Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Το ιστορικό του «δυστυχώς, επτωχεύσαμεν»

Την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον Χαρ. Τρικούπη έγιναν οι πρώτες προσπάθειες «δημοσιονομικής εξυγίανσης». Όρος που περιλάμβανε μεταξύ άλλων και την «αναμόρφωση του δημοσιονομικού και διοικητικού οργανισμού της χώρας, την εκβιομηχάνιση και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας». Μια αναμόρφωση κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των ξένων, ώστε να λυμαίνονται την ελληνική οικονομία, τον ορυκτό της πλούτο και τον ιδρώτα των εργαζομένων.
Μετά το θάνατο του Χ. Τρικούπη ακολούθησε ο καταστροφικός ελληνο-τουρκικός πόλεμος του 1897. Η κατάληξη αυτού του πολέμου ήταν η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ), από τους ξένους και ντόπιους πιστωτές της Ελλάδας, τους λεγόμενους «ομολογιούχους».

Το ιστορικό μέχρι το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» και την επιβολή του ΔΟΕ -όπως έχει καταχωρηθεί στην ιστορία- έχει ως εξής:

Το 1885, ο Δηλιγιάννης διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία τον Χαρ. Τρικούπη, που είχε κυβερνήσει τη χώρα από το 1882 μέχρι το 1885. Ο Δηλιγιάννης, όμως, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στους όρους των δανείων που είχε συνάψει για λογαριασμό του ελληνικού δημοσίου ο Χαρ. Τρικούπης.

Ο Χαρ. Τρικούπης, που νίκησε στις εκλογές του Μάη του 1892, δεν κατάφερε κι αυτός να συνάψει νέο εξωτερικό δάνειο και παραιτήθηκε. Δημιουργήθηκε νέο κυβερνητικό σχήμα, με τους Ράλλη και Σωτηρόπουλο, οι οποίοι όμως σύντομα παραχώρησαν και πάλι τη θέση τους στον Χ. Τρικούπη.

Το 1893 ο Χαρ. Τρικούπης, εξαιτίας της άσχημης οικονομικής κατάστασης, αναγκάστηκε να πει στη Βουλή σαν πρωθυπουργός τη φράση «κύριοι, δυστυχώς, επτωχεύσαμεν», που έμεινε ιστορική.

Η πτώχευση της Ελλάδας σήμανε κλονισμό της δραχμής και ολοκληρωτικό μαρασμό της ελληνικής οικονομίας. Η κήρυξη της Ελλάδας σε πτώχευση έγινε με αφορμή τη βίαιη ανθελληνική εκστρατεία στο εξωτερικό, αλλά και για την επιβολή δυσβάσταχτων βαρών στις λαϊκές μάζες.

Η ιστορία λέει επίσης ότι ο Χαρ. Τρικούπης έσπευσε στην Ευρώπη και ζήτησε δάνεια για την οικονομική στήριξη της υπερχρεωμένης ελληνικής οικονομίας. Οι κυβερνήτες και οι τραπεζίτες της Ευρώπης, παίζοντας καλά το παιχνίδι στη σκακιέρα του εμπορικού και πολιτικού μοιράσματος του κόσμου, αρνήθηκαν τη χορήγηση νέου δανείου - και φυσικά τη στήριξη που αναζήτησε σ’ αυτούς ο Τρικούπης. Έτσι, ο τελευταίος έχασε στις εκλογές του Απρίλη του 1895 και αποσύρθηκε από την πολιτική και πέθανε ένα χρόνο αργότερα (το 1896) στη Ριβιέρα της Γαλλίας.

Στις εκλογές του 1895, τη μάχη κέρδισε ξανά ο Δηλιγιάννης, ο οποίος -με τη βοήθεια των ξένων «συμμάχων μας»- σύρθηκε σε πόλεμο με τους Τούρκους τον Απρίλη του 1897, που κατέληξε σε πανωλεθρία για τους Έλληνες.

