Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Οι αρχαίοι Έλληνες ήξεραν την θεμελιώδη αξία της παρρησίας στο δημόσιο διάλογο


Μπορεί να είναι ισότιμος ο λόγος ενός τυχάρπαστου δημαγωγού με αυτόν ενός επιφανούς και καλλιεργημένου αριστοκράτη, στη δημόσια συζήτηση; Σύμφωνα με τις αρχές της κλασικής αθηναϊκής δημοκρατίας, αυτό θα έπρεπε να ισχύει. Κάθε Αθηναίος πολίτης απολάμβανε ίσα δικαιώματα ελευθερίας του λόγου για κάθε ζήτημα που απασχολούσε την δημόσια συνέλευση. Οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν αυτή την ελεύθερη έκφραση της προσωπικής γνώμης με θάρρος και ειλικρίνεια, «παρρησία» (από τη σύνθεση των λέξεων πᾶς και ῥῆσις). Οι θιασώτες της δημοκρατίας ήλπιζαν ότι η συνάθροιση απόψεων από πολλά διαφορετικά άτομα, θα οδηγούσε κάθε φορά στην σωστή απόφαση. Η ιστορία της παρρησίας όμως δείχνει ότι το αρχικό ερώτημα παραμένει ανοιχτό.
Μετά την ήττα της Αθήνας από την Σπάρτη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.), η αρχή της παρρησίας τέθηκε υπό έντονη αμφισβήτηση. Πολλοί Αθηναίοι χρέωσαν την ήττα στην Εκκλησία του Δήμου που, υπό την καθοδήγηση «φαύλων δημαγωγών», πήρε τις λάθος αποφάσεις. Ο Πλάτων εμφανιζόταν αντίθετος προς την δημοκρατική τάξη της εποχής του, εν μέρει εξαιτίας της «υπερβολικής» ελευθερίας του λόγου, σε αντιδιαστολή με τον Δημοσθένη, ο οποίος θεωρούσε την παρρησία ως ύψιστο χάρισμα.
Παρά τις διαφορετικές τους αντιλήψεις σχετικά με τα προτερήματα της δημοκρατίας, ο Δημοσθένης και ο Πλάτων μοιράζονταν την πεποίθηση ότι δεν αρκεί απλώς να λες οτιδήποτε αλλά αυτό που λες πρέπει να φανερώνει και κάποια προσωπική και διανοητική αυθεντία. Μετά τον Μέγα Αλέξανδρο μια σειρά από μοναρχικά κράτη αναδύθηκαν στην περιοχή της Μεσογείου, θέτοντας στο περιθώριο τις αρχές της δημοκρατίας και μαζί μ’ αυτές την παρρησία, η οποία μεταλλάχτηκε σε αρετή της ελίτ, και ειδικά των φιλοσόφων, οι οποίοι θεωρητικά κατείχαν και την διανοητική ικανότητα και την προσωπική αυθεντία. Το πεδίο έκφρασης όμως είχε μετατεθεί από τη δημόσια συνέλευση στις προσωπικές σχέσεις και επαφές. Έτσι, η ειλικρίνεια λειτουργούσε πλέον ως μια διαπροσωπική αρετή.
Τόσο οι Επικούρειοι Φιλόσοφοι όσο και ο Πλούταρχος, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις τους, επέμεναν ότι η παρρησία αποτελεί ύψιστο καθήκον μεταξύ φίλων. Δεν όφειλε κανείς μόνο να επικρίνει με θάρρος και ειλικρίνεια τα ηθικά σφάλματα των φίλων του, αλλά να δέχεται και ο ίδιος την ειλικρινή κριτική τους χωρίς θυμό ή εκδικητικότητα. Ο Πλούταρχος όμως ήταν περισσότερο διαλλακτικός. Ενώ οι Επικούρειοι -όπως και οι Κυνικοί αργότερα με ακόμα πιο αδιάλλακτο τρόπο- θεωρούσαν ότι οφείλει κάποιος να αποδέχεται ακόμα και την πιο στυγνή κριτική εάν αυτή έμοιαζε εύλογη, ο Πλούταρχος πίστευε ότι η κριτική θα έπρεπε να γίνεται με διακριτικό τρόπο και στον σωστό χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, οι «παρρησιασταί» (parrhesiastaí) θα έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι να χάσουν τους φίλους τους...
Στην Ελληνιστική περίοδο, οι Εβραίοι εμπλούτισαν τον ορισμό της παρρησίας με ένα νέο στοιχείο: την εμπιστοσύνη στον Θεό. Ο αληθινός πιστός διέθετε την ικανότητα να δρα με παρρησία ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Αυτή η αντίληψη υιοθετήθηκε ακολούθως από τον Χριστιανισμό με ακραίο υπόδειγμα παρρησίας τους οσιομάρτυρες που δεν δίσταζαν να διακηρύξουν την πίστη τους παρότι γνώριζαν ότι αυτό θα τους κόστιζε την ίδια τους την ζωή. Μια άλλη σημαντική διαφορά με την αντίληψη του όρου στον κλασικό κόσμο (όπου οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα στην παρρησία ή στην ελευθερία του λόγου εν γένει) ήταν ότι τόσο στον Ιουδαϊσμό όσο και στον Χριστιανισμό, επιτρεπόταν και στις γυναίκες να εκφραστούν με παρρησία, διακηρύσσοντας την εμπιστοσύνη τους στον Θεό.
Κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, η παρρησία έγινε προνόμιο και εργαλείο των ασκητών. Οι Χριστιανοί της ύστερης αρχαιότητας θεωρούσαν ότι οι πρεσβευτές του αληθινού λόγου δεν προέρχονταν από τις ανώτερες, καλλιεργημένες τάξεις, αλλά από τα πιο ταπεινά κοινωνικά στρώματα, που συχνά δεν γνώριζαν ούτε καν την γλώσσα της Καινής Διαθήκης, τα ελληνικά... Η ιδέα της ενάρετης ειλικρίνειας υπήρξε τόσο διαδεδομένη στον χριστιανικό κόσμο ώστε η λέξη παρρησία μεταφέρθηκε ως γλωσσικό δάνειο στα Αραμαϊκά (Συριακά), στα Κοπτικά και στα Αραβικά.
Ένας από τους σύγχρονους φιλόσοφους που σαγηνεύτηκε από εκείνη την ιδέα περί αληθούς λόγου και από την απόφαση του «παρρησιαστή» να αγνοεί το προσωπικό συμφέρον και να υπερνικά κάθε φόβο προκειμένου να πει την αλήθεια, ήταν ο Μισέλ Φουκώ. Το 1983 μάλιστα επινόησε τον δικό του όρο γι’ αυτήν την στάση: «véridiction» (η έκφραση της αλήθειας)...
Η ιστορία της παρρησίας, και κατ’ επέκταση της ειλικρίνειας, με την κλασική της έννοια, αποκαλύπτει ένα δίλημμα που έχει να κάνει με τον ρόλο του δημόσιου λόγου. Η ελευθερία του λόγου αποτελεί βασικό πολιτικό δικαίωμα, το οποίο συχνά όμως πέφτει θύμα κακομεταχείρισης. Για να λειτουργήσει το παιχνίδι της παρρησίας απαιτείται γνώση και υπευθυνότητα.

Τρίτη 26 Μαΐου 2020

Στην απλότητα βρίσκεται η ευτυχία

Μπορώ να γίνω ευτυχισμένος
με τα πιο απλά πράγματα
και με τα πιο μικρά.
Και με τα καθημερινότερα των καθημερινών.

Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές.
Μου φτάνει που τα χρόνια φυλάνε
τα Χριστούγεννα για το τέλος τους.
Που οι χειμώνες έχουν πέτρινα, χιονισμένα σπίτια.
Που ξέρω ν’ ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.

Μου φτάνει που μ’ αγαπάνε τέσσερις άνθρωποι.
Πολύ...
Μου φτάνει που αγαπάω τέσσερις ανθρώπους.
Πολύ...
Που ξοδεύω τις ανάσες μου μόνο γι’ αυτούς.

Που δεν φοβάμαι να θυμάμαι.
Που δε με νοιάζει να με θυμούνται.
Που μπορώ και κλαίω ακόμα.
Και που τραγουδάω... μερικές φορές.
Που υπάρχουν μουσικές που με συναρπάζουν.
Και ευωδιές που με γοητεύουν.

Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Νίκος Γκάτσος

Οι ήρωες είναι πάντα ευγενικοί

Οι ήρωες είναι πάντα ευγενικοί.
Γεννιούνται μ’ ένα χρυσαφένιο χρώμα,
μ’ όνειρα που τους τα φτιάχνει η συννεφιά,
μ’ ελπίδες που φυτρώσαν μέσ’ στο χώμα…

Οι ήρωες δεν έχουν μυστικά.
Δεν ταξιδεύουνε ποτέ σε ξένα μέρη.
Γίνοντ’ αγάλματα ψυχρά, μα εθνικά
κι έχουν για συντροφιά τους ένα περιστέρι…

Οι ήρωες είναι πάντα ευγενικοί.
Κάνουν πως, τάχα, λεπτομέρειες δε θυμούνται…
Κι όταν η νύχτα τούς σκεπάζει με σιωπή,
πετάν’ το θρύλο στα πουλιά κι αποκοιμιούνται…

Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Το μήνυμα του Φάουστ του Γκαίτε



Ο Βόλφγκανγκ Γκαίτε αρχίζει να γράφει τον Φάουστ, ένα έργο 12.111 στίχων, το 1772 και συνεχίζει με διαλείμματα δεκαετιών μέχρι το 1832, χρονιά που πεθαίνει. Είναι ένα έργο ζωής, άκρως απαιτητικό, που ο ποιητής αφιέρωσε όλη του την ώριμη περίοδο. «Εντέλει χρειάστηκε μια πράγματι μεγάλη απόφαση», γράφει ο ίδιος «για να μπορέσω να επεξεργαστώ το έργο στο σύνολό του». Δεν είναι άξιο απορίας, αν σκεφτούμε την πολυφωνία του και το εύρος της έκτασής του.
Ο πραγματικός Φάουστ γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα περί το 1480 στην νότια Γερμανία και πέθανε το 1539 ή το 1540 στο Στάουφεν του Μέλανα δρυμού. Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1587, κυκλοφορεί ανώνυμα ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο που έφερε τον τίτλο Η ιστορία του Δρος Γιόχαν Φάουστ του διαβόητου θαυματοποιού που επιδίδονταν στην μαύρη μαγεία. Ο συγγραφέας της ιστορίας παραμένει ακόμα και σήμερα άγνωστος. Το βιβλίο δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία πως το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται δεν είναι φανταστικό. Μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα είχε ήδη αποκρυσταλλωθεί ο μύθος του περιπλανώμενου μάγου. Απόδειξη ότι ήταν υπαρκτό πρόσωπο είναι πως ο Επίσκοπος Γεώργιος Γ΄ κατέβαλε ένα υψηλό ποσό για την σύνταξη του Φάουστ, όπου στα έγγραφα που διασώζονται αναφέρεται ως ωροσκόπος. Λίγα χρόνια αργότερα, το δημοτικό συμβούλιο της Νυρεμβέργης του απαγορεύει την είσοδο στην πόλη.
Το ότι ο συγγραφέας της ιστορίας παρέμεινε άγνωστος φανερώνει πως πενήντα χρόνια αργότερα το όνομα του Φάουστ προκαλούσε ακόμα υποψίες ότι όσο ζούσε εξασκούσε την μαύρη μαγεία και πως είχε συνθηκολογήσει με τον διάβολο, παράπτωμα που εκείνη την εποχή θα μπορούσε να τον κρίνει ένοχο θανάτου.
Ο Φάουστ θα ολοκληρώσει τις θεολογικές του σπουδές, όμως θα εγκαταλείψει γρήγορα την θεολογία. Αρχίζει να μελετά χαλδαϊκά, περσικά, αραβικά και ελληνικά, συμμετέχει σε επικλήσεις πνευμάτων και μαγικές τελετουργίες. Σπουδάζει ιατρική, καταγίνεται με την αστρολογία και τα μαθηματικά.
Ένα βράδυ επικαλείται τον Διάβολο όπου εκείνος εμφανίζεται με το όνομα Μεφιστοφελής όπου συνάπτουν μια συμφωνία όπου θα υπηρετεί πιστά τον Φάουστ έτσι ώστε να κατακτήσει την απόλυτη γνώση, με τίμημα, μετά από 24 χρόνια να του πάρει ο Διάβολος την ψυχή.
Ο Φάουστ με την βοήθεια του Μεφίστο επιδίδεται στην σύνταξη ημερολογίων, προσφέρει τις υπηρεσίες του ως αστρολόγος, προλέγει το μέλλον, ταξιδεύει, γνωρίζοντας τον τότε γνωστό κόσμο, μέχρι που επιστρέφει και εγκαταλείπει με βία τα εγκόσμια. Ένας περιπλανώμενος τυχοδιώκτης ή ένας άνθρωπος που αναζητούσε επίμονα την αλήθεια; Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, όποιος και να ήταν ο ίδιος, ένας καιροσκόπος, ένας τσαρλατάνος ή τελικά ένας μεγάλος μάγος, αυτό που έχει σημασία είναι πως η ιστορία του ενέπνευσε τον Γκαίτε.
Γνωρίζοντας την ιστορία του Φάουστ, μιας και την έχει παρακολουθήσει σ’ ένα από τα περιπλανώμενα θέατρα της εποχής, ο Γκαίτε  αρχίζει να γράφει το πρώτο μέρος του έργου το οποίο δημοσιεύει το 1808. Η αρχή της τραγωδίας λαμβάνει χώρα στον ουρανό, όπου εμφανίζεται ο Κύριος με τις ουράνιες στρατιές καθώς επίσης και ο Διάβολος. Με διάθεση ειρωνείας ο Μεφίστο αμφισβητεί τα έργα του θεού (θυμίζοντας την ιστορία του Ιώβ από την Βίβλο), και προκαλεί τον θεό να τον αφήσει να δοκιμάσει τον Φάουστ όπως και πραγματικά γίνεται. Ο Φάουστ αφήνει τα βιβλία του και με την προτροπή του Μεφίστο αρχίζει να ανακαλύπτει τον κόσμο.
Μπαίνει σε καταγώγια που δε θα έμπαινε ποτέ, συνομιλεί με κακά πνεύματα και παρασύρει ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι, τη Μαργαρίτα σε έναν έρωτα που θα την οδηγήσει σε τραγικό τέλος. Κατά τη διάρκεια αυτού του τα «ταξιδιού» ο Φάουστ αλλάζει συναισθήματα: απελπισία - έρωτας - μετάνοια. Ωστόσο η συμφωνία είναι κατά πως φαίνεται πράγμα απαράβατο και μη αναστρέψιμο.
Το έργο έχει την κλασική μορφή ποιητικού κειμένου με έντονα αρχαιοελληνικά τραγικά στοιχεία. Υπάρχει η επίκληση στον ποιητή, υπάρχει ο χορός που ενσαρκώνεται στη μορφή και στη φωνή των πνευμάτων, ο πρωταγωνιστής που σφάλλει, ένα πρόσωπο εξαιρετικά τραγικό μέχρι το τέλος.
Φτάνει σε ένα βασίλειο όπου βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Με την βοήθεια πάντα του Μεφίστο ο Φάουστ προτείνει στον βασιλιά να φτιάξει χάρτινο χρήμα για να σωθεί από την κρίση. Όταν ο βασιλιάς υπακούει, η χώρα σώζεται  από την χρεοκοπία, όμως αυξάνεται η φιλαργυρία των πολιτών, όπου όλα πια μετριούνται με την αξία του χρήματος. Η κοινωνία διακατέχεται από την έμμονη σκέψη του κέρδους. Ο Γκαίτε βάζει εσκεμμένα τον ίδιο τον Διάβολο να συνεργήσει ώστε ο Βασιλιάς να ακούσει τα λόγια του Φάουστ και να εκδώσει χάρτινο χρήμα, υπονοώντας την σατανική του προέλευση. Ο ίδιος άλλωστε απεχθανόταν το χάρτινο χρήμα, και δεν το χρησιμοποίησε ποτέ στην ζωή του.
Δεν είναι τυχαίο που σε λίγο δεν θα αργήσει να έρθει στο προσκήνιο ο πόλεμος. Ο Φάουστ  ζητά από τον Μεφίστο εξουσία, δράση. Ο Μεφίστο επηρεάζει κι αυτή την φορά τους ανθρώπους να στραφούν εναντίον του εαυτού τους, έτσι ώστε να έχει την ευκαιρία ο Φάουστ να εδραιώσει την κυριαρχία του και να γνωρίσει την περιπέτεια της εξουσίας. Ανακηρύσσει τον Φάουστ γενικό διοικητή των βασιλικών στρατευμάτων και με την βοήθεια τριών γιγάντων ρίχνονται στην μάχη ενάντια των επαναστατημένων. Γνωρίζει την βία, τον θάνατο, τον πόνο, την καταστροφή.
Και μετά από όλα αυτά, αηδιασμένος επιστρέφει στην μοναξιά. Κατανοεί πως η ευτυχία δεν μπορεί να υπάρχει ούτε στην δόξα, ούτε στον πλούτο, ούτε στην εξουσία. Μετά από μια πορεία που ο ίδιος ανακαλύπτει τα ανθρώπινα πάθη στο μεγαλείο τους, αφού έχει γευθεί όσα μπορεί να γευθεί ένας άνθρωπος, αφού έχει διδαχτεί από την εμπειρία, αλλά όντας δυστυχισμένος, διαπιστώνει πως μόνο η αγάπη είναι ο βαθύτερος λόγος που η ψυχή μπορεί να βρει την γαλήνη της.
Κι αυτό πιστεύω είναι το διαχρονικό δίδαγμα του έργου. Πως ότι και να έχουμε καταφέρει σ’ αυτή την ζωή, αν δεν έχουμε αγαπηθεί και αγαπήσει, παραμένουμε τελικά άδειοι, σε μια ζωή κενή, χωρίς νόημα.
Ο Γκαίτε έζησε από κοντά την κατάρρευση του φεουδαρχικού συστήματος και την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς, που επέβαλε την αναδιοργάνωση ολόκληρου του κόσμου. Έζησε από κοντά την γέννηση του τραπεζικού συστήματος στη Γερμανία. Ο ίδιος γνώρισε τον έρωτα, την δόξα, αλλά και τον πόλεμο, την απώλεια, την καταστροφή. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως ο Γκαίτε ταυτίζεται με την ζωή του Φάουστ, αναζητά στην δραματική του πορεία, μια απάντηση στα ερωτήματα που απασχολούσαν την ζωή του, σε μια εποχή, όπου όλα άλλαζαν δραματικά.
Ο Φάουστ, είναι ένα έργο που απασχολεί τις διαχρονικές ανθρώπινες αξίες, αλλά και συγχρόνως όλα αυτά που μας απομακρύνουν από την ουσία μας και μας εξανθρωπίζουν. Από την μια ο έρωτας, η αναζήτηση της γνώσης, η περιπλάνηση, κι από την άλλη το πάθος για πλούτη, ηδονές, εξουσία. Ο άνθρωπος αντιμέτωπος με την πνευματικότητά του και με τα γήινα χαρακτηριστικά  του.
Ο Γκαίτε επιλέγει την ιστορία του Φάουστ καθόλου τυχαία. Γνωρίζει πως μέσα μας παλεύει το κακό με το καλό. Πως πάντα ο άνθρωπος προσπαθούσε, χωρίς αποτέλεσμα να ξεφύγει από ζωώδη του χαρακτηριστικά. Ο Φάουστ είναι ένα αντιφατικό άτομο, που εξαντλείται να βρει την ευτυχία, ξεχνώντας πως μόνο με την αγάπη μπορεί να πορευτεί ο άνθρωπος προς την γαλήνη.
Άνθρωπε, προτρέπει ο Γκαίτε, μην γίνεσαι καταναλωτικό θεριό, μην μένεις με ανοιχτό το στόμα μπροστά σε εικονικές οθόνες, κοίτα καλύτερα τον αστερωμένο ουρανό, μην παραδίνεσαι αμαχητί στα χαμηλά ένστικτα.
Ο Φάουστ είναι ένας τραγικός ήρωας. Πούλησε την ψυχή του στον διάβολο για να φτάσει στην απόλυτη εμπειρία και γνώση, αλλά στο τέλος, διαπιστώνει πως όλο αυτό το ταξίδι δεν έχει νόημα, αν δεν ανθίζει η αγάπη για τον άνθρωπο.

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Οδυσσέας Ελύτης

                          Ο Αγαμέμνων

Γρήγορα που σκοτεινιάζει. Φθινοπώριασε
δεν αντέχω τους ανθρώπους άλλο. Χώρια εσέ

Που μιλάς και η νύχτα κλαίει σαν το σκύλο σου
προδομένος απομένει — ποιός; Ο φίλος σου

Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου-
που σου ’μελλε να τό ’βρεις απ’ τη γυναίκα σου

Άσ’ τον άνεμο να λέει άσ’ τον να λυσσά
κάποιος θα ’ναι ο Αγαμέμνων κάποια η φόνισσα

Κάποτε κι εσύ θα φτάσεις — ποιός; ο νικητής
αλλά βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης

Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου
θα μετράει στα δάχτυλά της η γυναίκα σου.

Κυριακή 17 Μαΐου 2020

Ο φονιάς της Μπουμπουλίνας και οι βεντέτες στις Σπέτσες



Για τον θάνατο της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας έχουν γραφτεί πολλά. Η μεγάλη καπετάνισσα που πρόσφερε όλη την τεράστια περιουσία της στον αγώνα του ’21, πέθανε αδίκως σε μια γελοία συμπλοκή με αφορμή μια ερωτοδουλειά του γιου της Γιώργου Γιάννουζα. Ο νεαρός έκλεψε μια κοπέλα από την οικογένεια των Κουτσαίων, οι οποίοι ήταν πάμπλουτοι πλοιοκτήτες και καπετάνιοι, αλλά δεν ήθελαν να γίνει αυτός ο γάμος διότι η Μπουμπουλίνα είχε χάσει πια την περιουσία της. Στην αυλή του σπιτιού που είχαν καταφύγει οι δυο ερωτευμένοι νέοι, η Λασκαρίνα λογομάχησε με τον Γιάννη Κούτση, αυτός τράβηξε μια πιστόλα και την πυροβόλησε στο μέτωπο. Οι νεοέλληνες ξέρουν τον θάνατο της Μπουμπουλίνας από την αντίστοιχη κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνίστρια της Ειρήνη Παπά.
Η ελληνική ιστορία καταδίκασε τον Γιάννη Κούτση θεωρώντας τον έναν αδίστακτο παραδόπιστο, που δολοφόνησε για ψύλλου πήδημα μια ηρωίδα. Αυτές είναι εκ των υστέρων αναγνώσεις της ιστορίας μας με τα σημερινά μας μάτια και όχι με τις συνθήκες εκείνης της εποχής. Οι Σπετσιώτες, αρβανίτες στην καταγωγή, ζούσαν μέσα σε μια εξαιρετικά σκληρή κοινωνία, όπου η τιμή λογιζόταν πάνω απ’ όλα και όπου οι άνθρωποι με την παραμικρή -κατά τη γνώμη τους- προσβολή, άρπαζαν τα όπλα. Εξάλλου, ο Γιάννης Κούτσης ήταν κι αυτός καπετάνιος της επανάστασης. Το 1822, στη ναυμαχία των Σπετσών, ο Κούτσης μαζί με τον Κριεζώτη, τον Τσούρπα και τον Λάμπρου, αγνόησαν τις διαταγές του αρχιναύαρχου Ανδρέα Μιαούλη και όρμησαν μόνοι τους εναντίον του Τουρκικού στόλου που αποτελούνταν από 94 καράβια. Η εξέλιξη της ναυμαχίας, έστειλε τον Τουρκικό στόλο πίσω στην Κωνσταντινούπολη.
Οι Κούτσηδες βέβαια, δημιούργησαν και άλλες φασαρίες τα επόμενα χρόνια. Προφανώς, η μεγάλη τους περιουσία και η συμμετοχή τους στην αριστοκρατία του πλούσιου νησιού, τους έκαναν πιο περήφανους και αψίκορους από τους υπόλοιπους. Το 1842, έγινε ένα άλλο φοβερό φονικό στις Σπέτσες. Θύμα ήταν ο ήρωας καπετάνιος του αγώνα Ανάργυρος Λεμπέσης, που είχε ναυμαχήσει κι αυτός με τους Τούρκους ουκ ολίγες φορές. Εκείνο το πρωί ο Λεμπέσης συναντήθηκε στο σοκάκι με τον Γιάννη Κούτση και λογομάχησαν για μια ακόμα πιο γελοία αφορμή απ’ αυτήν που σκότωσε τη Μπουμπουλίνα.
Αφορμή ήταν η παραγγελιά ενός λοξού καταρτιού που έμπαινε στην πλώρη των καραβιών. Ο Λεμπέσης είχε παραγγείλει ένα τέτοιο στον γυναικαδερφό του Κούτση Νικόλαο Μέξη, αυτός του το ’φερε, δεν άρεσε στον Λεμπέση και μπροστά σε κόσμο είπε τη βαριά κουβέντα «να το πάρει ο Μέξης να το βάλει κέρατο». Ο Κούτσης ζήτησε τον λόγο από τον Λεμπέση για την προσβολή προς τον κουνιάδο του, τσακώθηκαν, τράβηξαν τα μαχαίρια κι άρχισαν να μαχαιρώνονται στο σοκάκι. Έτσι ήταν τα ήθη της εποχής. Δυο εξηντάρηδες καπετάνιοι, συμπολεμιστές και ήρωες στον ίδιο αγώνα εναντίον του κοινού εχθρού, να σφάζονται για ένα κομμάτι ξύλο και μια άστοχη κουβέντα.
Τότε τους χώρισαν οι γείτονες, ειδικά μια γυναικούλα που τους φώναξε «σεις νοικοκυραίοι και αφέντες μας να σκοτωνόσαστε;» Σταμάτησαν μεν την μονομαχία, αλλά την επομένη μέρα οι δυο οικογένειες αρπάχτηκαν ξανά στο καφενείο του Γκάτσου στην Τάπια. Αυτή τη φορά ήταν ο αδερφός του Κούτση Νίκος και ο αδερφός του Λεμπέση Γιώργος. Τράβηξαν πάλι τα μαχαίρια, κατέφθασαν και οι δυο αδερφοί που είχαν μονομαχήσει την προηγουμένη, έγιναν μαλλιά κουβάρια και τελικά ο Ανάργυρος Λεμπέσης έπεσε νεκρός από το μαχαίρι του Νίκου Κούτση. Συνελήφθησαν, απειλήθηκε βεντέτα απ’ τους Λεμπέσηδες που είχαν συγγενέψει με τους Σαχτούρηδες, ήρωες κι αυτοί αλλά και πανίσχυροι Υδραίοι.
Το κράτος έστειλε αποσπάσματα στο νησί μέχρι ν’ αποκατασταθεί η τάξη, οι Κούτσηδες φυλακίστηκαν, ο φονιάς της Μπουμπουλίνας Γιάννης αθωώθηκε αλλά ο αδερφός του Νίκος καταδικάστηκε 15 χρόνια φυλακή. Ο Λεμπέσης άφησε πίσω του έναν γιο και πέντε κορίτσια ορφανά, ενώ για μια δεκαετία συγκρούονταν στα δικαστήρια για τις αποζημιώσεις που αξίωνε η χήρα.

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Κική Δημουλά

                                  Σας άφησα μήνυμα 

Εμπρός εμπρός με ακούτε; Εμπρός
από μακριά τηλεφωνώ. Δεν ακούγομαι 

τι, ξεφορτίστηκε η απόσταση;
Από κινητό διάστημα μιλάτε;
Να ξαναπατήσω το μηδέν; Κι άλλο;
Με ακούτε τώρα;
Ναι μου δίνετε σας παρακαλώ τη μαμά μου;
Τι αριθμό πήρα; Τον ουρανό 

αυτόν μου έχουν δώσει. Δεν είναι κει;
Μπορώ να της ουρλιάξω ένα μήνυμα;
Είναι μεγάλη ανάγκη πείτε της
είδα στον ύπνο μου ότι πέθανε κι εγώ 

μικρό παιδί κατουρημένο γοερά,
μούσκεμα ο φόβος ως απάνω
κι ακόμα να στεγνώσει.
Να ’ρθει να τον αλλάξει.
Αν δεν μπορέσει, της λέτε ακόμα ότι

ωρίμασε εκείνη η παλιά φοβέρα της,
πως θα με φάει ο γέρος αν δεν τελειώσω 

το φαγητό μου.
Ωρίμασε έγινα γεύμα γήρατος.
Όχι σε ταβερνάκι ονείρου.
Σε κάποιο λαϊκό μαγέρικο που άνοιξε
ο καθρέφτης.

