιλούν δυνατότερα από κάθε πράξη. Ακόμα και τα ίδια τα ποιήματά του, μετά την αρχική, καχεκτική πορεία τους, διένυσαν με σιωπηλά, αργά αλλά αποτελεσματικά βήματα τον δρόμο τους προς τη διάδοση και τη σωστή αρχειοθέτηση.
Διαβάζοντας αυτά τα ποιήματα σαν θέατρο, σαν performance, σαν σκηνοθεσία και παιχνίδι ρόλων, μπορούμε να κατανοήσουμε βαθύτερα τη μεγάλη απήχηση του ποιητή. Ο Γ. Π. Σαββίδης είχε ήδη εκφράσει ενδιαφέρον για τη θεατρική του διάσταση και είχε μιλήσει για την «ημι-δραματική τεχνική του». Αλλά και άλλοι λόγιοι και μεταφραστές έχουν επισημάνει τη θεατρικότητα και τη σκηνοθετική δυναμική πολλών του ποιημάτων. Άλλωστε ο Καβάφης ήταν παθιασμένος θαμώνας του θεάτρου, συναναστρεφόταν τους ανθρώπους του, διάβαζε με ζήλο και συζητούσε με επιφανείς επαγγελματίες του χώρου. Τα ποιήματά του διαπνέονται από μια βαθιά σκηνική αίσθηση που τον καθιστά την ίδια στιγμή συγγραφέα, ηθοποιό, σκηνοθέτη, σκηνογράφο και υποβολέα. Το πώς αισθάνεται τη δράση και τη χειρονομία, το πώς περιπλέκει και ανατρέπει τις υποθέσεις του και το πόσο ελλειπτικά και λακωνικά χειρίζεται συχνά τα θέματά του, όλα αυτά είναι γνήσιο θέατρο· το ίδιο και η ευφάνταστη χρήση του ευθέος λόγου, οι συλλογικοί του μονόλογοι, η αγάπη του για την ανατρεπτική ειρωνεία, η τάση του να διηγείται να ξαναδιηγείται, να δραματοποιεί και να ανα-παριστά τις δράσεις και τα περιεχόμενα των ποιημάτων του. Πρόσφατα η επιτελεστική διάσταση της διαπολιτισμικότητας του Καβάφη έχει απασχολήσει εφημερίδες, blogs και συνέδρια. Η ποίησή του είναι βαθιά επιτελεστική και γι’ αυτό το πεδίο επιρροής του διευρύνεται: Ο Καβάφης ανεβάζει τον ελληνικό κόσμο στη σκηνή και μιλάει σε ένα κοινό θεατών και αναγνωστών συγχρόνως.
Το Αρχείο Καβάφη περιήλθε στη διαχείριση του Ιδρύματος Ωνάση στα τέλη του 2012, εξασφαλίζοντας την παραμονή του στην Ελλάδα και αποφεύγοντας ενδεχόμενο κατακερματισμό του. Στόχος ήταν και παραμένει η ανοιχτότητα και η ελεύθερη πρόσβασή του σε κοινό και ερευνητές, καθώς και η διάδοση του διεθνούς χαρακτήρα της ποίησης του Αλεξανδρινού ποιητή, ύστερα από την ψηφιοποίηση και εκ νέου τεκμηρίωσή του.

Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Οδυσσέας Ελύτης

La pallida morte

Άοσμος κι όμως πιάνεται
Όπως άνθος από τα ρουθούνια
Ο θάνατος. Μεσολαβούνε κτίρια σιωπηλά, τετράγωνα
Με απέραντους διαδρόμους αλλ’ επίμονα
Η οσμή περνά πτυχές από λευκά σεντόνια ή βυσσινιά
Παραπετάσματα σ’ όλο του δωματίου το μάκρος
Κάποτε μία ξαφνική αντανάκλαση φωτός
Ύστερα πάλι μόνον οι τροχοί από τ’ αμαξίδια
Κι η παλιά λιθογραφία με την εικόνα
Του Ευαγγελισμού όπως φαίνεται μέσ’ απ’ τον καθρέφτη

Οπόταν, με το χέρι απλωμένο Εκείνος
Που όπως αγγέλλει σιωπά, όπως μοιράζει παίρνει
Χλωμός και με ύφος ένοχο (σαν να μην ήθελε αλλά πρέπει)
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα ερυθρά
Αιμοσφαίρια μέσα μου. Ίδια ο νεωκόρος τα κεριά την ώρα
Που έχοντας πάρει τέλος οι δεήσεις όλες
Υπέρ ευκρασίας αέρος και του σύμπαντος κόσμου ή
Προπαντός, υπέρ ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει
Το εκκλησίασμα διαλύεται

Ω και αν έχω! Αλλά πως με τι
Γίνεται τρόπο να φανερωθεί το «μη λεγόμενον»
Που ενώ με τις ίριδες και με τ’ ανεμοκλείτια ευλαλούν οι Μάιοι
Και με χλόες παν κατεβατές έως τη θάλασσα
Τη στιγμή που κι εκείνη ψιθυριστά κάτι απ’ τ’ αρχαία της μυστικά
Ολοένα εκμυστηρεύεται, άφωνος μένει ο άνθρωπος
Η ψυχή μόνον. Αυτή
Σαν μητέρα νεοσσών όπου κίνδυνος κάνει φτερούγα
Και από τις καταιγίδες μέσα λίγα ψίχουλα
Γαλήνης υπομονετικά συνάζει· ώστε αύριο, μεθαύριο
Κείνα που κατά διάνοιαν έχεις με καινούριο στιλπνό πτίλωμα
Στους αιθέρες ν’ ανοιχτούν κι ας ανοιγοκλειούν οι θύρες άδικα
Στα ουράνια κατοικητήρια

Ξέρει ο Άγγελος. Και δειλά το δάχτυλο αποσύρει
Που ξανά κυανό το χρυσό γίνεται και μια ευωδιά
Σμύρνας καιούμενης ανεβαίνει ως τον ρόδινο θόλο
Μονομιάς ανάβουν τα κεριά σ’ όλα τα μανουάλια
Ύστερα όλοι ακολουθούν. Πατημασιές επάνω στα βρεμένα φύλλα
Επειδή και οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια
σωρεύουν όμορφα λουλούδια εκεί
Όμως απ’ αυτούς, ο θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτε να πει
Μόνον ο ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο
ανατέλλοντας
Αυτός. Ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος.


                                       Τα ελεγεία της οξώπετρας (1991)

Ο ιταλικά γραμμένος τίτλος σημαίνει Ο χλομός θάνατος και, κατά πάσα πιθανότητα, έχει ως απώτερη πηγή τη φράση pallida Mors του Ορατίου στην τέταρτη ωδή του πρώτου βιβλίου των ωδών του, όπου η πανηγυρική διάθεση για τον ερχομό της Άνοιξης καταλήγει με τη δυσάρεστη σκέψη για το αναπότρεπτο του θανάτου. (Μήπως, όμως, είναι ανάμνηση από τον Ελύτη του τραγουδιού La pallida morte του Giorgio Gaber (1970), που παραφράζει την ορατιανή ωδή;).
Το ποίημα του Ελύτη, απόρροια της νοσηλείας του τον χειμώνα 1989-1990 στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού λόγω αναιμίας, ξεκινά με την αίσθηση της εγγύτητας και της απειλής του θανάτου, αλλά καταλήγει, μέσα από μια μυστικιστική πορεία, με τη νίκη του επί του θανάτου, καθώς εκφράζει την πίστη ότι ο μόνος από τους ανθρώπους που γνωρίζει να μιλήσει για τον θάνατο είναι ο ποιητής.

