Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

Κεμάλ: Ο αυταρχικός πατέρας των Τούρκων


Ο Κεμάλ Ατατούρκ, αναδείχτηκε με πραξικοπηματικό τρόπο, ηγέτης μιας Οθωμανικής αυτοκρατορίας που βρισκόταν σε πλήρη διάλυση και που τα κομμάτια της διαμοιράζονταν στους γύρω λαούς και στις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Ήδη από το 1920 είχε επικρατήσει πλήρως στο εσωτερικό της χώρας και ως το τέλος του 1922 πολεμούσε τις ελληνικές δυνάμεις που το 1919 είχαν αποβιβαστεί στη Σμύρνη.
Μετά τη νίκη του, με την ανακωχή των Μουδανιών ξαναπήρε την Κωνσταντινούπολη που κατείχαν οι Αγγλογάλλοι και την Ανατολική Θράκη. Το 1923, ο Κεμάλ είχε ολοκληρώσει τις πολεμικές επιχειρήσεις και άρχισε το έργο της μεταρρύθμισης της χώρας.
Η Τουρκία του Κεμάλ ήταν το ένα τρίτο της παλιάς κραταιάς Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το όραμα του ήταν να εξαφανίσει την πολυεθνική ισλαμοκρατούμενη αυτοκρατορία και στη θέση της να φτιάξει ένα δυτικόστροφο αμιγώς εθνικό κοσμικό κράτος. Οι μέθοδοι του βέβαια καμία σχέση δεν είχαν με τη δυτική δημοκρατική κουλτούρα που διαφήμιζε, ήταν καθαρά και απροσχημάτιστα εγκληματικές. Παρά ταύτα, μέσα σε λίγα χρόνια έφτιαξε μια άλλη Τουρκία.
Ανακήρυξε την Τουρκική Δημοκρατία, έδιωξε τον σουλτάνο, περιεβλήθη ο ίδιος με δικτατορικές εξουσίες, συγκρότησε τοπικά στρατοδικεία παντού με εξουσιοδότηση μέχρι θανατικής καταδίκης και άρχισε να αλλάζει τα πάντα κατά πως νόμιζε δίχως να ρωτά κανέναν.
Η πρωτεύουσα του κράτους μεταφέρθηκε από την ιστορική Κωνσταντινούπολη σε μια μικρή πόλη 20.000 κατοίκων στα βάση της Τουρκίας, στην Άγκυρα. Απαγόρευσε κάθε δικαστική, κοινωνική και πνευματική λειτουργία των μουφτήδων, των κατήδων και των χοτζάδων, πέραν των καθαρά θρησκευτικών. Κατάργησε το πανίσχυρο «υπουργείο θρησκευτικών υποθέσεων και ευσεβών ιδρυμάτων», κάνοντας το απλή γραμματεία υπό τον πρωθυπουργό. Κατάργησε τα θρησκευτικά σχολεία, τα θρησκευτικά δικαστήρια κι έκλεισε τα μουσουλμανικά μοναστήρια μαζί με τα μαυσωλεία.
Κατάργησε τα τάγματα όπως αυτό των δερβίσηδων, απαγόρευσε τις θρησκευτικές τελετές έξω από τα τζαμιά όπως τις λιτανείες, απαγόρευσε την πολυγαμία, το τουρμπάνι, την κυκλοφορία στον δρόμο με παραδοσιακές ενδυμασίες, καθώς και το σύμβολο της πίστης του Ισλάμ, το φέσι. Ειδικά για το τελευταίο, επειδή κανένας δεν συμμορφωνόταν παρά την διαταγή, κρέμασε ένα πρωί σε κάθε πόλη τους πρώτους που βγήκαν βόλτα με το φέσι τους και από την επομένη αυτά εξαφανίστηκαν από τα τούρκικα κεφάλια. «Αν κρύωναν», έλεγε, «να φορέσουν δυτικά καπέλα».
Επίσης υιοθέτησε το Γρηγοριανό ημερολόγιο, αντικατέστησε το αραβικό με το λατινικό αλφάβητο, έφερε τα μέτρα και τα σταθμά της Ευρώπης και επέβαλε την υιοθέτηση από όλο τον πληθυσμό εκτός από το μικρό όνομα και το επίθετο. Τότε αυτός έλαβε το επίθετο Ατατούρκ, που σημαίνει πατέρας των Τούρκων. Άλλαξε το δίκαιο εφαρμόζοντας το δυτικό νομικό σύστημα, ενώ ισοπέδωσε όλες τις μειονότητες που υπήρχαν ακόμα μέσα στο κράτος. Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι κατασφάγηκαν, ενώ οι πολυπληθέστατοι Κούρδοι μπήκαν σε πρόγραμμα βίαιης τουρκοποίησης. Τους διέσωσαν τα βουνά τους και το ακατάβλητο του χαρακτήρα τους.
Ο Κεμάλ συνήθιζε να κάνει μεγάλες δεξιώσεις στο Προεδρικό Μέγαρο, όπου οι άνδρες έπρεπε να φορούν κουστούμι και οι γυναίκες κοντά δυτικά φορέματα. Οι σκοποί που έπαιζαν οι ορχήστρες ήταν μόνο δυτικοφερμένοι, με κυρίαρχο το -άγνωστο ως τότε στην Τουρκία- βαλς. Στις δεξιώσεις αυτές ο Κεμάλ έπινε μέχρι σκασμού, κάτι που παλιότερα ήταν ανεπίτρεπτο για μουσουλμάνο. Πολλά είχαν ακουστεί άλλωστε και για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, όμως κανένας δεν τολμούσε να πει το παραμικρό.
Ο τύπος δεν ήταν απλώς ελεγχόμενος, ουκ ολίγες φορές κρέμασε ή εκτέλεσε διευθυντές εφημερίδων που τόλμησαν να υπονοήσουν κάτι εναντίον του. Φυσικά, η βάση του Κεμαλικού καθεστώτος ήταν ο στρατός, θεσμός που μόνο μετά το πρόσφατο αποτυχημένο πραξικόπημα αλώθηκε από τον Ερντογάν.

