Η συγκλονιστική μαρτυρία του Αθηναίου ιστορικού Θουκυδίδη για τη θανατηφόρα ασθένεια που έπληξε την πόλη
της Αθήνας
τον 5ο
αιώνα π.Χ. σε
μετάφραση του Ν. Μ. Σκουτερόπουλου (Πόλις):
«Η αρρώστια άρχισε, όπως λέγεται, πρώτα από την Αιθιοπία,
στην Άνω
Αίγυπτο, κατέβηκε έπειτα στην Αίγυπτο και τη Λιβύη και στο μεγαλύτερο
μέρος της χώρας του Βασιλέως. Στην πόλη της Αθήνας εμφανίστηκε ξαφνικά,
και οι πρώτοι άνθρωποι που προσβλήθηκαν ήταν στον Πειραιά, γι’ αυτό και είπαν
τότε πως είχαν ρίξει δηλητήρια στα πηγάδια οι Πελοποννήσιοι· βρύσες δεν υπήρχαν
ακόμα εκεί. Ύστερα έφθασε και στην άνω πόλη και πέθαιναν πολύ περισσότεροι πια.
Καθένας τώρα, γιατρός ή αδαής, μπορεί να λέει ό,τι σκέπτεται σχετικά με αυτό,
από τι δηλαδή είναι πιθανό να προήλθε, επίσης να προσδιορίζει τις αιτίες που
κατά τη γνώμη του έχουν τη δύναμη να επενεργούν τόσο εις βάθος στη φύση. Εγώ θα
εκθέσω την πορεία της νόσου και τα συμπτώματά της που βλέποντάς τα κανείς, εάν
ενσκήψει ποτέ πάλι, θα τα ξέρει εκ των προτέρων και θα τα αναγνωρίσει∙ θα τα
περιγράψω διότι πέρασα ο ίδιος την αρρώστια και είδα ο ίδιος άλλους που είχαν
προσβληθεί από αυτήν.
Τη χρονιά εκείνη συνέβαινε κατά κοινή ομολογία να
μην υπάρχουν άλλες αρρώστιες∙ εάν, όμως, υπέφερε κανείς ήδη από κάποιο άλλο
νόσημα, όλα κατέληγαν σε αυτή την αρρώστια. Τους άλλους, χωρίς να υπάρχει καμία
φανερή αιτία, ξαφνικά, ενώ ως τότε ήταν καλά, τους έπιανε πονοκέφαλος με υψηλό πυρετό,
κοκκίνιζαν τα μάτια τους και έτσουζαν πολύ, επίσης εσωτερικά ο φάρυγγας και η
γλώσσα γίνονταν αμέσως κόκκινα σαν αίμα και η αναπνοή τους έβγαζε μια παράξενη
δυσοσμία∙ έπειτα ερχόταν φτέρνισμα και βραχνάδα κι ύστερα
από λίγο ο πόνος κατέβαινε στο στήθος με δυνατό βήχα∙ κι όταν πήγαινε στην
καρδιά, έφερνε ανακάτωμα και ακολουθούσαν εμετοί χολής όλων των
ειδών που έχουν περιγράψει οι γιατροί, μεγάλη ταλαιπωρία κι αυτό.
Οι περισσότεροι είχαν τάση προς εμετό χωρίς να βγάζουν
τίποτα, η οποία προκαλούσε ισχυρό σπασμό που σε άλλους σταματούσε μετά από αυτά
τα συμπτώματα, ενώ σε άλλους πολύ αργότερα. Και το σώμα του αρρώστου, όταν το
άγγιζε κανείς εξωτερικά, δεν ήταν πολύ ζεστό ούτε ωχρό, αλλά κοκκινωπό,
μελανιασμένο, με μικρές φουσκάλες και πληγιασμένα εξανθήματα. Εσωτερικά όμως
έκαιγε τόσο πολύ, που οι άρρωστοι δεν ανέχονταν σκεπάσματα, ούτε τα πιο λεπτά
ρούχα και σεντόνια ούτε άλλο τίποτα, παρά μόνο να είναι γυμνοί, και με πολύ
μεγάλη ανακούφιση θα ρίχνονταν σε κρύο νερό. Και πράγματι, πολλοί από εκείνους
που δεν είχαν κανέναν να τους κοιτάξει το έκαναν αυτό και ρίχτηκαν σε στέρνες,
από την ακατάπαυστη δίψα που τους βασάνιζε∙ είτε πολύ έπιναν είτε λίγο, ήταν το
ίδιο. Επίσης η αδυναμία να βρουν ησυχία, να μπορέσουν να κοιμηθούν, βασανιστική
σε όλη τη διάρκεια της αρρώστιας.