Πριν τα τέλη Απρίλη του 1897, ανέλαβε πρωθυπουργός ο Ράλλης, τον οποίο διαδέχτηκε στη συνέχεια ο Ζαΐμης. Η κατάσταση για την Ελλάδα γινόταν όλο και πιο συγκεχυμένη, εξαιτίας των αντικρουόμενων συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων και των πιέσεων που ασκούσαν οι «ομολογιούχοι». Τελικά, η Ελλάδα βγήκε από τον τυχοδιωκτικό αυτό πόλεμο νικημένη και ταπεινωμένη, καθώς της επιβλήθηκε πολεμική αποζημίωση και Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος.

Η Ελλάδα του φθόνου, της γενικευμένης διαφθοράς και της απειθαρχίας - Τι έγραφε για τους Έλληνες ένας Γάλλος δημοσιογράφος πριν από 150 χρόνια


Η Ελλάδα υπήρξε διαχρονικά ένα μυστήριο για τους ξένους. Οι Ευρωπαίοι περιηγητές που τη γνώρισαν πρώτα μέσα από τη λάμψη της αρχαιότητας απογοητεύτηκαν οικτρά όταν την επισκέφθηκαν και γνώρισαν τους Έλληνες.
Ο γνωστός ελληνικός φθόνος («Δεν υπάρχει Έλληνας που να χαίρει εκτίμησης στην Ελλάδα», γράφει ο Εντμόντ Αμπού το 1854), η γενικευμένη διαφθορά, ο θρησκευτικός σκοταδισμός και ο συντηρητικός πατριωτισμός εμπόδισαν διαχρονικά την Ελλάδα να γίνει μια κανονική χώρα.
Το βιβλίο του Εντμόντ Αμπού (1828-1885) Η Ελλάδα του Όθωνα, που εκδόθηκε το 1854 (Εντμόντ Αμπού, Η Ελλάδα του Όθωνα, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018), ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη χώρα μας και θεωρήθηκε συκοφαντικό για πολλές δεκαετίες.

Εντμόντ Αμπού.

Ο Εντμόντ Αμπού το 1852 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ως υπότροφος της Γαλλικής Σχολής και έμεινε 2 χρόνια, περιοδεύοντας σε όλη τη χώρα. Την ίδια περίοδο άρχισε να δημοσιογραφεί στην εφημερίδα Le Figaro και ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας 19ος αιώνας.
Ωστόσο, πρόκειται για τη ματιά ενός φιλέλληνα που δεν μπορεί παρά να εντοπίσει τα αντιφατικά στοιχεία της ελληνικής ταυτότητας - χωρίς να παραγνωρίζει τα επιτεύγματα, αλλά και χωρίς να αγνοεί τα ελαττώματα.
Το βιβλίο του Αμπού είναι ένα μοναδικό ιστορικό ανάγνωσμα που καταφέρνει να παραμένει επίκαιρο ενάμιση αιώνα μετά, χάρη στις αναπόφευκτες συγκρίσεις με τη σημερινή εποχή.

Μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο Η Ελλάδα του Όθωνα:
«Η άλλη όψη του νομίσματος - Οι Έλληνες είναι απείθαρχοι και ζηλόφθονοι - Ο βασιλιάς των αυτοχθόνων και των ετεροχθόνων - Η ελληνική εντιμότητα - Δυο υπουργοί μαλώνουν για το ποιος θα λαδωθεί - Ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου βάζει τον κήπο του σε λαχειοφόρο αγορά».
Κάθε νόμισμα έχει και την άλλη του όψη, κι είναι πράγματι σπάνιο μια αρετή να μην είναι και διαστροφή μαζί.
Στους Έλληνες η αγάπη για την ελευθερία ισοδυναμεί και με περιφρόνηση στους νόμους και σε κάθε νόμιμη αρχή· Η αγάπη για την ισότητα εκδηλώνεται συχνά σαν άγρια ζήλια απέναντι σε όλους εκείνους που ξεχωρίζουν· ο κοντόφθαλμος πατριωτισμός γίνεται εγωισμός και το εμπορικό πνεύμα αγγίζει την απατεωνιά.
Τα Παλικάρια έχουν μάθει από τότε που γεννήθηκαν να παραβιάζουν τους νόμους, ενώ οι Φαναριώτες να τους παρακάμπτουν· η μάζα του λαού μόνο με τη βία υπάκουε, και δεν πιστεύει πως έχει την παραμικρή υποχρέωση απέναντι σε μια αδύναμη κυβέρνηση· η θρησκεία, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, ωθεί τους πιστούς στη δεισιδαιμονία μόνο, και ξεχνά να κηρύξει την ηθική· Η εξουσία δεν γνωρίζει πώς να γίνει σεβαστή και φαίνεται να αμφιβάλλει για τον εαυτό της· με δυο λόγια, όλα συντείνουν στο να γίνει ο ελληνικός λαός ο πιο απείθαρχος του κόσμου.
Ο ίδιος φθόνος που επέβαλλε άλλοτε την αυστηρή ετυμηγορία του εξοστρακισμού, καταδικάζει σήμερα τους ανθρώπους που ξεπερνούν ένα ορισμένο επίπεδο. Κάποιους τους δολοφονούν με μαχαίρι ενώ κάποιους άλλους τους σκοτώνουν με τα λόγια. Ρωτήστε έναν Έλληνα για όλα τα μεγάλα ονόματα της χώρας του, δε θα μιλήσει για κανένα χωρίς να το κηλιδώσει. Ο ένας πρόδωσε, ο άλλος έκλεψε, κάποιος τρίτος έδωσε συμβουλή ή διαταγή για φόνο· και οι πιο αγνοί έχουν ήθη αχρεία. Δεν υπάρχει ένας Έλληνας που να χαίρει εκτίμησης στην Ελλάδα.
Ο ελληνικός πατριωτισμός εκδηλώνεται με δύο τελείως αντίθετους τρόπους, εκτός και εντός της χώρας. Οι Έλληνες του εξωτερικού λατρεύουν την κοινή πατρίδα· δίνουν ότι έχουν και δεν έχουν γι’ αυτήν, και το μόνο που σκέφτονται είναι πώς θα την κάνουν πλουσιότερη και μεγαλύτερη. Οι Έλληνες του εσωτερικού το μόνο που σκέφτονται είναι πώς θα κλείσουν τη χώρα στους Έλληνες του εξωτερικού. Οι μεν έχουν έναν γενναιόδωρο πατριωτισμό, οι δε έναν πατριωτισμό συντηρητικό. Ο γενναιόδωρος πατριωτισμός είναι εκείνος που δημιούργησε όλα τα μεγάλα ιδρύματα της Ελλάδας. Ο συντηρητικός πατριωτισμός είναι εκείνος που έφτιαξε τον νόμο της 3ης Φεβρουαρίου 1844 για τους αυτόχθονες και ετερόχθονες.
Ο νόμος αυτός, ο πιο άδικος και ηλίθιος που ψηφίστηκε ποτέ σε πολιτισμένο λαό, δίνει το αποκλειστικό μονοπώλιο των δημόσιων λειτουργημάτων σε κατοίκους του Μοριά και της Αττικής. Κλείνει την πόρτα της Ελλάδας σε όλους εκείνους τους Έλληνες που δεν γεννήθηκαν στο μικρό βασίλειο του Όθωνα· αποκλείει από την κυβέρνηση το κομμάτι το πιο έξυπνο, το πιο πλούσιο και το πιο αφοσιωμένο του έθνους (...).
(...) Ο ελληνικός λαός δεν είναι γεννημένος για τον πόλεμο, ό,τι κι αν λέει. Ακόμα κι αν έχει το θάρρος που αποδίδει ο ίδιος στον εαυτό του, η πειθαρχία, που είναι η κινητήριος δύναμη του πολέμου, θα του λείπει πάντα.
Ισχυρίζεται πως δεν είναι γεννημένος για τη γεωργία: φοβάμαι πως έχει δίκιο. Η γεωργία απαιτεί περισσότερη υπομονή, περισσότερη θέληση και μεγαλύτερη προσήλωση, χαρακτηριστικά που οι Έλληνες δεν είχαν ποτέ τους. Τους αρέσουν τα μακριά ταξίδια, οι τολμηρές επιχειρήσεις, η ριψοκίνδυνη κερδοσκοπία. Ο Έλληνας βρίσκει τη θέση του στην πόρτα ενός μαγαζιού όπου προσελκύει τους πελάτες ή πάνω στη γέφυρα ενός πλοίου όπου διασκεδάζει τους επιβάτες. Καθισμένος, ευχαριστιέται την αρχοντιά του· όρθιος, θαυμάζει την κομψότητά του· αλλά τον απωθεί η ιδέα να σκύψει πάνω από τη γη. Οι γεωργοί μας θα τον θεωρούσαν άεργο, αλλά θα είχαν άδικο· δουλεύει με το μυαλό.
Οι Έλληνες που καλλιεργούν τη γη νιώθουν ταπεινωμένοι· προσβλέπουν σε μια θέση υπηρέτη ή φιλοδοξούν να γίνουν ιδιοκτήτες μιας μικρής ταβέρνας. Το αχάριστο χώμα που παιδεύουν δεν μιλά στην καρδιά τους· δεν νιώθουν όπως οι δικοί μας αγρότες, αλλά και οι πρόγονοί τους, αγάπη για τη γη, και έχουν ξεχάσει τους ποιητικούς μύθους που τη θεωρούσαν μητέρα των ανθρώπων. Ο Γάλλος αγρότης το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα μεγαλώσει το χωράφι του· ο Έλληνας αγρότης είναι πάντα έτοιμος να το πουλήσει.
Άλλωστε πουλούν ό,τι μπορούν. Κατά πρώτον, για να έχουν χρήματα και, κατά δεύτερον, για τη χαρά του να πουλάς. Στη Γαλλία, αν προτείνετε σε έναν εργάτη να σας πουλήσει το ρούχο του θα σας απαντήσει, χώνοντας τα χέρια στις τσέπες του: «Το ρούχο μου δεν είναι για πούλημα». Στην Ελλάδα, σταματήστε έναν αστό στον περίπατο και ρωτήστε τον αν θέλει να σας πουλήσει τα παπούτσια του. Αρκεί να του δώσετε μια λογική τιμή και μπορείτε να στοιχηματίσετε δέκα προς ένα ότι θα γυρίσει ξυπόλυτος στο σπίτι.
Στα ταξίδια μας, όταν μέναμε σε ιδιώτες κάπως εύπορους, δεν χρειαζόταν να στείλουμε κάποιον στο παζάρι. Οι οικοδεσπότες μας μας έδιναν στη σωστή τιμή το κρασί της κάβας τους, το ψωμί του φούρνου τους, τις κότες του κοτετσιού τους. Γδύνονταν, στην ανάγκη, για να μας πουλήσουν τα ρούχα τους. Έχω πάρει, έτσι, ένα αλβανικό πουκάμισο πολύ καλοκεντημένο που το είχα αγοράσει όσο ήταν ακόμη ζεστό. Αντιθέτως, μια δυο φορές οι αγρότες μάς παρακάλεσαν να τους πουλήσουμε ό,τι έβλεπαν στα χέρια μας.
Μια μέρα στη Σπάρτη, ένας άνδρας που είχε έρθει για να μου πουλήσει μετάλλια θέλησε να αγοράσει το μελανοδοχείο που χρησιμοποιούσα. Ο Πέτρος, ο υπηρέτης μας, όταν έμαθε ότι ο Μπελέ ήθελε να πουλήσει το άλογό του, πήγε να τον βρει και, γυρνώντας το φέσι στα δάχτυλά του, του ζήτησε να τον προτιμήσει. «Μα για όνομα του Θεού» τον ρώτησε ο Μπελέ «τι θα το κάνεις το άλογό μου;» - «Θα σας το νοικιάσω, κύριε, για τον περίπατο».