                          (Από τη συλλογή Ήχος απομακρύνσεων, 2001)

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Το Άργος στον Όμηρο και στους Αρχαίους τραγικούς



Το Άργος είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Ελλάδας και αποτελεί ένα απέραντο διαχρονικό «μουσείο» με πολυάριθμα και μοναδικά ευρήματα, που τοποθετούνται σε κάθε ιστορική περίοδο. Στηριγμένοι στην ανεξάντλητη και συναρπαστική αργολική μυθολογία και ιστορία ο Όμηρος, οι τραγικοί ποιητές μας, Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς δημιούργησαν αθάνατα και ανυπέρβλητα λογοτεχνικά έργα. Λίγες ελληνικές πόλεις αξιώθηκαν με τόσους επαίνους από τα αρχαία χρόνια, ακόμη και από τους θεούς.
Ο μεγάλος λυρικός ποιητής Πίνδαρος σε μια ωδή του επικαλείται τις χάριτες να υμνήσουν την πόλη του Δαναού και των θυγατέρων του, τη θεϊκή κατοικία της Ήρας, γιατί κοσμείται από αμέτρητη δόξα και θαυμαστά έργα:
 «Υμνήστε, Χάριτες, του Δαναού την πόλη και τις πενήντα λαμπρόθρονες τις κόρες του. Υμνήστε το Άργος, όπου η Ήρα έχει το λαμπρό της δώμα, αντάξιο της θείας καταγωγής της. Από δόξα άφθαρτη το Άργος απαστράπτει χάρη στα επιτεύγματα των τολμηρότατων τέκνων του».
Το Άργος κατέχει κορυφαία θέση ανάμεσα στις πόλεις, που κατά την αρχαιότητα πρωταγωνίστησαν στην πορεία του ελληνικού έθνους. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι στην εποχή του το Άργος υπερείχε όλων των πόλεων σε ολόκληρο το χώρο, που σήμερα ονομάζεται Ελλάδα. Κατά τον Παυσανία «οι Αργείοι είναι εκείνοι από τους Έλληνες, που αμφισβητούν πιο πολύ απ’ όλους στους Αθηναίους την αρχαιότητα και τα δώρα που λένε ότι έχουν από τους θεούς».
Ξεχωριστή θέση όμως κατέχει το Άργος στον Όμηρο και στους αρχαίους τραγικούς ποιητές. Ο Όμηρος αποδίδει το όνομα Άργος στην πόλη του Ίναχου στην Αργολίδα, έδρα του Διομήδη (Β 559), στην αργολική πεδιάδα (Β 287), σε ολόκληρη την Πελοπόννησο (Α 30), στην κεντρική θεσσαλική πεδιάδα, επικράτεια του Αχιλλέα (Β 681) και γενικά σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο (Ζ 456).
Το όνομα του Άργους στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου έχει υποκαταστήσει ολόκληρη την Ελλάδα και τα ονόματα Αργείος και Δαναός είναι συνώνυμα με το εθνικό όνομα Έλληνας, γεγονός που υποδεικνύει ότι στους χρόνους αυτούς το Άργος ήταν η καρδιά του ελλαδικού κόσμου. Το σύνολο εκείνων που εκστράτευσαν στην Τροία ο Όμηρος το αποκαλεί Αχαιούς και Δαναούς και Αργείους, εφόσον το Άργος υπό τον Αγαμέμνονα είχε την γενική αρχηγία της τρωικής εκστρατείας. Ακόμα και η σπαρτιάτισσα ωραία Ελένη αποκαλείται Αργεία. Ίσως διότι όλοι οι βασιλικοί οίκοι της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων και των οίκων των Μακεδόνων, προέρχονταν από το Άργος.
Στον περίφημο «Κατάλογο νεών» στη Β ραψωδία της Ιλιάδας, όπου ο Όμηρος απαριθμεί τα πλοία με τους στρατιώτες, που εκστράτευσαν εναντίον της Τροίας, σημαντική θέση κατέχει το Άργος, το οποίο με στρατό και από τις γειτονικές πόλεις και με αρχηγό το βασιλιά του Διομήδη συμμετείχε και διακρίθηκε στον Τρωικό Πόλεμο:
«Της πυργόστηθης Τίρυνθας και τ’ Άργους τους λεβέντες
κι όσους μες στη βαθύκολπη Ασίνη κι Ερμιόνη
και στην Τροιζήνα κάθονταν, και όσοι στην Ηιόνα
και στην αμπελοφύτευτη Επίδαυρο μα κι όσους
στην Αίγινα και Μάσητα των Αχαιών λεβέντες
τρεις τους οδηγούν, ο γέρος Διομήδης και το τέκνο
του Καπανέα του τρανού, ο Σθένελος, και τρίτος
του Μηκιστέα το παιδί, ο Ευρύαλος, το εγγόνι
του Ταλαού, κι όλων αυτών ο Διομήδης πρώτος
κι είχαν μαζί τους μελανά ογδόντα πλοία φέρει».
Υπάρχει μάλιστα και παράδοση ότι ο Όμηρος ήρθε κάποτε στο Άργος, για να τιμήσει τα κατορθώματα των Αργείων Ηρώων, που τον ενέπνευσαν στα έπη του. Οι Αργείοι άρχοντες μάλιστα τόσο ενθουσιάστηκαν, που τον τίμησαν με πλούσια και ακριβά δώρα, αποφάσισαν ομόφωνα να τελούν θυσίες προς τιμήν του και του έστησαν ανδριάντα, όπου τοποθέτησαν χάλκινη εικόνα του, κάτω από την οποία χάραξαν την επιγραφή:
«Εδώ βρίσκεται ο θεϊκός Όμηρος, ο οποίος την πολυφημισμένη Ελλάδα, όλη με γλαφυρή σοφία εκόσμησε. Ιδιαίτερα δε τους Αργείους, που την θεόκτιστη Τροία γκρέμισαν ως τιμωρία για την καλλίκομη Ελένη, για χάρη του ο μεγάλος μας δήμος του έστησε αυτόν τον ανδριάντα και με τιμές αθανάτων τον περιβάλλει».
Ο Όμηρος συγκαταλέγει το Άργος ανάμεσα στις τρεις πιο αγαπημένες πόλεις της θεάς Ήρας: «Τρεις είναι οι πιο αγαπητές πόλεις για μένα, το Άργος, η Σπάρτη και η πλατύδρομες Μυκήνες». Επίσης το Άργος περιλαμβάνεται ανάμεσα στις επτά πόλεις που φιλονικούσαν για το ποια είναι γενέτειρα του Ομήρου: «Επτά πόλεις φιλονικούν για την καταγωγή του σοφού Όμηρου, η Σμύρνη, η Χίος, ο Κολοφών, η Ιθάκη, η Πύλος, το Άργος και η Αθήνα». Τα εφάμιλλα της Ιλιάδας χαμένα έπη Θηβαΐς και Επίγονοι κάνουν μνεία για το κλέος του αρχαίου Άργους. Η Θηβαΐς, αρχαίο ελληνικό έπος άγνωστου συγγραφέα, που αφηγείται την ιστορία του πολέμου μεταξύ των αδελφών Ετεοκλή και Πολυνείκη, αρχίζει με τη φράση «Άργος άειδε, θεά, πολυδίψιον, ένθεν άνακτες κίνησαν…» και εννοεί τον πόλεμο κατά της Θήβας.
Το όνομα Άργος ως ουσιαστικό ή ως επίθετο (αργείος, αργεία) αναφέρεται σε 15 από τις 24 ραψωδίες της Οδύσσειας του Ομήρου και στις 23 από τις 24 ραψωδίες της Ιλιάδας. Συνολικά και στα δύο έπη του Ομήρου αναφέρεται 232 φορές, 45 φορές στην Οδύσσεια και 187 φορές στην Ιλιάδα. Οι αναφορές αυτές καταγράφονται στο πρωτότυπο κείμενο της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Στις διάφορες έμμετρες μεταφράσεις των δύο ομηρικών επών είναι πολύ περισσότερες, αφού οι μεταφραστές πολλές φορές, αν οι ανάγκες του μέτρου τους εξυπηρετούν, χρησιμοποιούν το επίθετο Αργείοι για να αποδώσουν και το Αχαιοί ή Δαναοί του πρωτότυπου, που χρησιμοποιεί, όπως είπαμε, ο Όμηρος για όλους τους Έλληνες, που πολιόρκησαν την Τροία.
Συγκεκριμένα, από 1 φορά αναφέρεται στις ραψωδίες β, κ, μ, ρ, τ, φ και ψ της Οδύσσειας και στις ραψωδίες Σ, Φ, Ψ της Ιλιάδας. Από 2 φορές αναφέρεται στις ραψωδίες θ και σ της Οδύσσειας. Από 3 φορές στις ραψωδίες α και ω της Οδύσσειας και στην Α της Ιλιάδας. Στη ραψωδία λ της Οδύσσειας αναφέρεται 4 φορές. Από 5 φορές αναφέρεται στη ραψωδία ο της Οδύσσειας και στη ραψωδία Ω της Ιλιάδας. Από 6 φορές στη γ της Οδύσσειας και στις Γ, Η και Π της Ιλιάδας. Από 7 φορές στις ραψωδίες Ε και Ζ της Ιλιάδας. Από 8 φορές στις ραψωδίες Θ, Λ, Ρ και Τ της Ιλιάδας. Στη ραψωδία Ξ της Ιλιάδας το Άργος και Αργείος αναφέρεται 9 φορές και στη ραψωδία Μ 10 φορές. Από 11 φορές αναφέρεται στις ραψωδίες Δ, Κ και Ν της Ιλιάδας, 12 φορές στη ραψωδία δ της Οδύσσειας, από 13 φορές στις ραψωδίες Ι και Ο της Ιλιάδας, 15 φορές στο Β της Ιλιάδας και 17 φορές στο Ψ της Ιλιάδας.
Ο πιο συχνός χαρακτηρισμός του Άργους στα ομηρικά έπη γίνεται με το επίθετο «αλογοτρόφο» [Ἄργεος ἱπποβότοιο]. Είναι δηλαδή η πόλη που τρέφει άλογα. Συνολικά 10 φορές αποδίδεται στο Άργος ο χαρακτηρισμός αυτός, 4 φορές στην Οδύσσεια και 6 φορές στην Ιλιάδα.
Η φράση «ντροπή αργείτες» [αἰδὼς Ἀργεῖοι] χρησιμοποιείται 4 φορές στην Ιλιάδα με στόχο να προκαλέσει το φιλότιμο όλων των συγκεντρωμένων στρατιωτών σε κάθε περίπτωση, και όχι μόνο των Αργείων, και να τους παρακινήσει να μην υποχωρούν στους αντιπάλους τους, αλλά να συνεχίσουν με περισσότερη αποφασιστικότητα τον αγώνα τους.
Συχνότατη είναι η χρήση του επιθέτου «αργείος» και στην Οδύσσεια και στην Ιλιάδα, που συνοδεύει πολλά ουσιαστικά (αργίτικα πλοία, αργίτικη πολιτεία, αργίτικος στρατός, αργίτικος λαός, αργίτικα λημέρια, αργίτικη χώρα, αργίτικα ξεφτέρια, αργίτικα χέρια, αργίτικο ασκέρι, αργίτικα καλύβια, αργίτικα φουσάτα, αργίτικα άλογα κ.ά.) και αναφέρεται φυσικά σε όλο το στράτευμα, που πολιορκούσε την Τροία.
Αργίτισσα όμως χαρακτηρίζεται και η Ελένη, η πέτρα του σκανδάλου, που προκάλεσε, σύμφωνα με το μύθο, τον τρωικό πόλεμο. Συνολικά 12 φορές, 4 στην Οδύσσεια και 8 στην Ιλιάδα συνοδεύει την Ελένη το επίθετο «αργεία», που σημαίνει Ελληνίδα, αφού είναι γνωστό ότι η Ελένη ήταν γυναίκα του σπαρτιάτη Μενέλαου. Το επίθετο αργίτισσα όμως αποδίδεται 2 φορές στην Ιλιάδα και στη θεά Ήρα, που ήταν προστάτιδα του Άργους και σταθερός συμπαραστάτης των Ελλήνων στην Τροία μαζί με τη θεά Αθηνά.
Μία φορά, τέλος, στο Άργος αποδίδεται το επίθετο «Πολυδίψιον», συνηθισμένο και από άλλους αρχαίους συγγραφείς, επειδή το Άργος αντιμετώπιζε συχνά πρόβλημα λειψυδρίας σε περιόδους ξηρασίας.
Είναι προφανές ότι όσα αποδίδονται στο Άργος και στους αργείους από τον Όμηρο, δεν αφορούν τη συγκεκριμένη πόλη και τους ανθρώπους της. Αφορούν όλους όσους εκστράτευσαν εναντίον της Τροίας από κάθε πόλη του ελλαδικού χώρου, που καλύπτεται από τα επίθετα Αργείοι, Αχαιοί και Δαναοί, αφού οι όροι Ελλάδα και Έλληνες είναι μεταγενέστεροι του Ομήρου. Με το όνομα των Αργείων, Αχαιών και Δαναών δηλώνεται η δράση και ο πολιτισμός των ανθρώπων, που με την πρωτοβουλία και την αρχηγία του βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα έφτασαν στην Τροία και πολέμησαν με τους ντόπιους.
Η σπουδαιότητα όμως του πολιτισμού του Άργους φαίνεται και από τους τραγικούς ποιητές, πολλές τραγωδίες των οποίων αναφέρονται στο Άργος. Συγκεκριμένα οι μισές περίπου από τις συνολικά 33 τραγωδίες των τριών μεγάλων τραγικών ποιητών της κλασικής εποχής, Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη, έχουν θέματα και πρωταγωνιστές, που σχετίζονται με την πόλη του Άργους, το όνομα της οποίας αναφέρεται συχνά στους στίχους τους και ακούγεται κάθε φορά που παίζεται μια τραγωδία σε θέατρο της Ελλάδας ή του εξωτερικού.
Ειδικότερα, τα θέματα των πέντε από τις επτά σωζόμενες τραγωδίες του Αισχύλου σχετίζονται με το Άργος. Οι Ικέτιδες του Αισχύλου δεν είναι άλλες από τις Δαναΐδες, τις 50 κόρες του Δαναού, που έφυγαν μαζί με τον πατέρα τους από την Αίγυπτο και ζήτησαν καταφύγιο στο Άργος, την πατρίδα των προγόνων τους, για να αποφύγουν το γάμο με τα εξαδέλφια τους, τους 50 γιους του Αιγύπτου. Ο βασιλιάς του Άργους καταφεύγει στην κρίση του Δήμου, που αποφαίνεται υπέρ της παροχής ασύλου στις 50 ικέτιδες. Ο Αιγύπτιος απεσταλμένος, που έρχεται να τις πάρει, δεν κατορθώνει να τις αποσπάσει από τους βωμούς, όπου έχουν καταφύγει.
Στους Επτά επί Θήβας ο Πολυνείκης, που εκστρατεύσει εναντίον του αδελφού του Ετεοκλή, όταν εκείνος αρνείται να του παραχωρήσει την εξουσία της Θήβας, οργάνωσε στρατό από το Άργος με τη βοήθεια του Άδραστου, βασιλιά του Άργους, την κόρη του οποίου είχε παντρευτεί κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Άργος.
Το θέμα της τριλογίας Ορέστεια του Αισχύλου έχει άμεση σχέση με το Άργος. Στην πρώτη τραγωδία της τριλογίας Αγαμέμνων περιγράφεται η επάνοδος στο Άργος από την τρωική εκστρατεία του Αγαμέμνονα με πολλά λάφυρα και την αιχμάλωτη Κασσάνδρα. Στη δεύτερη τραγωδία Χοηφόροι ο Ορέστης συνοδευόμενος από τον πιστό του φίλο Πυλάδη επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Άργος, για να θρηνήσει στον τάφο του πατέρα του. Και στην τρίτη τραγωδία Ευμενίδες ο Ορέστης ευχαριστεί την Αθήνα και τον Απόλλωνα και ορκίζεται αιώνια συμμαχία της πατρίδας του, του Άργους, με την Αθήνα.
Και ο Σοφοκλής έγραψε δύο τραγωδίες με θέματα σχετικά με το Άργος. Στην Αντιγόνη η Αντιγόνη αποφασίζει να παραβεί τη διαταγή του Κρέοντα και να θάψει τον αδελφό της Πολυνείκη, που πήγε στο Άργος, πήρε τους Αργείους συμμάχους του και επιτέθηκε εναντίον της Θήβας. Στην Ηλέκτρα, η ομώνυμη ηρωίδα ζει στο Άργος θρηνώντας τον πατέρα της Αγαμέμνονα και κατηγορώντας ανοιχτά τη μητέρα της Κλυταιμνήστρα και τον άντρα της Αίγισθο για τη δολοφονία του. Η αδελφή της, η Χρυσόθεμις, συμμερίζεται τη στενοχώρια της Ηλέκτρας και εύχεται και αυτή να επιστρέψει ο αδελφός τους Ορέστης και να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του.
Αλλά και οι μισές περίπου από τις σωζόμενες τραγωδίες του Ευριπίδη έχουν θέματα που σχετίζονται με το Άργος. Η  Ιφιγένεια εν Ταύροις ξεκινάει με το κακό όνειρο, που είδε τη νύχτα η Ιφιγένεια, ότι πέθανε στο Άργος ο αδελφός της Ορέστης. Στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι, όταν η νηνεμία δεν επιτρέπει να σαλπάρουν για την Τροία τα πλοία, που βρίσκονται αγκυροβολημένα στην Αυλίδα, ο Αγαμέμνονας με συμβουλή του μάντη Κάλχα αναγκάζεται να καλέσει την κόρη του Ιφιγένεια από το Άργος, με τη δικαιολογία ότι πρόκειται να την παντρέψει με τον Αχιλλέα, και να την θυσιάσει, για να στείλουν οι θεοί ούριο άνεμο στα πανιά τους.
Στον Ορέστη ο Ορέστης και η Ηλέκτρα καταδικάζονται από τους Αργείους σε θάνατο, επειδή σκότωσαν τη μητέρα τους. Στις Ικέτιδες oι μητέρες των Αργείων στρατηγών, που έπεσαν στη Θήβα, ικετεύουν το βασιλιά των Αθηνών Θησέα να τις βοηθήσει να πάρουν και να θάψουν τους νεκρούς γιους τους.
Στην Ηλέκτραπου αρχίζει με το χαιρετισμό «Ω γης παλαιόν Άργος, Ινάχου ροαί», ο Ορέστης και ο Πυλάδης συναντούν σε μια άθλια καλύβα την Ηλέκτρα, που ζει μια πολύ σκληρή ζωή, επειδή ο Αίγισθος και η Κλυταιμνήστρα την πάντρεψαν με ένα φτωχό χωρικό. Ακολουθεί η αναγνώριση των αδελφών, οι οποίοι εκδικούνται τον πατέρα τους σκοτώνοντας τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα και στο τέλος οι Διόσκουροι ορίζουν ο Πυλάδης να πάρει σύζυγο την Ηλέκτρα και ο Ορέστης να πάει στην Αθήνα, για να δικαστεί από τον Άρειο Πάγο.
Η τραγωδία του Ευριπίδη Ηρακλής μαινόμενος αρχίζει ως εξής: «Ο Αμφιτρύων είμαι. Αργείος. Γιος και του Αλκαίου. Απ’ τον Περσέα κρατώ». Ο Ηρακλής επιστρέφει από τον κάτω κόσμο, όπου είχε πάει να φέρει τον Κέρβερο. Η Ήρα, ισόβιος εχθρός του Ηρακλή, στέλνει την Ίριδα και τη Λύσσα, που προκαλούν διασάλευση του λογικού του ήρωα, με αποτέλεσμα να σκοτώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, νομίζοντας ότι είναι η γυναίκα και τα παιδιά του εχθρού του Ευρυσθέα.
Στις Φοίνισσες, τέλος, ο Ευριπίδης αποδίδει την ευγενική καταγωγή των προγόνων του Οιδίποδα στην Αργείτισσα Ιώ, η οποία μεταμορφωμένη σε αγελάδα κατέφυγε στην Αίγυπτο εξαιτίας του έρωτα του Δία. Ο τρισέγγονός της Κάδμος από τη Φοινίκη ήρθε στη Βοιωτία από την Τύρο, όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς του. Γιος του Κάδμου και της θεάς Αρμονίας ήταν ο Πολύδωρος, γιος του Πολύδωρου ο Λάβδακος και γιος του Λάβδακου ο Λάιος, ο πατέρας του Οιδίποδα.
Καμία άλλη ελληνική πόλη δεν είχε τόση φήμη και τόσες συχνές αναφορές στα κείμενα της ιστορικής περιόδου ως την αρχαϊκή εποχή, όση το Άργος. Μόνο η Αθήνα το ξεπέρασε κατά την κλασική περίοδο, όταν η πόλη αυτή αναδείχτηκε σε πνευματικό, πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο της Ελλάδας. Η προνομιακή αναφορά του Άργους στα ομηρικά έπη και στην αρχαία τραγωδία διαιωνίζει τη φήμη της πόλης μέχρι σήμερα σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Γιατί ποιος πολιτισμένος άνθρωπος ανά τους αιώνες δεν έχει διαβάσει τον Όμηρο και δεν έχει παρακολουθήσει παράσταση αρχαίας τραγωδίας;

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Ο Μάιος και η Πρωτομαγιά στη νεοελληνική ποίηση



Στη νεοελληνική ποίηση πάμπολλες είναι οι αναφορές στο μήνα Μάιο και την Πρωτομαγιά. Στους παλαιότερους ποιητές η προσέγγιση γίνεται μέσα από πλούσια εικονοποιία: Ο Μάιος είναι ο μήνας που η φύση είναι ωραιότερη, γεμάτη όμορφα και μυρωδάτα λουλούδια, νερά και πρασινάδες.
Την Πρωτομαγιά, όπως φαίνεται και από το ομώνυμο ποίημα του Διονύσιου Σολωμού, όλοι ανεξαρτήτως ηλικίας κρατάνε άνθη και γιορτάζουν τον ερχομό της άνοιξης και της νιότης με γέλια και τραγούδια, ενισχύοντας τον πανάρχαιο δεσμό του ανθρώπου με τη φύση. Οι ποιητές της Νέας Αθηναϊκής Σχολής συνεχίζουν αυτή την εξύμνηση της ομορφιάς της φύσης και με πλούσια εκφραστικά μέσα αποδίδουν τη ζωντάνια και την ποικιλομορφία της. Ο Ιωάννης Πολέμης γράφει: «Λουλούδια ας διαλέξουμε και ρόδα και κρίνα κι ελάτε να πλέξουμε στεφάνια με κείνα στο Μάη που σήμερα προβάλλει στη γη» ενώ ο Κωστής Παλαμάς στο ποίημά του με τίτλο Μάιος δίνει ανθρώπινη υπόσταση στο μήνα, παρουσιάζοντάς τον ως χαροκόπο λεβέντη, μα άμυαλο καθώς σκορπά τους θησαυρούς που κληρονομεί από τον Απρίλιο, ενώ το στεφάνι του Μαγιού καμωμένο από ποικίλα άνθη συγκρίνεται με το «στεφάνι» της αθωότητας, ολόλευκο και μοσχομυριστό. Στην ποιητική του συλλογή Ασάλευτη Ζωή ο Παλαμάς σημειώνει: «Κι ο Μάης με τον Έρωτα τον ψυχοκυνηγάρη είναι ηλιογέννητο ζευγάρι…», ενώ στη Φλογέρα του βασιλιά ο Μάης, λάγνος βασιλιάς, ερωτευμένος με το Φεγγάρι πλέκει μαζί του αγάπες αχόρταγες, μεθυσμένες, παρασύροντας και τους ίδιους τους ανθρώπους.
Ο πεζογράφος Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, δημοσιεύοντας τα ποιήματά του με το ψευδώνυμο Πέτρος Βασιλικός γράφει για την Πρωτομαγιά: «Έλα στο κεφάλι το ξανθό, να σου βάλω τ’ όμορφο στεφάνι, από τα υστερνά είναι του Απριλίου κι απ’ τα πρώτα λούλουδα του Μάη. Κι έτσι με τα ρόδα στα μαλλιά, κι έτσι στα ολόλευκα ντυμένη, να θαρρώ πως σφίγγω αναστημένη την Πρωτομαγιά στην αγκαλιά!».
Το πέρασμα στον 20ό αιώνα σηματοδοτεί μια αλλαγή περιεχομένου στην ποίηση και ο Μάης αποκτά άλλο νόημα, περισσότερο συμβολικό. Η φύση παίζει δευτερεύοντα ρόλο καθώς μεγαλύτερη σημασία αποκτά ο μήνας και η ιστορική διάσταση της εργατικής Πρωτομαγιάς. Το Μάιο του 1936, με αφορμή τις μεγάλες απεργίες των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, όπου μετά τη συμπλοκή απεργών - αστυνομικών, μια μάνα θρηνεί το νεκρό παιδί της στέκεται αφορμή για να γράψει ο Γιάννης Ρίτσος ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματά του τον Επιτάφιο, ο οποίος μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκε εξαιρετικά από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, κάνοντας το Μέρα Μαγιού μου μίσεψες ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα ποιήματα του Ρίτσου.
Ένα άλλο ιστορικό γεγονός της νεότερης ελληνικής ιστορίας συγκλονίζει και εμπνέει τον Κώστα Βάρναλη, ο οποίος στο ποίημά του Πρωτομαγιά 1944 αναφέρεται στην εκτέλεση 200 παλικαριών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής από τους Γερμανούς, την 1η Μαΐου του 1944: «Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω (έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη) που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος, όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια. […] Απ’ τα ιερά τους κόκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι, θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου». Οι ποιητές τώρα δίνουν μια νέα διάσταση στο ποιητικό σημαινόμενο. Η Πρωτομαγιά γίνεται αφετηρία κοινωνικών διεκδικήσεων. Ο Άρης Αλεξάνδρου, στην πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ακόμη τούτη η άνοιξη, τον Απρίλη του 1946, έχοντας διωχθεί και εξοριστεί για τις πολιτικές του πεποιθήσεις συμπεριλαμβάνει το ποίημα Πρωτομαγιά, νοσταλγώντας όπως ο ίδιος γράφει «το περσινό καλοκαίρι, ένα τόσο δα ουράνιο τόξο, ένα λουλουδένιο δαχτυλίδι και μια υπόσχεση ελπίδας».
Ο Νίκος Γκάτσος στο ποίημά του Παράξενη Πρωτομαγιά, που μελοποιήθηκε από τον Μάνο Χατζηδάκη και τραγουδήθηκε από το Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη, γράφει: «Παράξενη Πρωτομαγιά, μ’ αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια, ήρθ’ ο καιρός του «έχε γεια», τι να την κάνεις πια την περηφάνια, Πρωτομαγιά με το σουγιά, χαράξαν το φεγγίτη και μια βραδιά σαν τα θεριά σε πήραν απ’ το σπίτι. Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά είδα το μπόγια να περνά και το φονιά γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω μα περπατούσε με το χάρο στο πλευρό».
Ο υπερρεαλιστής Οδυσσέας Ελύτης, στην ποιητική συλλογή Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, το 1984, το οποίο έχει τη μορφή ημερολογίου, γράφει για την Παρασκευή 1η Μαΐου: «Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω» και μέσω της λατρευτικής σχέσης του με τη φύση, με λυρικές περιγραφές ως εξωτερικός παρατηρητής βλέπει όλες τις ομορφιές και τα ζωντανά πλάσματά της έτοιμα να πάνε στο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη, δίνοντάς μας παράλληλα και την αίσθηση της προσπάθειας για μια βαθιά, ενδόμυχη αναζήτηση.
Ο Μάιος, με την Πρωτομαγιά συνδυάζει στην ποίηση τον οργασμό της φύσης που με τις πλούσιες ομορφιές της μας καλεί στον εορτασμό της Πρωτομαγιάς αλλά και την αγωνιστικότητα των ανθρώπων που διεκδίκησαν και διεκδικούν ένα καλύτερο αύριο.

Ο Ουίλιαμ Μπλέικ μέσα από 10 φράσεις του



Ο Ουίλιαμ Μπλέικ (1757-1827) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Άγγλους  ποιητές και παράλληλα ζωγράφος, χαράκτης, εικονογράφος, μυστικιστής και οραματιστής. Άρχισε να γράφει ποιήματα από τα 12. Υπήρξε μαθητευόμενος ενός χαράκτη και απέκτησε δεξιότητες που του επέτρεψαν να δημιουργεί έργα που συνδύαζαν τα ποιήματα και τα χαρακτικά του, και τα οποία εξέδιδε ο ίδιος με τη βοήθεια της γυναίκας του (διατηρούσαν τυπογραφείο). Οι σύγχρονοί του τον θεωρούσαν εκκεντρικό και τρελό και δεν εκτίμησαν ποτέ τα έργα του.
Η πληρέστερη συλλογή ποιημάτων του είναι Τραγούδια της Αθωότητας και της Εμπειρίας, όπου περιλαμβάνεται και το γνωστό ποίημά του The Tyger.
Πέρα από τη βαθιά του επίδραση στους Ρομαντικούς τον 19ο αιώνα, η φήμη του Μπλέικ συνέχισε να μεγαλώνει και κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Τόσο τα ζωγραφικά έργα του, όσο και τα ποιήματά του εξακολουθούν να αρέσουν. Ακόμη και σήμερα τα χαρακτικά του χρησιμοποιούνται πολύ συχνά σε εξώφυλλα βιβλίων και δίσκων, κυρίως όταν το περιεχόμενο έχει σχέση με τη μεταφυσική ή με τη Βίβλο, την Κόλαση κ.λπ.

Αποφθέγματα του Ουίλιαμ Μπλέικ:
1. «Η υπερβολική λύπη γελάει. Η υπερβολική χαρά κλαίει».
2. «Αυτός που το πρόσωπό του δεν φωτίζει, δεν θα γίνει ποτέ αστέρι».
3. «Αυτοί που καταπιέζουν τις επιθυμίες τους το κάνουν επειδή οι επιθυμίες τους είναι τόσο αδύναμες, ώστε μπορούν να καταπιεστούν».
4. «Όταν λέω την αλήθεια, δεν το κάνω για να πείσω εκείνους που δεν τη γνωρίζουν, αλλά για να υπερασπιστώ αυτούς που τη γνωρίζουν».
5. «Ο αδύνατος στο θάρρος είναι δυνατός στην πονηριά».
6. «Η ντροπή είναι ο μανδύας της περηφάνιας».
7. «Η Τέχνη είναι το δέντρο της Ζωής. Η Επιστήμη είναι το δέντρο του Θανάτου».
8. «Η φαντασία δεν είναι μια κατάσταση. Είναι η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη».
9. «Ο δρόμος της υπερβολής οδηγεί στο παλάτι της σοφίας».
10. «Σκέψου το πρωί. Δράσε το μεσημέρι. Φάε το βράδυ. Κοιμήσου τη νύχτα».