Και το σώμα, όσο η αρρώστια ήταν στην οξεία φάση της,
δεν καταβαλλόταν, αλλά άντεχε στην ταλαιπωρία περισσότερο απ’ ό,τι θα περίμενε
κανείς, έτσι που οι περισσότεροι ή πέθαιναν από τον υψηλό πυρετό την ένατη ή
την έβδομη ημέρα, έχοντας ακόμα κάποιες δυνάμεις, ή, εάν γλίτωναν, η αρρώστια
κατέβαινε παρακάτω στην κοιλιά προκαλώντας εκεί πολλά πληγιάσματα και συγχρόνως
ακατάσχετη διάρροια, εξαιτίας της οποίας πολλοί πέθαιναν ύστερα από εξάντληση
πια. Γιατί το κακό περνούσε από όλο το σώμα, αρχίζοντας από το κεφάλι
όπου αρχικά εκδηλωνόταν, και το αν είχε κανείς γλιτώσει από τα χειρότερα
γινόταν φανερό από την προσβολή των άκρων του αρρώστου∙ γιατί η αρρώστια
χτυπούσε στα γεννητικά όργανα και τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών και
πολλοί γλίτωναν χάνοντάς τα αυτά, μερικοί μάλιστα και τα μάτια τους. Άλλοι,
πάλι, μόλις σηκώνονταν από την αρρώστια, πάθαιναν γενική αμνησία και δεν
αναγνώριζαν τον εαυτό τους και τους δικούς τους.
Πραγματικά, η φύση της νόσου δεν ήταν δυνατόν να περιγραφεί με
λόγια και η σφοδρότητα της προσβολής ξεπερνούσε τις αντοχές της ανθρώπινης
φύσης, και το ακόλουθο σημάδι δείχνει καθαρά πως επρόκειτο για κάτι
διαφορετικό και όχι κάτι συνηθισμένο. Τα όρνεα και τα τετράποδα, όσα αγγίζουν
ανθρώπινο κρέας, παρόλο ότι πολλοί έμεναν άταφοι, αυτά ή δεν πλησίαζαν ή, εάν
έτρωγαν, ψοφούσαν. Απόδειξη η εξαφάνιση τέτοιων πουλιών, που έγινε αισθητή και
δεν τα έβλεπε πια κανείς ούτε γύρω από τα πτώματα ούτε αλλού πουθενά∙ εμφανέστερο
έκαναν αυτό το αποτέλεσμα οι σκύλοι, επειδή συμβιώνουν με τους ανθρώπους.
Τέτοια ήταν, λοιπόν, σε γενικές γραμμές η μορφή της
νόσου, εάν παραλείψει κανείς και πολλά άλλα ασυνήθη συμπτώματα, όπως
τύχαινε να παρουσιάζονται με διαφορετικό τρόπο από άρρωστο σε άρρωστο. Άλλη
καμιά από τις συνηθισμένες αρρώστιες δεν ταλαιπωρούσε εκείνη τη χρονιά τους
Αθηναίους∙ αλλά, κι αν παρουσιαζόταν κάποιο κρούσμα, κατέληγε σ’ αυτήν. Οι
άνθρωποι πέθαιναν, άλλοι από έλλειψη φροντίδας και άλλοι παρά τη μεγάλη
περιποίηση που είχαν∙ φάρμακο, για το οποίο θα μπορούσε κανείς να πει ότι
δίνοντάς το στον άρρωστο θα τον βοηθούσε, δεν βρέθηκε ούτε ένα∙ το ίδιο
γιατρικό, που έκανε καλό στον ένα, τον άλλο τον έβλαπτε. Καμία κράση, ισχυρή ή
ασθενική, δεν αποδείχτηκε ικανή να αντισταθεί στην αρρώστια αλλά τους θέριζε
όλους, ακόμη και όσους νοσηλεύονταν με ιατρική φροντίδα.