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Οι Μανιάτες πειρατές


Ο Γάλλος περιηγητής Andre Georges Guillet αναφέρει στις σημειώσεις του μια εκπληκτική ιστορία πειρατείας από την περιοχή της Μάνης, την περίοδο της τουρκοκρατίας. Είναι προφανές ότι πρόκειται για παραμύθι ή θρύλο που κατέγραψε ο Γάλλος γύρω στο 1669-1670, όμως περιγράφει με αξιοπιστία την κατάσταση και τα ήθη που επικρατούσαν στη Μάνη και ειδικά στον όρμο του Οίτυλου. Η περιοχή ήταν πολύ φτωχή για να θρέψει τους ανθρώπους της, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν ποτέ να την πατήσουν για να επιβάλλουν κάποιον έλεγχο, ενώ φοβερές έριδες ανάμεσα σε οικογένειες οδηγούσαν κάθε τόσο σε λουτρά αίματος. Μόνη διέξοδος ήταν η θάλασσα, σε μια εποχή που το εμπόριο και το πλιάτσικο συγχέονταν επικίνδυνα.
Για πολλούς αιώνες η Μάνη ονομαζόταν «Μεγάλο Αλγέρι». Ικανό μέρος του πληθυσμού της επιδιδόταν στην πειρατεία. Με τα καΐκια τους παραμόνευαν τα εμπορικά πλοία στο πολυσύχναστο πέρασμα του Κάβο Μαλιά και τα ρήμαζαν. Επιδίδονταν επίσης στον εφιάλτη των τότε ναυτικών, στη στεριανή πειρατεία. Με κατάλληλες παρενοχλήσεις, λάθος σινιάλα ή φανάρια, έσπρωχναν τα πλοία να τσακιστούν νύχτα στις απότομες ακτές και στη συνέχεια πηδώντας σαν κατσίκια στα βράχια αιχμαλώτιζαν ή έσφαζαν τους ναυτικούς και έπαιρναν τα φορτία.
Το εμπόριο αιχμαλώτων ήταν εκτεταμένο και πολύ προσοδοφόρο. Αν κούρσευαν τούρκικο καράβι πουλούσαν τους αιχμαλώτους για σκλάβους σε χριστιανούς (Ενετούς, Γενουάτες, Ισπανούς) κι αν κούρσευαν χριστιανικό τους πουλούσαν στους Τούρκους. Επίσης, αν έβρισκαν ευκαιρία έπιαναν τα μέλη των εχθρικών Μανιάτικων οικογενειών και τα πουλούσαν. Η πειρατεία δεν θεωρούνταν παρανομία αλλά λεβεντιά και οι τοπικοί παπάδες όχι μόνο δεν την καταδίκαζαν, αλλά έπαιρναν και το 10% της λείας για την εκκλησία.
Η εκπληκτική ιστορία του Guillet αναφέρεται σε δύο Μανιάτες πειρατές, τον Θεόδωρο και τον Αναπλιώτη. Ήταν φίλοι και συνέταιροι στην πειρατική δράση, αλλά καβγάδισαν για τον συνηθισμένο λόγο που τσακώνονταν οι πειρατές: Για τον διαμοιρασμό των λαφύρων. Τότε ο Θεόδωρος πήρε μερικούς άνδρες, πήγε νύχτα στο σπίτι του Αναπλιώτη και του έκλεψε τη γυναίκα. Την κατέβασε στο Οίτυλο και προσπάθησε να την πουλήσει σε κάποιον Μαλτέζο πειρατή που τυχαία βρισκόταν στο αγκυροβόλιο. Άρχισαν τα παζάρια, αλλά ο Μαλτέζος έδινε πολύ λίγα χρήματα, με τη δικαιολογία ότι λίγο νωρίτερα είχε αγοράσει από έναν άλλον Μανιάτη μια εξίσου όμορφη γυναίκα στη μισή τιμή. Ο Θεόδωρος ζήτησε να τη δει και έκπληκτος αντίκρισε αλυσοδεμένη τη δική του γυναίκα. Ο Αναπλιώτης είχε κάνει ακριβώς το ίδιο μ’ αυτόν και μάλιστα γρηγορότερα.
Και για να δείξει τον αλλόκοτο τρόπο σκέψης των Μανιατών αλλά και το σκληροτράχηλο του χαρακτήρα τους, ο Guillet τελειώνει ως ακολούθως αυτή την περίεργη ιστορία. Ο Θεόδωρος δεν είπε στον Μαλτέζο ότι η αλυσοδεμένη γυναίκα ήταν σύζυγος του, καθώς αποτελούσε μεγάλη ντροπή για έναν Μανιάτη να του κλέψουν τη γυναίκα. Αντιθέτως, πούλησε στον Μαλτέζο και τη γυναίκα του Αναπλιώτη και έφυγε. Μόλις όμως σάλπαρε ο Μαλτέζος, Θεόδωρος και Αναπλιώτης που είχαν πάρει πια το μάθημα τους, τον ακολούθησαν με τα πλοία τους, τον κούρσεψαν και πήρε ο καθένας τη γυναίκα του πίσω. Μετά συνέχισαν να ασκούν την πειρατεία παρέα.
Η Μάνη συνέχισε να είναι περιστασιακό άντρο πειρατών μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Τον καιρό του Όθωνα, η πειρατεία συνέχιζε να αποτελεί συμπληρωματικό εισόδημα για τους κατοίκους της κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που οι Βαυαροί ήταν σε μόνιμη διαμάχη με τους Μανιάτες. Η προσπάθεια μάλιστα της αντιβασιλείας να γκρεμίσει τους πύργους τους, κατέληξε σε κανονική στάση, σε τρείς εκστρατείες του μισθοφορικού Οθωνικού στρατού στη Μάνη το 1834 και σε αντίστοιχες ταπεινωτικές ήττες του από τους άτακτους Μανιάτες. Η πειρατεία σταμάτησε μόνο όταν ο ατμός και τα σιδερένια πλοία έγιναν άτρωτα από τα μικρά ξύλινα σκαφάκια των Μανιατών.