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

                       Χωρισμός

Χωρίζω, αφού είναι ένα ψέμα πια στη ζωή μου
η ύπαρξη του μέλλοντος.
Από το μέλλον χωρίζω.
Ξέρω τα πάντα κάτω απ’ την τεράστια σκιά του θα ζω,
μ’ αυτό το ΘΑ που αναβοσβήνει σταθερά
παίζοντας με την ελπίδα.
Όμως συγκεντρώνομαι πια στο ΤΩΡΑ.
Οι στιγμές, οι ώρες, οι μέρες,
κυλάνε στο παρόν.
Και ξαφνικά κάτι σαν γέλιο
ακούγεται μέσα μου:
Ούτε μιαν ανάσα δεν παίρνεις
-λέει μια φωνή-
χωρίς να στηρίζεσαι στην αοριστία του μέλλοντος.
Τότε, λέω, ο χωρισμός αναβάλλεται. Για πάντα.

Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

            Η αλλοτρίωση της έλξης

Η σάρκα έγινε σελίδα
το δέρμα χαρτί
το χάδι έννοια αφηρημένη
το σώμα καινούρια θεωρία του ανύπαρχτου.
Αλήθεια, πώς να περιγράψω
τη φύση όταν μ’ έχει εγκαταλείψει
και μόνο στην πρεμιέρα του φθινοπώρου
θυμάται να με προσκαλέσει καμιά φορά;
Ελπίζω να βρω το θάρρος
μια τελευταία επιθυμία να εκφράσω:
γδυτό ένα ωραίο αρσενικό να δω
να θυμηθώ, σαν τελευταία εικόνα
να κουβαλώ το ανδρικό σώμα
που δεν είναι ύλη
αλλά η υπερφυσική ουσία του μέλλοντος.
Γιατί αυτό θα πει ηδονή:
ν’ αγγίζεις το φθαρτό
και να παραμερίζεις τον θάνατο.

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

          Υπαρξιακές ερωταποκρίσεις 

Τι ωραίος που ήταν ο έρωτας!
Πολιορκούσε χωρίς ενοχές
πολεμούσε χωρίς αιχμές, χωρίς φιλοδοξίες.
Λιοπύρι τα μεσάνυχτα
καλοκαιριά στον πάγο
έρωτας, το αντίθετο του αληθινού
έδινε στο πραγματικό ουσία.
Ήταν ωραία η ευωδιά του ιδρώτα
σοφά τα συμπεράσματα της σάρκας τότε
της σάρκας, της πιο παραμελημένης θεάς.
Τη ζωή μου βλέπω τώρα
σαν ένα ντοκιμαντέρ
που δείχνει σπάνια της φύσης πουλιά
ξεχασμένες του κόσμου ακτές
απλησίαστες κορφές.
Τις κινήσεις της ψυχής μου
παρακολουθώ στην οθόνη.
Ποια μέθοδο ακολουθεί άραγε η ψυχή
για να επιζήσει για λίγο ακόμη χωρίς μέλλον;
Το ψέμα; Την αλήθεια;
Ή αφήνεται στη φυσικότητα του είναι;
Ποιανού «είναι»;
Πώς μπορεί να υπάρξει «είναι» χωρίς μέλλον;
Όταν πια μόνο μια κάποια ιδέα οδηγεί στο σώμα
μόνο τ’ όνειρο φέρνει το πάθος;
Όσο για τον έρωτα τον τελευταίο
είναι σαν τον πρώτο:
βλασταίνει στο χωράφι του Πλάτωνα.

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου: Σαν σήμερα πέθαναν ο Θερβάντες και ο Σαίξπηρ



Στις 23 Απριλίου 1616 έφυγαν από τη ζωή δύο μεγάλα ονόματα των γραμμάτων: ο Ισπανός συγγραφέας του Δον Κιχώτη Μιγκέλ ντε Θερβάντες και ο Άγγλος δραματουργός Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Με αφορμή το διπλό αυτό γεγονός, η UNESCO έχει καθιερώσει την 23η Απριλίου ως την Παγκόσμια Ημέρα του Βιβλίου.
Στην Καταλονία, την ημέρα αυτή εορτάζεται η Μέρα των Βιβλίων και των Ρόδων, μία τοπική παραλλαγή της Γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου, που συνδυάζεται με την εορτή του προστάτη της περιοχής, Αγίου Γεωργίου. Με το σύνθημα «Ένα τριαντάφυλλο για την αγάπη, ένα βιβλίο για πάντα», ο άνδρας θα χαρίσει στην αγαπημένη του ένα τριαντάφυλλο κι αυτή θα του το ανταποδώσει με ένα βιβλίο.
Στο επίκεντρο των εκδηλώσεων βρίσκεται ο περίφημος δρόμος της Βαρκελώνης «Λα Ράμπλα», η πιο ζωντανή γωνιά της πόλης, «ο μόνος δρόμος, που δεν ήθελα να τελείωνε ποτέ», όπως είχε πει κάποτε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Εκτιμάται ότι μόνο την ημέρα αυτή διακινούνται στην Βαρκελώνη 500.000 βιβλία και 4 εκατομμύρια τριαντάφυλλα.

P Μιγκέλ ντε Θερβάντες: Ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες είναι χωρίς καμία αμφιβολία ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες όλων των εποχών.
Η περιπετειώδης και γεμάτη οδύνες ζωή του κύλησε ανάμεσα στην περίοδο του μεγαλείου της Ισπανίας και στην αρχή της παρακμής της, πράγμα που αποτυπώνεται στο αριστούργημά του Δον Κιχώτης, που θεωρείται ένα από τα κορυφαία και επιδραστικότερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Το έργο αυτό επηρέασε γενιές πεζογράφων, όχι μόνο στον ισπανόφωνο, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι το πιο πολυμεταφρασμένο βιβλίο, μετά τη Βίβλο.

P Ο κορυφαίος θεατρικός συγγραφέας, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ ήταν Άγγλος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός και θεατρικός επιχειρηματίας.
Θεωρείται ο κορυφαίος δραματουργός των νεότερων χρόνων και ο μόνος, ίσως, που μπορεί να σταθεί δίπλα στους τρεις μεγάλους αρχαίους Έλληνες τραγικούς ποιητές. Ο δημιουργός του Άμλετ, του Μακβέθ, του Βασιλιά Ληρ και άλλων αριστουργημάτων ζωντάνεψε με τους ήρωές του, όχι μόνο το πνεύμα της εποχής του, αλλά όλων των αιώνων.

Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Το Πάσχα μέσα από την ελληνική ποίηση



Κώστας Μόντης, Μια εικόνα Παναγίας κι ο Ιησούς
Απ’ εκείνο το σφίξιμο στην αγκαλιά Της
καταλαβαίνεις πως ξέρει πως θα Της τον πάρουμε
απ’ εκείνο το βλέμμα που μας βλέπει
καταλαβαίνεις πως ξέρει πως θα Της τον πάρουμε.