Το φοβερότερο, όμως, απ’ όλα σε τούτο το κακό ήταν η κατάθλιψη,
όταν καταλάβαινε κανείς ότι αρρώστησε (γιατί τους έπιανε αμέσως απελπισία,
παραδίνονταν και δεν αντιστέκονταν), και το ότι, επειδή κολλούσαν την αρρώστια
ο ένας από τον άλλο καθώς περιποιούνταν κάποιον, πέθαιναν αράδα σαν πρόβατα∙ κι
αυτό ήταν το πιο ολέθριο. Επειδή φοβούνταν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον, οι
άρρωστοι ή χάνονταν αβοήθητοι, και σπίτια πολλά ερημώθηκαν αφού δεν υπήρχε
κανένας να τους περιποιηθεί, ή πάλι, εάν πλησίαζαν, πέθαιναν, προπαντός όσοι
ήθελαν να φανούν κάπως γενναίοι∙ από φιλότιμο έμπαιναν στα σπίτια άρρωστων
φίλων χωρίς να λογαριάζουν τον εαυτό τους, γιατί στο τέλος ακόμη και οι δικοί
τους, αποκαμωμένοι από τη συμφορά, παρατούσαν τα μοιρολόγια γι’ αυτούς που
πέθαιναν.
Περισσότερο όμως λυπούνταν τον ετοιμοθάνατο και τον
πάσχοντα όσοι είχαν περάσει την αρρώστια κι είχαν σωθεί, διότι ήξεραν από δική
τους πείρα πώς ένιωθαν και επειδή οι ίδιοι ήσαν πια ασφαλείς∙ πράγματι, δύο
φορές τον ίδιο άνθρωπο δεν τον έπιανε η αρρώστια, θανατηφόρα
τουλάχιστον. Και οι άλλοι τους μακάριζαν ενώ και οι ίδιοι από τη χαρά τους
εκείνης της στιγμής άρχιζαν να τρέφουν κάποιες επιπόλαιες ελπίδες για το μέλλον
πως τάχα δεν θα πέθαιναν πια ούτε από άλλη αρρώστια.
Κάτι πολύ πιεστικό, πέρα από την ταλαιπωρία της
αρρώστιας, ήταν και η συγκέντρωση του πληθυσμού από την ύπαιθρο στην πόλη,
ιδίως για τους πρόσφυγες. Καθώς δεν υπήρχαν αρκετά σπίτια αλλά ζούσαν σε
καλύβια αποπνικτικά μέσα στο κατακαλόκαιρο, ο όλεθρος συντελείτο σε συνθήκες
μεγάλης αταξίας, νεκροί κείτονταν ο ένας πάνω στον άλλο, όπως ξεψυχούσαν, κι
άλλοι μισοπεθαμένοι κυλιούνταν στους δρόμους και γύρω σε όλες τις βρύσες από τη
λαχτάρα τους για νερό. Και τα ιερά όπου είχαν κατασκηνώσει ήσαν γεμάτα
πτώματα, αφού οι άνθρωποι πέθαιναν εκεί. Διότι με τις διαστάσεις που
είχε πάρει το κακό, οι άνθρωποι, στην απόγνωσή τους, αδιαφορούσαν για τα ιερά
και τα όσια. Και τα έθιμα που τηρούσαν ως τότε κατά την ταφή των νεκρών
καταπατήθηκαν όλα, και τους έθαβαν όπως καθένας μπορούσε. Πολλοί
μάλιστα, από έλλειψη των απαιτούμενων για την ταφή, επειδή προηγουμένως είχαν
ήδη πεθάνει αρκετοί δικοί τους, κατέφυγαν σε αναίσχυντους τρόπους ταφής∙
έτρεχαν σε ξένες πυρές και προλαβαίνοντας εκείνους που είχαν σωριάσει τα ξύλα
ακουμπούσαν επάνω τον δικό τους νεκρό κι άναβαν τη φωτιά, άλλοι πάλι έριχναν
τον νεκρό που έφεραν πάνω σε κάποιον άλλο που καιγόταν κι έφευγαν.