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019

Ανδρέας Λασκαράτος

Ο καλός μαθητής

Ο καλός μαθητής, και εννοώ επιμελής μαθητής, είναι εκείνος οπού σπουδάζει, όχι διά να ξέρει να πει το μάθημα, αλλά διά να αποχτήσει μάθησην. Μαθηταί δε τοιούτοι δυστυχώς είναι λίγοι.
Ο καλός τούτος μαθητής, αντίθετον του κακού μαθητή, θεωρεί κάθε μάθημα ως μερίδα πνευματικής θροφής, την οποίαν προσπαθεί ν’ αφομοιώσει με την ψυχή του. Δεν τόνε δικάει[1] να το μάθει· αλλ’ αφού το μάθη, το εξετάζει σαν ανατόμος εις όλα του τα μέρη, ποριζόμενος από αυτό την όσο περισσότερην ωφέλειαν.
Οι εορτές δεν είναι δι’ αυτόν αφορμές να διασκεδάζει· αλλά ευκαιρίες να καταγίνεται ελευθέρως και ανεμποδίστως εις τη σπουδή του.
Μένει αμέτοχος εις τον συνεταιρισμόν[2] της κλάσης[3]. Γυρεύει τη δουλειά του, δηλαδή τη σπουδή του· και αδιαφορεί εις τες εορτές, επειδή αυτός τες κάμνει σπουδάσιμες.
Ο τοιούτος επιμελής μαθητής είναι πάντα έτοιμος να δεχθεί εξέτασες. Και όμως εις τες γενικές εξέτασες του σχολαστικού[4] χρόνου αφιερώνεται στη σπουδή, και σπουδάζει ακαταπαύστως διά να ταχτοποιήσει στο πνεύμα του τες γνώσες οπού έλαβε μέσα στο χρόνο· να κάμει με αυτές, εις κάθε κλάδον μαθήσεως, ένα σύνολο ταχτοποιημένο· το οποίον θέλει είναι η ωφέλεια που του επρόκυψε από τους κόπους του της χρονιάς εκείνης, και μέρος της περαιτέρω του μορφώσεως, και της μελλούσης προκοπής του.
Ο μαθητής τούτος, όταν εις ανδρικήν ηλικίαν, θέλει έχει προκοπήν, ικανότητα, ημπόρεσην· και θέλει είναι ποθητός και επιζήτητος εις όλα τα μέρη· ώστε και να μπορεί να ζει, αν του χρειασθή, με την προκοπήν του. Επειδή, «όποιος ξέρει, ’μπορεί».



[1] Δεν τόνε δικάει (επτανησιακό ιδίωμα): δεν του αρκεί, δεν του φτάνει.
[2] συνεταιρισμός: συνεργασία
[3] κλάσης: τάξης.
[4] σχολαστικός: σχολικός.