Κική Δημουλά, Πάσχα στο φούρνο
Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.
Άνοιξα το φούρνο με θυμό τι φωνάζεις είπα
σε ακούνε οι καλεσμένοι.
Ο φούρνος δεν καίει, βέλαξε
κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική
χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας.

Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι.
Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια ο σβέρκος
το χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχα
η σφαγή.

Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή Συμφωνία
Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ’ τα χείλη των παιδιών
απ’ την άγνοια των χελιδονιών
απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.

Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.

Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ’χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ’χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.

Χριστέ μου
τι θα ’τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;

Νίκος Καζαντζάκης, Μαγδαληνή
Ω Κύριε, εγώ ’μαι που έσπασα σα μυρογιάλι
στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα
μακριά μαλλιά μου εγώ τ’ ανέμισα στις τρέμουλες,
σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!
Εγώ ’μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε
κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,
στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια
στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,
πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!
Κ’ έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε
σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!
Χριστέ, κι αν όλοι σ’ αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!
Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό
κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι
στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,
βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας
το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη.

Άγγελος Σικελιανός, Στ’ όσιου Λουκά το μοναστήρι
[…] Γιατί κι ο πόνος,
στα ρόδα μέσα, κι ο Επιτάφιος Θρήνος
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θήρα, αναφτερώναν
το νου του στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν! […]

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Τάσος Λειβαδίτης

Έξοδος

H τελετή γινόταν στη μεγάλη σάλα, μόλις μ’ είχαν ξεκρεμάσει απ’ το ηλιοβασίλεμα, με τύλιξαν μ’ ένα σεντόνι, μα οι πληγές φάνηκαν στον τοίχο, το πλήθος συνωστίζονταν στις σκάλες, ζητούσε ν’ αναστηθώ, μα εγώ έπρεπε να μείνω αγνός από θαύματα, και κρυβόμουν πίσω απ’ τα παλτά των ξένων στο διάδρομο, τρώγοντας τα φύλλα από παλιά ημερολόγια,

    το ξημέρωμα ήταν ωχρό πίσω απ’ τις μπουκάλες, βγήκα στο δρόμο και γονάτισα στον πρώτο περαστικό, «γιατί το ’κανες;» με ρωτούσε ο Θεός, «είναι ο καιρός της βασιλείας μου, Kύριε, πώς ν’ αρνηθώ;» και τότε ο Θεός μού ’βαλε στο χέρι αυτό το κλειδί, έτσι μπορώ τώρα ν’ ακούω ήρεμος το ανελέητο βήμα πίσω απ’ τον τοίχο, αθέατος μέσα σε όποια θεία εικόνα.

Ήμουν τόσο μονάχος, που τα σκυλιά που με γάβγισαν στο δρόμο ανέβαιναν τώρα μαζί μου στον ουρανό.

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ μέσα από 20 φράσεις του



     Είκοσι φράσεις από τον σπουδαίο Άγγλο δραματουργό και ποιητή που σημάδεψε το παγκόσμιο θέατρο:
1. «Δεν αγαπούν εκείνοι που δεν δείχνουν την αγάπη τους».
2. «Να έχεις δύναμη γίγαντα αλλά είναι τυραννικό να τη μεταχειρίζεσαι σαν γίγαντας».
3. «Θα προτιμούσα να σφραγίσω τα χείλη μου, παρά να πω κάτι που δεν είναι αλήθεια».
4. «Μπάλωνε τη στεναχώρια με παροιμίες».
5. «Οι δυστυχισμένοι δεν έχουν άλλο φάρμακο από την ελπίδα».
6. «Οι φίλοι μου είναι φτωχοί, γι’ αυτό είναι τίμιοι».
7. «Οι γυναίκες μπορεί να είναι εύθυμες αλλά και έντιμες».
8. «Ο ανόητος πιστεύει ότι είναι σοφός, αλλά ο σοφός ξέρει ότι στο βάθος είναι ανόητος».
9. «Ο διάβολος μπορεί να απαγγείλει ακόμη και αποσπάσματα από την Αγία Γραφή για να πετύχει το σκοπό του».
10. «Οι λυπητερές ιστορίες είναι πιο κατάλληλες για τον χειμώνα».
11. «Να ζει κανείς ή να μην ζει; Αυτό είναι το ερώτημα».
12. «Ποτέ δεν είμαι τόσο ευτυχισμένος όσο όταν θυμάμαι καλούς φίλους».
13. «Το φιλί που παίρνεις είναι καλύτερο από το φιλί που δίνεις».
14. «Η θάλασσα έχει όρια. Οι βαθιές επιθυμίες όμως δεν έχουν».
15. «Με τα φάρμακα η ζωή μπορεί να παραταθεί αλλά ο θάνατος θα πράξει και τον γιατρό».
16. «Ο αδύνατος και ο ισχυρός όταν σαπίζουν μαζί γεμίζουν τον τάφο τους με την ίδια στάχτη».
17. «Η μέθη τοποθετεί τον άνθρωπο χαμηλότερα από το επίπεδο των ζωών, όσο το λογικό του τον τοποθετεί ψηλότερα».
18. «Είμαι βέβαιος ότι η έγνοια είναι εχθρός της ζωής».
19. «Δύσκολα μπορείς να διαλέξεις από δυο χαλασμένα μήλα».
20. «Όλοι μπορεί να επιβληθούν στη στεναχώρια εκτός από εκείνους που την έχουν».

Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Από τις σημειώσεις ενός σοφού, Μισέλ ντε Μονταίν, Δοκίμια (1580-1588)



Στην κριτική παρατήρηση της ανθρώπινης φύσης και του ανθρώπινου πολιτισμού στηρίζει ο Μισέλ ντε Μονταίν τη φιλοσοφική του θεωρία, τις απόψεις του για μια ευτυχή και επιτυχημένη ζωή. Δεν τον ενδιαφέρει όμως να μεταδώσει καμία θεωρία με τη συνήθη έννοια, κανένα δόγμα και κανένα σύστημα, αυτό που τον ενδιαφέρει να μεταδώσει είναι μια συγκεκριμένη στάση ζωής. Όπως συνέβη και με τους φιλοσόφους της ύστερης αρχαιότητας, το φιλοσοφικό ενδιαφέρον του Μονταίν στρέφεται στο εφικτό, στις γήινες απολαύσεις της ζωής, και όχι στη λύτρωση που περιμένει τον άνθρωπο στον άλλο κόσμο. Παρόλο που ήταν χριστιανός καθολικός, το υπερπέραν δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο στο φιλοσοφικό του έργο. Ο Μονταίν είναι ένας στοχαστής προσανατολισμένος απολύτως στα εγκόσμια, ένας στοχαστής που επαναφέρει στο προσκήνιο το κεντρικό αίτημα της ελληνικής φιλοσοφίας: Να ζει δηλαδή κανείς σε αρμονία με τη φύση και με τον εαυτό του. Ο άνθρωπος πρέπει να πάψει να υπερεκτιμά τον εαυτό του και να επανασυνδεθεί με το φυσικό του περιβάλλον.
Για να γίνει αυτό, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποδεχτεί πως η ύπαρξη του είναι εφήμερη και θνητή. Στον διάλογο Φαίδων του Πλάτωνα, ο Σωκράτης λέει πως «η ζωή είναι προετοιμασία για τον θάνατο». Ο Μονταίν χρησιμοποιεί αυτή τη ρήση στον τίτλο ενός από τα πιο γνωστά του δοκίμια. Δεν εννοεί κάποια ρομαντική επιθυμία θανάτου ή κάποια νοσηρή στάση εχθρική προς τη ζωή. Όπως πάντα συνηγορεί υπέρ μιας ρεαλιστικής στάσης ζωής. Ο Μονταίν, βλέποντας καθημερινά ανθρώπους να πεθαίνουν από αρρώστιες, από ατυχήματα ή στον πόλεμο, πίστευε ότι μόνο με τη διαρκή επαφή με τον θάνατο μπορούμε να τον δούμε σαν κάτι φυσικό και να απελευθερωθούμε από τους παράλογους φόβους μας. Όποιος ωστόσο φροντίζει να απωθεί από τη ζωή του τον θάνατο δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει την αξία της ζωής.
Ο Μονταίν τάσσεται υπέρ μιας χαλαρής στάσης ζωής, που απέχει από μεγαλεπήβολα σχέδια και βρίσκει χαρά στα μικρά πράγματα, στα εφικτά. Η ζωή την οποία περιγράφει δεν είναι περιπετειώδης, δεν δοκιμάζει τα όρια του ανθρώπου. Αντιθέτως, ο Μονταίν συνηγορεί υπέρ μιας ζωής που σε πολλούς μπορεί να φαίνεται μικροαστική. Έτσι γίνεται υπέρμαχος της συνήθειας και της άνεσης, της βολής. Περιγράφει τη συνήθεια σαν το μαγικό φίλτρο της θεάς Κίρκης, που μας γλιτώνει από τα βάσανα και μας συμφιλιώνει με τη φύση. Παραμένει και στο σημείο αυτό συντηρητικός: Υποστηρίζει πως ο καθένας θα πρέπει να ζει σύμφωνα με αυτά που επιτάσσουν τα ήθη και τα έθιμα του πολιτισμού του και σύμφωνα με τους προσωπικούς του ρυθμούς. Στη βιασύνη, στη φιλοδοξία και στα μεγαλεπήβολα σχέδια αντιτάσσει το αρχαίο ιδανικό της ηρεμίας.
Στη μετρημένη αισθητική απόλαυση της ζωής έγκειται η ευτυχία που είναι εφικτή για τον άνθρωπο. Ο Μονταίν είναι ηδονιστής, ένας άνθρωπος δηλαδή που βλέπει την ευτυχία αυτή να πραγματώνεται μέσα από την «ηδονή». Ακόμη και όταν επιδιώκουμε την αρετή, στην πραγματικότητα έχουμε στον νου μας την ηδονική απόλαυση που μας προσφέρει η ενάρετη ζωή. Ο δρόμος για την ευτυχία, κατά τον Μονταίν, περνάει μέσα από τις αισθήσεις, όχι μέσα από τον ορθολογισμό. Ο αισθησιασμός τον οποίο περιγράφει ωστόσο δεν είναι ακραίος. Οποιαδήποτε μορφή έκστασης και διονυσιασμού δεν αφορά καθόλου τον Μονταίν. Απολαμβάνει τις μικρές, καθημερινές και φυσικές μορφές αισθησιασμού: το φαγητό, το ποτό, τη σεξουαλικότητα. Και στο σημείο αυτό απομακρύνεται από την παράδοση που κυριαρχούσε στη φιλοσοφία από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη: Η αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου δεν έγκειται πλέον στην πνευματική ενατένιση, που σημαίνει κυριαρχία του νου επί των αισθήσεων, αλλά στη συνειδητή ανάπτυξη των αισθητικών διαθέσεων.
Η καλλιέργεια των αισθητικών, ενστικτωδών ικανοτήτων του ανθρώπου είναι εκείνη που μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να ανακτήσει τον χαμένο ενστικτώδη προσανατολισμό του, και συνεπώς και την επαφή του με τη «μητέρα φύση», όπως την αποκαλεί ο Μονταίν. Υιοθετεί εν προκειμένω ιδέες που παίζουν σημαντικό ρόλο και στον διαλογισμό, όπως αυτός διδάσκεται στις ανατολικές θρησκείες του βουδισμού, του ινδουισμού ή του ταοϊσμού: την ικανότητα να αφήνεται κανείς ελεύθερος, να εγκαταλείπει τις προσωπικές του επιδιώξεις και να «αφουγκράζεται» τα πράγματα. Στον Μονταίν ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως homo faber, αλλά ως κάποιος ο οποίος είναι ανοιχτός καταγράφει και μαθαίνει. Δεν είναι τυχαίο που ο Μονταίν στο τελευταίο δοκίμιο του τρίτου τόμου με τίτλο Περί της εμπειρίας κλείνει το βιβλίο του με μια προσευχή στον θεό Απόλλωνα, τον θεό της «χαρούμενης σοφίας». Στον κόσμο του Μονταίν οι θεοί δεν βρίσκονται έξω από τη φύση, αποτελούν κομμάτι της.
Τα Δοκίμια του Μονταίν ήταν ένα «έργο εν εξελίξει», στο οποίο έκανε διαρκώς προσθήκες και αλλαγές μέχρι και τον θάνατό του, το 1592. Όταν το 1580 ολοκληρώθηκε ο δεύτερος τόμος, έγινε η πρώτη έκδοση των Δοκιμίων. Αποκτά λοιπόν όχι μόνο αναγνώστες, αλλά και τους πρώτους λάτρεις του έργου του, μεταξύ αυτών και τη Μαρί ντε Γκουρνέ, μια νεαρή αριστοκράτισσα από το Πικαρντί με φιλοσοφικά ενδιαφέροντα, γεννημένη το 1565, με την οποία ξεκίνησε να αλληλογραφεί και την οποία αργότερα χαρακτήριζε μάλιστα ως «θετή του κόρη». Όταν το 1588, με αφορμή την πρώτη συνολική έκδοση, που περιείχε πλέον και τον τρίτο τόμο, ταξιδεύει στο Παρίσι, την επισκέπτεται προσωπικά. Ήταν ένα από τα ελάχιστα πρόσωπα με τα οποία ο Μονταίν μοιράστηκε τα πνευματικά του ενδιαφέροντα μετά τον θάνατο του Ετιέν Ντε Λα Μποεσί. Μετά τον θάνατο του Μονταίν η Γκουρνέ ανέλαβε την επιμέλεια της έκδοσης των έργων του και τo 1595 φρόντισε για την πρώτη μετά τον θάνατο του συγγραφέα έκδοσή τους.
Το γεγονός ότι ο Μονταίν δώρισε ένα από τα πρώτα αντίτυπα του βιβλίου στον Πάπα δεν εμπόδισε την Καθολική Εκκλησία να το συμπεριλάβει το 1676 στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων. Οι λογοκριτές της Εκκλησίας χρειάστηκαν ωστόσο αρκετές δεκαετίες μέχρι να αντιληφθούν ότι ο καθολικός Μονταίν ήταν στην πραγματικότητα ένας λάτρης της φύσης με την προχριστιανική έννοια.
Ωστόσο, και οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί φιλόσοφοι δεν ασχολήθηκαν με το έργο του Μονταίν. Τα ίχνη του όμως είναι ξεκάθαρα στην ιστορία της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας. Η δοκιμιακή μορφή της φιλοσοφίας του σε συνδυασμό με τη σκεπτικιστική θεώρηση του ανθρώπου και την πραγματιστική φιλοσοφική του τοποθέτηση αποτέλεσαν τα θεμέλια της σύγχρονης ευρωπαϊκής ηθικοπλαστικής λογοτεχνίας, την οποία συνέχισαν κυρίως στη Γαλλία ο Λα Ροσφουκό, ο Λα Μπριγέρ και ο Σαμφόρ. Το έργο της αυτοδιερεύνησης του Εγώ που είχε ξεκινήσει ο Μονταίν αναλαμβάνει στη συνέχεια ο Ρενέ Ντεκάρτ. Τον ακολούθησε ο Πασκάλ, με τη διάγνωση περί αδύναμου και ασταθούς ανθρώπου. Η γνωστή ρήση του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ «επιστροφή στη φύση» έχει επίσης τις ρίζες της στο έργο του Μονταίν, όπως και η έκκληση για ανοχή που εξέφρασαν οι διαφωτιστές. Αλλά και ο Φρίντριχ Νίτσε, ο οποίος με την «επανεκτίμηση όλων των αξιών» ενισχύει την αξία που έχει το σώμα έναντι του πνεύματος, βαδίζει στα χνάρια του Μονταίν. Ο Μονταίν ήταν επίσης εκείνος που, αρκετούς αιώνες πριν από την εμφάνιση της υπαρξιακής φιλοσοφίας, εγείρει το αίτημα αντιπαράθεσης του ανθρώπου με τη θνητότητα του προβάλλοντάς το ως προϋπόθεση της «πραγματικής» ζωής.
Αυτό που πρωτίστως κατόρθωσαν τα Δοκίμια του Μονταίν ήταν να προσδώσουν στη φιλοσοφία εκείνη την αξιοπιστία, τη σαφήνεια και την ελαφρότητα που την κατέστησαν προσιτή και στους αναγνώστες οι οποίοι την αντιμετώπιζαν όχι ως αντικείμενο μελέτης αλλά και ως πνευματική απόλαυση.

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

20 μαθήματα ζωής από τον Ζαν-Πολ Σαρτρ



Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ ήταν θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος, πολιτικός ακτιβιστής και ένας από τους πιο σημαντικούς εκφραστές του φιλοσοφικού κινήματος του υπαρξισμού. Γνωστός για τα έργα Το Είναι και το Μηδέν (1943) και Κριτική της Διαλεκτικής Λογικής.

Σύντομο βιογραφικό του Ζαν-Πολ Σαρτρ
Γεννήθηκε στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1905 και ήταν Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και κριτικός. Επέλεξε να σπουδάσει φιλοσοφία και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δραστηριότητα. Τα επόμενα χρόνια ιδρύει μαζί με τον Μορίς Mερλό Ποντί το περιοδικό Σύγχρονοι Καιροί.
Όσον αφορά τις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις ήταν εκφραστής του κινήματος του υπαρξισμού και υποστήριζε έναν νέο ουμανισμό χωρίς την ύπαρξη Θεού. Χαρακτηριστικό του ήταν η αποστροφή σε κάθε είδους αξίωμα και γι’ αυτόν το λόγο το 1964 αρνήθηκε να παραλάβει το Νόμπελ Λογοτεχνίας, επικαλούμενος προσωπικούς και αντικειμενικούς λόγους, όπως υποστήριξε σε μια δήλωση του στον Σουηδικό Τύπο. Ο πολιτικός του βίος ήταν έντονος καθώς υπήρξε υποστηρικτής του ΚΚ Γαλλίας, ενώ συμμετείχε ενεργά στον Μάη του ’68.
Συνοψίζοντας τελείως επιγραμματικά τα βασικά σημεία της θεωρίας του, ο Σαρτρ υποστήριξε την ανυπαρξία του θείου και τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής του ατόμου. Είπε για τον άνθρωπο πως «είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος» και τον έφερε αντιμέτωπο με τις πράξεις του, αποδίδοντάς του την αποκλειστική ευθύνη γι’ αυτές. Άλλωστε θεωρούσε ότι ανεξαρτήτως των συνθηκών καθένας κρίνεται μόνο από τις πράξεις του, που επιπλέον είναι και μη αναστρέψιμες.
Όσον αφορά την προσωπική του ζωή, σύντροφος του ήταν η Σιμόν ντε Μποβουάρ με την οποία δεν παντρεύτηκαν ποτέ.
Το τέλος για τον σπουδαίο συγγραφέα γράφτηκε στις 15 Απριλίου 1980 στο Παρίσι, όπου πέθανε από πνευμονικό οίδημα.

Αποφθέγματα του Ζαν-Πολ Σαρτρ
1. «Αν αισθάνεσαι μοναξιά όταν είσαι μόνος, έχεις κακή παρέα».
2. «Ο άνθρωπος είναι απόλυτα ελεύθερος και γι’ αυτό είναι απόλυτα υπεύθυνος».
3. «Ο άνθρωπος είναι οι επιλογές του».
4. «Στην αγάπη, ένα κι ένα κάνουν ένα»
5. «Μόνο αυτός που δεν τραβάει κουπί έχει χρόνο να ταρακουνήσει τη βάρκα».
6. «Η ζωή σταματά να έχει νόημα από τη στιγμή που χάνεις την ψευδαίσθηση ότι είσαι αιώνιος».
7. «Αν έγινα φιλόσοφος, αν επεδίωξα τόσο επίμονα τη φήμη, που ακόμα περιμένω, όλα έγιναν βασικά για να μπορώ να ρίχνω γυναίκες».
8. «Μπορεί να υπάρξουν καλύτερες εποχές, αλλά αυτή εδώ είναι η δική μας».
9. «Δεν υπάρχουν αθώα θύματα».
10. «Θέλω να διατηρήσω τον κόσμο όπως είναι, όχι γιατί μου φαίνεται καλός -αντίθετα τον θεωρώ άθλιο- αλλά γιατί ζω μέσα σ’ αυτόν και δεν μπορώ να τον καταστρέψω χωρίς να καταστραφώ μαζί του».
11. «Όταν οι πλούσιοι κάνουν πόλεμο, είναι οι φτωχοί που πεθαίνουν».
12. «Ο άνθρωπος είναι αυτό που θέλει ο ίδιος να είναι».
13. «Δεν πρόκειται να είμαι μετριόφρων. Ταπεινός, όσο θέλετε, αλλά όχι μετριόφρων. Η μετριοφροσύνη είναι η αρετή των ξενέρωτων».
14. «Έχω συνειδητοποιήσει ότι όλα μας τα προβλήματα προκύπτουν από την αποτυχία μας να χρησιμοποιήσουμε μια απλή και ξεκάθαρη γλώσσα».
15. «Ελευθερία δεν είναι αυτό που κάνεις, αλλά αυτό που κάνεις μετά από αυτό που σου κάνουν».
16. «Μια αγάπη, μια καριέρα, μια επανάσταση. Τόσα πράγματα που αρχίζει κανείς αγνοώντας την έξοδο».
17. «Υπάρχω, αυτό είναι όλο, και μου φέρνει ναυτία».
18. «Όλα έχουν γίνει κατανοητά, εκτός από το πώς να ζούμε».
19. «Ίσως είναι αναπόφευκτο, ίσως είναι υποχρεωμένος να διαλέξει κανείς ανάμεσα στο να μην είναι απολύτως τίποτα και στο να υποκρίνεται αυτό που είναι».
20. «Καταδικασμένος να είναι ελεύθερος».

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

15 μαθήματα ζωής από τον Νομπελίστα Ιρλανδό συγγραφέα Σάμιουελ Μπέκετ



Ο Σάμιουελ Μπέκετ ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες, ποιητές και θεατρικούς συγγραφείς, εκφραστής ενός μυστηριώδους λογοτεχνικού ρεύματος που δύσκολα θα μπορούσε να ενταχθεί σε μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική φόρμα.
Οι εμπειρίες του κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου -ανασφάλεια, σύγχυση, εξορία, πείνα, στέρηση- ήταν αυτές που διαμόρφωσαν την γραφή του. Έμεινε γνωστός για το έργο του Περιμένοντας τον Γκοντό, στο οποίο εξετάζει τα πιο βασικά πράγματα της ζωής με ένα μοναδικό λιτό και ακραίο χιούμορ…

Σύντομο βιογραφικό του Μπέκετ
Γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1906 στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας. Μαθήτευσε στο Portora Royal School, στο ίδιο σχολείο που είχε μαθητεύσει και ο Όσκαρ Ουάιλντ. Ο νεαρός Σάμιουελ αγαπούσε τις γλώσσες και ιδιαίτερα τα Γαλλικά και Ιταλικά και συνήθιζε να διαβάζει μανιωδώς τα έργα του Δάντη. Το 1927 λαμβάνει το πτυχίο του από το Trinity College του Δουβλίνου και το 1928 δίνει διαλέξεις Αγγλικών στο École Normale Supérieure του Παρισιού, τις οποίες παρακολουθούν ως φοιτητές ο Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ. Στο Παρίσι συναντά τον Τζέιμς Τζόυς και οι δύο Ιρλανδοί αναπτύσσουν μια στενή φιλική και πνευματική σχέση. Ο Μπέκετ επηρεάζεται λογοτεχνικά από τον Τζόυς, μέχρι να αναπτύξει το μοναδικό προσωπικό του στυλ.
Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα, ο συγγραφέας έγινε μέλος της Γαλλικής Αντίστασης. Οι εμπειρίες του, η ματαιότητα και το παράδοξο του πολέμου είναι φανερά στα έργα του. Ο κόσμος σύμφωνα με τον Μπέκετ είναι γεμάτος με αιωρούμενες απορίες, αδιέξοδα και απελπισία. Το έργο του Περιμένοντας τον Γκοντό είναι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής του της κοσμοθεωρίας.
Επέλεξε τη Γαλλική ως τη γλώσσα συγγραφής του, γράφοντας χωρίς ύφος και χωρίς να γίνεται «σκλάβος» της γραμματικής και των κανόνων. Οι σχολιαστές τον έχουν χαρακτηρίσει μεταμοντέρνο αλλά και ως εμπνευστή του θεάτρου του παραλόγου. Στα έργα του εκφράζεται η αναρχία της σκέψης του και το παράδοξο.
To 1969 του απονέμεται το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο αρνείται να παραλάβει και παραχωρεί τα χρήματα σε πρωτοποριακούς ζωγράφους, καλλιτέχνες και σκηνοθέτες. Μεγαλώνοντας, αποφάσισε να αποσυρθεί και περνάει τα τελευταία του χρόνια απομονωμένος στο Παρίσι.
To τέλος για τον μοναδικό αυτό λογοτέχνη γράφεται στις 22 Δεκεμβρίου του 1989.

Αποφθέγματα του Μπέκετ
1. «Τα λάθη μου είναι η ζωή μου».
2. «Πάντα προσπάθεια. Πάντα αποτυχία. Δεν πειράζει. Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα».
3. «Μη με αγγίζεις! Μη με ρωτάς! Μη μου μιλάς! Μείνε μαζί μου».
4. «Κάθε λέξη είναι ένας άχρηστος λεκές στη σιωπή και στο τίποτα».
5. «Ο Θεός είναι ένας μάρτυρας που δεν μπορεί να ορκιστεί».
6. «Μην περιμένεις να σε κυνηγήσουν για να κρυφτείς, αυτή ήταν πάντα η αρχή μου».
7. «Τι γνωρίζω σχετικά με την ανθρώπινη μοίρα; Θα μπορούσα να σας πω περισσότερα σχετικά με τα ραδίκια!».
8. «Το να βρει μια φόρμα για να τακτοποιήσει τη χαώδη ακαταστασία. Αυτός είναι ο σκοπός του καλλιτέχνη τώρα».
9. «Σε όλη την απαίσια ζωή μου σερνόμουνα στη λάσπη, και μου μιλάς εμένα για το ωραίο τοπίο…».
10. «Τίποτα δεν συμβαίνει, κανένας δεν έρχεται, κανένας δεν πηγαίνει, είναι τρομερό».
11. «Ο James Joyce ήταν ένας συνθέτης: προσπαθούσε να φέρει μέσα όσο περισσότερα μπορούσε. Εγώ είμαι ένας αναλυτής: προσπαθώ να αφήσω απ’ έξω όσο περισσότερα μπορώ».
12. «Ξέρεις από τι πέθανε η μητέρα Πεγκ; Από σκοτάδι».
13. «Η συνήθεια είναι πολύ καλός σιγαστήρας».
14. «Ο αέρας είναι γεμάτος από τις κραυγές μας. Αλλά η συνήθεια τις σβήνει».
15. «Όταν είναι κανείς μέσα στα σκατά μέχρι το λαιμό, δεν του μένει τίποτε άλλο παρά να τραγουδήσει».

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Ο λοιμός των Αθηνών όπως τον περιέγραψε ο Θουκυδίδης

Η συγκλονιστική μαρτυρία του Αθηναίου ιστορικού Θουκυδίδη για τη θανατηφόρα ασθένεια που έπληξε την πόλη της Αθήνας τον 5ο αιώνα π.Χ. σε μετάφραση του Ν. Μ. Σκουτερόπουλου (Πόλις):
«Η αρρώστια άρχισε, όπως λέγεται, πρώτα από την Αιθιοπία, στην Άνω Αίγυπτο, κατέβηκε έπειτα στην Αίγυπτο και τη Λιβύη και στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας του Βασιλέως. Στην πόλη της Αθήνας εμφανίστηκε ξαφνικά, και οι πρώτοι άνθρωποι που προσβλήθηκαν ήταν στον Πειραιά, γι’ αυτό και είπαν τότε πως είχαν ρίξει δηλητήρια στα πηγάδια οι Πελοποννήσιοι· βρύσες δεν υπήρχαν ακόμα εκεί. Ύστερα έφθασε και στην άνω πόλη και πέθαιναν πολύ περισσότεροι πια. Καθένας τώρα, γιατρός ή αδαής, μπορεί να λέει ό,τι σκέπτεται σχετικά με αυτό, από τι δηλαδή είναι πιθανό να προήλθε, επίσης να προσδιορίζει τις αιτίες που κατά τη γνώμη του έχουν τη δύναμη να επενεργούν τόσο εις βάθος στη φύση. Εγώ θα εκθέσω την πορεία της νόσου και τα συμπτώματά της που βλέποντάς τα κανείς, εάν ενσκήψει ποτέ πάλι, θα τα ξέρει εκ των προτέρων και θα τα αναγνωρίσει∙ θα τα περιγράψω διότι πέρασα ο ίδιος την αρρώστια και είδα ο ίδιος άλλους που είχαν προσβληθεί από αυτήν.
Τη χρονιά εκείνη συνέβαινε κατά κοινή ομολογία να μην υπάρχουν άλλες αρρώστιες∙ εάν, όμως, υπέφερε κανείς ήδη από κάποιο άλλο νόσημα, όλα κατέληγαν σε αυτή την αρρώστια. Τους άλλους, χωρίς να υπάρχει καμία φανερή αιτία, ξαφνικά, ενώ ως τότε ήταν καλά, τους έπιανε πονοκέφαλος με υψηλό πυρετό, κοκκίνιζαν τα μάτια τους και έτσουζαν πολύ, επίσης εσωτερικά ο φάρυγγας και η γλώσσα γίνονταν αμέσως κόκκινα σαν αίμα και η αναπνοή τους έβγαζε μια παράξενη δυσοσμία∙ έπειτα ερχόταν φτέρνισμα και βραχνάδα κι ύστερα από λίγο ο πόνος κατέβαινε στο στήθος με δυνατό βήχα∙ κι όταν πήγαινε στην καρδιά, έφερνε ανακάτωμα και ακολουθούσαν εμετοί χολής όλων των ειδών που έχουν περιγράψει οι γιατροί, μεγάλη ταλαιπωρία κι αυτό.
Οι περισσότεροι είχαν τάση προς εμετό χωρίς να βγάζουν τίποτα, η οποία προκαλούσε ισχυρό σπασμό που σε άλλους σταματούσε μετά από αυτά τα συμπτώματα, ενώ σε άλλους πολύ αργότερα. Και το σώμα του αρρώστου, όταν το άγγιζε κανείς εξωτερικά, δεν ήταν πολύ ζεστό ούτε ωχρό, αλλά κοκκινωπό, μελανιασμένο, με μικρές φουσκάλες και πληγιασμένα εξανθήματα. Εσωτερικά όμως έκαιγε τόσο πολύ, που οι άρρωστοι δεν ανέχονταν σκεπάσματα, ούτε τα πιο λεπτά ρούχα και σεντόνια ούτε άλλο τίποτα, παρά μόνο να είναι γυμνοί, και με πολύ μεγάλη ανακούφιση θα ρίχνονταν σε κρύο νερό. Και πράγματι, πολλοί από εκείνους που δεν είχαν κανέναν να τους κοιτάξει το έκαναν αυτό και ρίχτηκαν σε στέρνες, από την ακατάπαυστη δίψα που τους βασάνιζε∙ είτε πολύ έπιναν είτε λίγο, ήταν το ίδιο. Επίσης η αδυναμία να βρουν ησυχία, να μπορέσουν να κοιμηθούν, βασανιστική σε όλη τη διάρκεια της αρρώστιας.
Και το σώμα, όσο η αρρώστια ήταν στην οξεία φάση της, δεν καταβαλλόταν, αλλά άντεχε στην ταλαιπωρία περισσότερο απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, έτσι που οι περισσότεροι ή πέθαιναν από τον υψηλό πυρετό την ένατη ή την έβδομη ημέρα, έχοντας ακόμα κάποιες δυνάμεις, ή, εάν γλίτωναν, η αρρώστια κατέβαινε παρακάτω στην κοιλιά προκαλώντας εκεί πολλά πληγιάσματα και συγχρόνως ακατάσχετη διάρροια, εξαιτίας της οποίας πολλοί πέθαιναν ύστερα από εξάντληση πια. Γιατί το κακό περνούσε από όλο το σώμα, αρχίζοντας από το κεφάλι όπου αρχικά εκδηλωνόταν, και το αν είχε κανείς γλιτώσει από τα χειρότερα γινόταν φανερό από την προσβολή των άκρων του αρρώστου∙ γιατί η αρρώστια χτυπούσε στα γεννητικά όργανα και τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών και πολλοί γλίτωναν χάνοντάς τα αυτά, μερικοί μάλιστα και τα μάτια τους. Άλλοι, πάλι, μόλις σηκώνονταν από την αρρώστια, πάθαιναν γενική αμνησία και δεν αναγνώριζαν τον εαυτό τους και τους δικούς τους.
Πραγματικά, η φύση της νόσου δεν ήταν δυνατόν να περιγραφεί με λόγια και η σφοδρότητα της προσβολής ξεπερνούσε τις αντοχές της ανθρώπινης φύσης, και το ακόλουθο σημάδι δείχνει καθαρά πως επρόκειτο για κάτι διαφορετικό και όχι κάτι συνηθισμένο. Τα όρνεα και τα τετράποδα, όσα αγγίζουν ανθρώπινο κρέας, παρόλο ότι πολλοί έμεναν άταφοι, αυτά ή δεν πλησίαζαν ή, εάν έτρωγαν, ψοφούσαν. Απόδειξη η εξαφάνιση τέτοιων πουλιών, που έγινε αισθητή και δεν τα έβλεπε πια κανείς ούτε γύρω από τα πτώματα ούτε αλλού πουθενά∙ εμφανέστερο έκαναν αυτό το αποτέλεσμα οι σκύλοι, επειδή συμβιώνουν με τους ανθρώπους.
Τέτοια ήταν, λοιπόν, σε γενικές γραμμές η μορφή της νόσου, εάν παραλείψει κανείς και πολλά άλλα ασυνήθη συμπτώματα, όπως τύχαινε να παρουσιάζονται με διαφορετικό τρόπο από άρρωστο σε άρρωστο. Άλλη καμιά από τις συνηθισμένες αρρώστιες δεν ταλαιπωρούσε εκείνη τη χρονιά τους Αθηναίους∙ αλλά, κι αν παρουσιαζόταν κάποιο κρούσμα, κατέληγε σ’ αυτήν. Οι άνθρωποι πέθαιναν, άλλοι από έλλειψη φροντίδας και άλλοι παρά τη μεγάλη περιποίηση που είχαν∙ φάρμακο, για το οποίο θα μπορούσε κανείς να πει ότι δίνοντάς το στον άρρωστο θα τον βοηθούσε, δεν βρέθηκε ούτε ένα∙ το ίδιο γιατρικό, που έκανε καλό στον ένα, τον άλλο τον έβλαπτε. Καμία κράση, ισχυρή ή ασθενική, δεν αποδείχτηκε ικανή να αντισταθεί στην αρρώστια αλλά τους θέριζε όλους, ακόμη και όσους νοσηλεύονταν με ιατρική φροντίδα.
Το φοβερότερο, όμως, απ’ όλα σε τούτο το κακό ήταν η κατάθλιψη, όταν καταλάβαινε κανείς ότι αρρώστησε (γιατί τους έπιανε αμέσως απελπισία, παραδίνονταν και δεν αντιστέκονταν), και το ότι, επειδή κολλούσαν την αρρώστια ο ένας από τον άλλο καθώς περιποιούνταν κάποιον, πέθαιναν αράδα σαν πρόβατα∙ κι αυτό ήταν το πιο ολέθριο. Επειδή φοβούνταν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον, οι άρρωστοι ή χάνονταν αβοήθητοι, και σπίτια πολλά ερημώθηκαν αφού δεν υπήρχε κανένας να τους περιποιηθεί, ή πάλι, εάν πλησίαζαν, πέθαιναν, προπαντός όσοι ήθελαν να φανούν κάπως γενναίοι∙ από φιλότιμο έμπαιναν στα σπίτια άρρωστων φίλων χωρίς να λογαριάζουν τον εαυτό τους, γιατί στο τέλος ακόμη και οι δικοί τους, αποκαμωμένοι από τη συμφορά, παρατούσαν τα μοιρολόγια γι’ αυτούς που πέθαιναν.
Περισσότερο όμως λυπούνταν τον ετοιμοθάνατο και τον πάσχοντα όσοι είχαν περάσει την αρρώστια κι είχαν σωθεί, διότι ήξεραν από δική τους πείρα πώς ένιωθαν και επειδή οι ίδιοι ήσαν πια ασφαλείς∙ πράγματι, δύο φορές τον ίδιο άνθρωπο δεν τον έπιανε η αρρώστια, θανατηφόρα τουλάχιστον. Και οι άλλοι τους μακάριζαν ενώ και οι ίδιοι από τη χαρά τους εκείνης της στιγμής άρχιζαν να τρέφουν κάποιες επιπόλαιες ελπίδες για το μέλλον πως τάχα δεν θα πέθαιναν πια ούτε από άλλη αρρώστια.
Κάτι πολύ πιεστικό, πέρα από την ταλαιπωρία της αρρώστιας, ήταν και η συγκέντρωση του πληθυσμού από την ύπαιθρο στην πόλη, ιδίως για τους πρόσφυγες. Καθώς δεν υπήρχαν αρκετά σπίτια αλλά ζούσαν σε καλύβια αποπνικτικά μέσα στο κατακαλόκαιρο, ο όλεθρος συντελείτο σε συνθήκες μεγάλης αταξίας, νεκροί κείτονταν ο ένας πάνω στον άλλο, όπως ξεψυχούσαν, κι άλλοι μισοπεθαμένοι κυλιούνταν στους δρόμους και γύρω σε όλες τις βρύσες από τη λαχτάρα τους για νερό. Και τα ιερά όπου είχαν κατασκηνώσει ήσαν γεμάτα πτώματα, αφού οι άνθρωποι πέθαιναν εκεί. Διότι με τις διαστάσεις που είχε πάρει το κακό, οι άνθρωποι, στην απόγνωσή τους, αδιαφορούσαν για τα ιερά και τα όσια. Και τα έθιμα που τηρούσαν ως τότε κατά την ταφή των νεκρών καταπατήθηκαν όλα, και τους έθαβαν όπως καθένας μπορούσε. Πολλοί μάλιστα, από έλλειψη των απαιτούμενων για την ταφή, επειδή προηγουμένως είχαν ήδη πεθάνει αρκετοί δικοί τους, κατέφυγαν σε αναίσχυντους τρόπους ταφής∙ έτρεχαν σε ξένες πυρές και προλαβαίνοντας εκείνους που είχαν σωριάσει τα ξύλα ακουμπούσαν επάνω τον δικό τους νεκρό κι άναβαν τη φωτιά, άλλοι πάλι έριχναν τον νεκρό που έφεραν πάνω σε κάποιον άλλο που καιγόταν κι έφευγαν.
Και από άλλες απόψεις ο λοιμός έγινε αφορμή για μεγαλύτερη ανομία στην πόλη. Ευκολότερα δηλαδή αποτολμούσε κανείς πράγματα που πρωτύτερα απέφευγε να κάνει κατά τις ορέξεις του, διότι έβλεπαν τώρα πόσο απότομα ήσαν τα γυρίσματα της τύχης και για τους ευκατάστατους που ξαφνικά πέθαιναν και για τους άλλους που πρωτύτερα δεν είχαν τίποτα δικό τους και τώρα έπαιρναν αμέσως τα πλούτη εκείνων. Αποφάσιζαν έτσι να χαρούν τη ζωή τους και να την απολαύσουν γρήγορα, πιστεύοντας ότι και τα σώματα και τα χρήματα ήταν εξίσου εφήμερα.
Κανένας δεν είχε διάθεση να επιμένει περισσότερο σε κάτι που το θεωρούσε καλό, αφού δεν ήταν βέβαιος ότι δεν θα πέθαινε προτού να το πραγματοποιήσει∙ κι έτσι η απόλαυση της στιγμής και ό,τι κατά οποιονδήποτε τρόπο συντείνει σε αυτήν θεωρήθηκε καλό και χρήσιμο. Κανένας φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων δεν τους συγκρατούσε, αφ’ ενός διότι έκριναν ότι είναι το ίδιο είτε σέβεται κανείς τους θεούς είτε όχι, αφού έβλεπαν ότι χάνονταν όλοι αδιακρίτως, και αφ’ ετέρου διότι κανένας δεν έτρεφε την ελπίδα ότι θα ζούσε μέχρι να γίνει η δίκη και να τιμωρηθεί για τις πράξεις του, απεναντίας πολύ μεγαλύτερη τιμωρία θεωρούσαν να πέσει στο κεφάλι τους αυτή που τους είχε κιόλας επιβληθεί και που, προτού να τους χτυπήσει, λογικό ήταν να θέλουν να απολαύσουν κάτι στη ζωή τους.
Έχοντας πέσει σε τέτοια συμφορά οι Αθηναίοι υπέφεραν, αφού και μέσα στην πόλη οι άνθρωποι πέθαιναν και έξω η γη τους ερημωνόταν. Στη δυστυχία αυτή φυσικό ήταν να θυμηθούν και τον ακόλουθο στίχο, που οι γεροντότεροι έλεγαν ότι τραγουδιόταν παλιά: «Πόλεμος θα ’ρθει δωρικός και λοιμικό μαζί του».
Και διαφωνούσαν βέβαια μερικοί υποστηρίζοντας ότι στον στίχο του παλαιού ποιήματος δεν γινόταν λόγος για λοιμό αλλά για λιμό, όπως όμως ήταν φυσικό σε τούτη την περίσταση επικράτησε ότι ο στίχος αναφερόταν σε λοιμό∙ γιατί οι άνθρωποι προσάρμοζαν τη μνήμη τους σε αυτά που υπέφεραν. Και νομίζω πως εάν γίνει κάποτε άλλος δωρικός πόλεμος, ύστερα από τούτον, και συμβεί να συμπέσει με λιμό, φυσικά τότε θα ψάλλουν και τον στίχο ανάλογα. Θυμήθηκαν επίσης τον χρησμό, όσοι τον ήξεραν, που είχε δοθεί στους Λακεδαιμονίους, όταν σε ερώτησή τους στον θεό εάν έπρεπε να πολεμήσουν εκείνος απάντησε πως, αν ριχτούν στον πόλεμο με όλη τους τη δύναμη, θα νικήσουν και πως ο ίδιος είπε ότι θα βοηθήσει. Σε σχέση λοιπόν με τον χρησμό θεωρούσαν ότι αυτά που συνέβαιναν τον επαλήθευαν: η επιδημία άρχισε αμέσως μετά την εισβολή των Πελοποννησίων και δεν επεκτάθηκε στην Πελοπόννησο σε βαθμό άξιο λόγου αλλά εξαπλώθηκε προπαντός στην Αθήνα, έπειτα και στα πιο πυκνοκατοικημένα από τα άλλα μέρη. Αυτά λοιπόν σχετικά με την επιδημία».