Και από άλλες απόψεις ο λοιμός έγινε αφορμή για μεγαλύτερη
ανομία στην πόλη. Ευκολότερα δηλαδή αποτολμούσε κανείς πράγματα
που πρωτύτερα απέφευγε να κάνει κατά τις ορέξεις του, διότι έβλεπαν τώρα πόσο
απότομα ήσαν τα γυρίσματα της τύχης και για τους ευκατάστατους που ξαφνικά
πέθαιναν και για τους άλλους που πρωτύτερα δεν είχαν τίποτα δικό τους και τώρα
έπαιρναν αμέσως τα πλούτη εκείνων. Αποφάσιζαν έτσι να χαρούν τη ζωή τους και να
την απολαύσουν γρήγορα, πιστεύοντας ότι και τα σώματα και τα χρήματα ήταν
εξίσου εφήμερα.
Κανένας δεν είχε διάθεση να επιμένει περισσότερο σε
κάτι που το θεωρούσε καλό, αφού δεν ήταν βέβαιος ότι δεν θα πέθαινε προτού να
το πραγματοποιήσει∙ κι έτσι η απόλαυση της στιγμής και ό,τι κατά οποιονδήποτε
τρόπο συντείνει σε αυτήν θεωρήθηκε καλό και χρήσιμο. Κανένας φόβος
των θεών ή νόμος των ανθρώπων δεν τους συγκρατούσε, αφ’ ενός διότι έκριναν ότι
είναι το ίδιο είτε σέβεται κανείς τους θεούς είτε όχι, αφού έβλεπαν ότι χάνονταν
όλοι αδιακρίτως, και αφ’ ετέρου διότι κανένας δεν έτρεφε την ελπίδα ότι θα
ζούσε μέχρι να γίνει η δίκη και να τιμωρηθεί για τις πράξεις του, απεναντίας
πολύ μεγαλύτερη τιμωρία θεωρούσαν να πέσει στο κεφάλι τους αυτή που τους είχε
κιόλας επιβληθεί και που, προτού να τους χτυπήσει, λογικό ήταν να θέλουν να
απολαύσουν κάτι στη ζωή τους.
Έχοντας πέσει σε τέτοια συμφορά οι Αθηναίοι
υπέφεραν, αφού και μέσα στην πόλη οι άνθρωποι πέθαιναν και έξω η γη τους
ερημωνόταν. Στη δυστυχία αυτή φυσικό ήταν να θυμηθούν και τον ακόλουθο στίχο,
που οι γεροντότεροι έλεγαν ότι τραγουδιόταν παλιά: «Πόλεμος θα ’ρθει
δωρικός και λοιμικό μαζί του».
Και διαφωνούσαν βέβαια μερικοί υποστηρίζοντας ότι
στον στίχο του παλαιού ποιήματος δεν γινόταν λόγος για λοιμό αλλά για λιμό,
όπως όμως ήταν φυσικό σε τούτη την περίσταση επικράτησε ότι ο στίχος αναφερόταν
σε λοιμό∙ γιατί οι άνθρωποι προσάρμοζαν τη μνήμη τους σε αυτά που υπέφεραν. Και
νομίζω πως εάν γίνει κάποτε άλλος δωρικός πόλεμος, ύστερα από τούτον, και
συμβεί να συμπέσει με λιμό, φυσικά τότε θα ψάλλουν και τον στίχο ανάλογα. Θυμήθηκαν
επίσης τον χρησμό, όσοι τον ήξεραν, που είχε δοθεί στους Λακεδαιμονίους, όταν
σε ερώτησή τους στον θεό εάν έπρεπε να πολεμήσουν εκείνος απάντησε πως, αν
ριχτούν στον πόλεμο με όλη τους τη δύναμη, θα νικήσουν και πως ο ίδιος είπε ότι
θα βοηθήσει. Σε σχέση λοιπόν με τον χρησμό θεωρούσαν ότι αυτά που συνέβαιναν
τον επαλήθευαν: η επιδημία άρχισε αμέσως μετά την εισβολή των Πελοποννησίων και
δεν επεκτάθηκε στην Πελοπόννησο σε βαθμό άξιο λόγου αλλά εξαπλώθηκε προπαντός
στην Αθήνα, έπειτα και στα πιο πυκνοκατοικημένα από τα άλλα μέρη. Αυτά λοιπόν
σχετικά με την επιδημία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου