Σάββατο 19 Μαΐου 2018

Κώστας Καρυωτάκης: 90 χρόνια από την πιστολιά της Πρέβεζας


Στις 21 Ιουλίου 1928, ο Κώστας Καρυωτάκης παραγγέλνει βυσσινάδα σε ένα καφενείο στην Πρέβεζα, καπνίζει ένα τσιγάρο και στις 4.30 το απόγευμα, κάτω από έναν ευκάλυπτο, στρέφει το πιστόλι που έχει μαζί του στην καρδιά του και αυτοκτονεί.

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας.
Είναι μόλις 32 ετών, αλλά όλα έχουν τελειώσει για τον ίδιο. Για την ιστορία, το περίστροφο είναι ένα Pieper Bayard των εννέα χιλιοστών και εκτίθεται από το 2003 στην Πινακοθήκη Χατζηκυριάκου - Γκίκα του Μουσείου Μπενάκη χάρη στην πρωτοβουλία του Άγγελου Δεληβοριά και την προθυμία της οικογένειας Καρυωτάκη να το παραχωρήσει.

Το πιστόλι με το οποίο αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης.

Για το πνεύμα του ποιητή μέχρι και την εσχάτη ώρα μαρτυρεί το υστερόγραφό του στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα που έγραψε όταν κάπνιζε λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από τον ευκάλυπτο: «Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι αν επιχειρήσουνε να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης να δέσουν και μια πέτρα στο λαιμό τους. Όλη νύχτα απόψε, επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθή ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Αποστασιοποιημένη, ρεαλιστική και κάθε άλλο παρά θρηνητική ή μελοδραματική γλώσσα, ειρωνεία απέναντι στον επικείμενο θάνατο και κλίμα γενναίας απόγνωσης.
Το κλίμα αυτό είναι ολοφάνερο στην ποιητική συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες», που τυπώνεται έναν χρόνο πριν από τον θάνατο του Καρυωτάκη, αλλά δύσκολα θα το διακρίνουμε στα άλλα δύο ποιητικά του βιβλία, που είναι «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων» (1919) και τα «Νηπενθή» (1921).
Όταν ξεκινάει την πορεία του ο Καρυωτάκης (πρώτα νομικές σπουδές και δικηγορία, ύστερα προσπάθειες να μην πάει στον στρατό, παρά τη στρατολόγησή του, και κατόπιν εκδότης ενός σατιρικού φύλλου), η ατμόσφαιρα στα ποιήματά του δεν έχει ξεφύγει από την ατμόσφαιρα του λυρισμού και του νεοσυμβολισμού: χαμηλοί τόνοι, επίκληση της παιδικής αθωότητας, έντονη αίσθηση της μοναξιάς. Ο χρόνος παρόλα αυτά θα τρέξει, η πολυσυζητημένη σχέση με τη Μαρία Πολυδούρη θα οδηγηθεί σε ρήξη (η ίδια θα προσβληθεί γρήγορα από φυματίωση) και ο Καρυωτάκης θα αρχίσει βαθμιαία να αλλάζει, τόσο σε προσωπικό όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο.
Μετά τον διορισμό του ως δημοσίου υπαλλήλου, ο Καρυωτάκης παίρνει την απόφαση να δραστηριοποιηθεί συνδικαλιστικά και δεν διστάζει να καταγγείλει με ένα πύρινο άρθρο τις σκευωρίες της πολιτικής εξουσίας. Το αποτέλεσμα είναι η δυσμένεια και οι συνεχόμενες μεταθέσεις (έτσι θα καταλήξει στη Νομαρχία Πρεβέζης). Παράλληλα, τα πάντα στην Ελλάδα έχουν πάρει από καιρό φωτιά: Εθνικός Διχασμός, Μικρασιατική Καταστροφή, μαζί με το μεγάλο κύμα προσφύγων που συνεπάγεται για τη χώρα, δικτατορία του Πάγκαλου και διόγκωση της ανεργίας και της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Ο δρόμος είναι πλέον ανοιχτός για να περάσει ο Καρυωτάκης στις ποιητικές μορφές που του επέτρεψαν να αφήσει το αποτύπωμά του σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα, φτάνοντας μέχρι και τις ημέρες μας. Η αγωγή του λυρισμού και του συμβολισμού θα δώσει τη θέση της όχι μόνο στον ρεαλισμό, αλλά και σε μιαν οξύτατη σάτιρα η οποία θα περιλάβει στους κόλπους της πλήθος στοιχείων: από την αποκαθήλωση του Κάλβου και των Δελφικών Γιορτών του Άγγελου Σικελιανού μέχρι τις παραλυτικές συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ο Καρυωτάκης αμφισβητεί επιπλέον πολλές από τις ιδέες της εποχής του σχετικά με το εστί ποίηση αρνούμενος τον ρόλο της μεσσιανικής αποστολής του ποιητή. Το σπουδαιότερο όμως είναι άλλο: ότι συνταιριάζει με έναν μοναδικό τρόπο στον στίχο του το αίσθημα της ατομικής εγκατάλειψης και ερήμωσης (συνέβαλε τα μάλα σε αυτό και η σύφιλη, που του κόστισε πριν και πάνω απ’ όλα τον δεσμό του με την Πολυδούρη) με την οργή για τα έργα της πολιτικών και την καθημερινή δυστυχία της κοινωνίας.
Ποια είναι όμως η θέση την οποία κατέλαβε στην ποίηση ο Καρυωτάκης μετά την πιστολιά της Πρέβεζας; Η θερμή υποδοχή του από τους μεσοπολεμικούς κριτικούς (μεταξύ άλλων από τον Τέλλο Άγρα, τον Κλέωνα Παράσχο και τον Μήτσο Παπανικολάου) προσέκρουσε γρήγορα στην ιδεολογία της Γενιάς του 1930 η οποία τον θεωρούσε εκπρόσωπο της παρακμής και της ομφαλοσκόπησης: κάτι που οι διάδοχοι των ποιητών της δεκαετίας του 1920 επείγονταν να παραμερίσουν, προσβλέποντας σε μια τέχνη της υπέρβασης και της ανόρθωσης. Ήδη από τη Γενιά του 1930 πάντως, ο Καρυωτάκης θα ανοίξει τη δίοδο που θα διευκολύνει τη δεξίωσή του στο ποιητικό στερέωμα των επόμενων δεκαετιών. Ο Γιάννης Ρίτσος γράφει χωρίς τον παραμικρό περιορισμό καρυωτακικά ποιήματα ενώ την αγάπη τους για τον αυτόχειρα της Πρέβεζας δεν κρύβουν υπερρεαλιστές όπως ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Ανδρέας Εμπειρίκος (για τη μεταθανάτια ποιητική υποδοχή του ποιητή εξαιρετικά διαφωτιστική είναι η μελέτη της Χριστίνας Ντουνιά «Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης», εκδόσεις Καστανιώτη, 2000).
Σήμερα ο Καρυωτάκης έχει διασφαλίσει τις δάφνες που εξαρχής του άξιζαν: ρηξικέλευθος πολιτικός παρατηρητής, κοινωνικά ευαίσθητος καλλιτέχνης, αλλά και ατομοκεντρικός και υπαρξιακός ποιητής, που βαδίζει στον 21ο αιώνα με τις αποσκευές του πλήρεις, ακόμα κι αν εκείνο το οποίο εξακολουθεί πρωτίστως να τον σημαδεύει είναι η δυναμική του ρήγματος και της ανατροπής. Αλλά έτσι δεν συμβαίνει πάντα με τους σημαντικούς ποιητές;

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

Το πείραμα του Ερατοσθένη

  Το Γενικό Λύκειο Πεταλιδίου υλοποίησε πολιτιστικό πρόγραμμα με τίτλο: «Το πείραμα του Ερατοσθένη» κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 2017-2018.

Βήματα που ακολουθήσαμε:
Τοποθετήσαμε θρανία σε σταθερό σημείο και εξετάσαμε με το αλφάδι την κλίση τους.
Βρήκαμε αντικείμενα, μετρήσαμε το ύψος τους και τα στερεώσαμε επάνω στα θρανία.
Στις 12:41 (suncalc.net) μετρήσαμε τη σκιά τους.
Περισσότερα στο επόμενο αρχείο:
Το πείραμα του Ερατοσθένη

Υπεύθυνες καθηγήτριες του προγράμματος:
Άννα Πετροπούλου (ΠΕ03) και Κατερίνα Πόθου (ΠΕ02).

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

Θεατρική - χορευτική παράσταση



Σάββατο 26 Μαΐου 2018: «Την Πατρίδα μ’ έχασα», Γενικό Λύκειο Πεταλιδίου
ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, ώρα 20.00, Διάρκεια: 90 λεπτά

Το Γενικό Λύκειο Πεταλιδίου παρουσιάζει τη θεατρική, χορευτική παράσταση με θέμα «Την πατρίδα μ’ έχασα», η οποία προετοιμάστηκε στο πλαίσιο προγράμματος πολιτιστικών θεμάτων, με συντονίστρια την Δήμητρα Γρουσουζάκου. Συμμετέχοντες εκπαιδευτικοί: Γιαννούκος Παναγιώτης, Ξαρχάκος Γεώργιος.
Το πρόγραμμα αναφέρεται στην γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού στην περιοχή του Πόντου, που πραγματοποιήθηκε από το κίνημα των Νεότουρκων κατά την περίοδο 1914-1924.
Η παράσταση αποτελείται από θεατρικό και χορευτικό μέρος και συνοδεύεται από οπτικοακουστικό υλικό. Μαρτυρίες προσφύγων συνδυασμένες με τις αναμνήσεις και τη ζωή τους στον Πόντο συνθέτουν τον βασικό κορμό της παράστασης, ο οποίος, όμως, πλαισιώνεται από τους ποντιακούς χορούς, οι οποίοι αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των Ελλήνων του Πόντου. Η παράσταση παρουσιάστηκε τον Απρίλιο στο Μουσικό Σχολείο Κομοτηνής.

Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

Κική Δημουλά

                    Εν συνεχεία


Μέρες μέρες να χτυπήσει το τηλέφωνο
μήνες, χρόνια;
Δεν ηχείς.

Εκλήθη ο έμπιστός μου ωριλά
μου έκανε ακουόγραμμα
μια χαρά, μου λέει, ακούς
τι σ’ έπιασε.

Εκλήθη εν συνεχεία ξανά ο τεχνικός.
Δε χτυπάει του είπα.

Σε ξεβίδωσε, σ’ έκανε φύλλο και φτερό
καλώδια μπαταρίες
λάδωμα στη φωνή σου

εντάξει η συσκευή

η ζημιά είναι από μέσα
σ’ το είπα και την άλλη φορά
θριαμβολόγησε ο ηλεκτρολόγος
έχει βλάβη η επαφή
πρέπει να σκάψω

- ας’ το
αφού είναι η επαφή
θα σκάψω εγώ
ξέρω να τη θάψω
δεν είναι τίποτα ξέρω.

Κική Δημουλά

         Οι αποδημητικές καλημέρες 

Ἄρχισε ψύχρα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.

Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.
Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.

Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.

Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.

Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.
Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.

Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.
Κική Δημουλά

Τα Πάθη της Βροχής

Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον νικημένο πάντα ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός κανονικής βροχής.

Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μου ’μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.

Κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα να ’ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.