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

Κ. Π. Καβάφης

Che fece... il gran rifiuto

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθηση του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
Όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο το όχι - το σωστό - εις όλην την ζωή του.
Κ. Π. Καβάφης

                              Απ’ τες Eννιά

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
Κ. Π. Καβάφης

                 Θυμήσου, σώμα...

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στη φωνή -- και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες -- πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·
πώς έτρεμαν μες στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.
Κ. Π. Καβάφης

Μάρτιαι Ειδοί


Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.

Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σαν βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου.

                                                                  (1911)

Σημειώσεις:
1. Ο Αρτεμίδωρος προσπάθησε να προειδοποιήσει τον Ιούλιο Καίσαρα (δίδοντάς του ένα σημείωμα) για το σχέδιο δολοφονίας του από τους Βρούτο και Κάσσιο.
2.
Ένας προφήτης είχε προειδοποιήσει τον Καίσαρα να προσέχει τη 15η ημέρα του Μαρτίου («Μάρτιαι Ειδοί»), ημέρα κατά την οποία προσπάθησε να τον ενημερώσει ο Αρτεμίδωρος...
Κ. Π. Καβάφης

                          Μισή ώρα

Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα
όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.
Είναι, δεν λέγω, λύπη. Αλλά εμείς της Τέχνης
κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο
για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Έτσι στο μπαρ προχθές -βοηθώντας κιόλας
πολύ ο ευσπλαχνικός αλκοολισμός-
είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
Και το κατάλαβες με φαίνεται,
κι έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί
μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,
χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
χρειάζονταν να ’ναι το σώμα σου κοντά.

(1917)

[Ανέκδοτο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη, μέρες του 1917, για τους ανέφικτους, τους ημιτελείς, τους έρωτες της φαντασίας, που είναι οι περισσότεροι].
Κ. Π. Καβάφης

            Μονοτονία

Την μια μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί.
Θα γίνουν τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι —
ή όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν.

Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.
Κ. Π. Καβάφης

                           Νόησις

Τα χρόνια της νεότητός μου, ο ηδονικός μου βίος –
πως βλέπω τώρα καθαρά το νόημά των.

Τι μεταμέλειες περιττές, τι μάταιες…

Αλλά δεν έβλεπα το νόημα τότε.

Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο
μορφόνονταν βουλές της ποιήσεώς μου,
σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή.

Γι’ αυτό κ’ η μεταμέλειες σταθερές ποτέ δεν ήσαν.
Κ’ η αποφάσεις μου να κρατηθώ, ν’ αλλάξω
διαρκούσαν δυο εβδομάδες το πολύ.
Κ. Π. Καβάφης

                       Το πρώτο σκαλί





5




10




15




20




25
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κι ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνο άρτιόν μου έργον είναι.
Αλίμονον, είν’ υψηλή, το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος».
Είπ’ ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
να ’σαι υπερήφανος και ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινόν τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου να ’σαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».
      
                                      (1899)
Κ. Π. Καβάφης

        Φωνές

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβήνει.
Κ. Π. Καβάφης

                      Tείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

                   (1896)

Κ. Π. Καβάφης


                    Tα παράθυρα

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα. - Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία -
Μα τα παράθυρα δε βρίσκονται, ή δε μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.

(1903)
Κ. Π. Καβάφης

                                  Περιμένοντας τους βαρβάρους







5





10





15





20






25






30






35
- Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

- Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

- Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

- Γιατί οι δυο μας ύπατοι κι οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.

- Γιατί κι οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

- Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κι η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κι οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κι οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Κ. Π. Καβάφης

              Όσο μπορείς

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

(1913)
Κ. Π. Καβάφης 

                 Κεριά

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
Κ. Π. Καβάφης 

                  Θερμοπύλες

Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.
Κ. Π. Καβάφης

                   Η Πόλις

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις —
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
Κ. Π. Καβάφης

                 Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον





5




10




15
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές-
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

(1911)
Κ. Π. Καβάφης

                     Ιθάκη





5




10





15




20





25




30





35
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου να ’χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα ’βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

(1911)
Κ. Π. Καβάφης

                       Η σατραπεία





5




10




15




20
Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κι επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις)
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα σ’ τα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

(1910)