Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Φώτης Κόντογλου

 Παραμονή Χριστούγεννα

Κρύο τάντανο έκανε, παραμονή Χριστούγεννα. Ο αγέρας σα να ’τανε κρύα φωτιά κι έκαιγε. Μα ο κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Είχε βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με το πετρόλαδο. Τα μαγαζιά στο τσαρσί φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ᾿ όλα τα καλά. Ο κόσμος μπαινόβγαινε και ψώνιζε· από το ’να το μαγαζί έβγαινε, στ᾿ άλλο έμπαινε. Κι όλοι χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια, με χαρές.

Οι μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό από τον κόσμο που φουμάριζε. Ο καφενές τ’ Ασημένιου είχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Είχε μέσα δύο σόμπες και τα τζάμια ήτανε θαμπά, απ᾿ όξω έβλεπες σαν ήσκιους τους ανθρώπους. Οι μουστερήδες είχανε βγαλμένες τις γούνες από τη ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραίοι.

Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα και μπαίνανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα. Άλλα μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. Και δεν τα λέγανε μισά και μισοκούτελα, μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές ψαλτάδικες, όχι σαν και τώρα, που λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα, και κείνα παράφωνα.

Αντίκρυ στον μεγάλον καφενέ τ’ Ασημένιου ήτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα και τέτοια. Ίσια-ίσια αντίκρυ στη μεγάλη πόρτα του καφενέ ήτανε ένα μικρό καφενεδάκι, το πιο φτωχικό σ᾿ όλη την πολιτεία, μία ποντικότρυπα.

Ενώ ο μεγάλος ο καφενές φεγγολογούσε και τα τζάμια ήτανε θολά από τη ζέστη, η ποντικότρυπα ήτανε σκοτεινή, γιατί η λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία άναβε, μία έσβηνε, όπως έμπαινε ο χιονιάς από τα σπασμένα τζάμια της πόρτας. Η φιτιλήθρα ήτανε στραβοβιδωμένη και τσαλαπατημένη σαν το μούτρο του καφετζή, του μπαρμπα-Γιαννακού του Χατζή, το φιτίλι στραβοκομμένο, το γυαλί σπασμένο από το ’να μάγουλο και στην τρύπα είχανε κολλημένο ένα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε με το νου σου τι φως έδινε μια τέτοια λάμπα! Κάτω τα σανίδια ήτανε σάπια και τρίζανε.

Στον τοίχο ήτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σαν αρχαία εικονίσματα: το ’να παρίστανε τον Μέγα Πέτρο μέσα σε μία βάρκα που την έδερνε η φουρτούνα, τ’ άλλο τον μάντη Τειρεσία, που μιλούσε με τον Αγαμέμνονα, τ’ άλλο τον Παναγή τον Κουταλιανό που πάλευε με την τίγρη.

Η πελατεία ήτανε συνέχεια με το καφενείο. Όλοι-όλοι ήτανε πέντ᾿ - έξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, με κάτι τρύπιες γούνες που δεν τις έπιανε αγκίστρι. Δύο-τρεις ήτανε γιαλικάρηδες, δηλαδή είχανε καμιά σάπια βάρκα και βγάζανε θαλασσινά για μεζέδες, που τα λέγανε γιαλικά, γιατί βρίσκουνται στο γιαλό, δηλαδή στα ρηχά νερά. Οι άλλοι ήτανε φρουκαλάδες, δηλαδή κάνανε φρουκαλιές. Ήτανε και κανένας νεροκουβαλητής και κανένας καρβουνιάρης. Να, αυτή ήτανε η πελατεία.

Ο βοριάς έμπαινε μέσα με την τρούμπα και στριφογύριζε τη λάμπα που κρεμότανε από το μαυρισμένο ταβάνι κι αναβόσβηνε. Από το κρύο τρέμανε οι γέροι και χουχουλίζανε τα χέρια τους, τα βάζανε κι από πάνω από το τσιγάρο, τάχα για να ζεσταθούνε.

Ο φουκαράς ο καφετζής, για να μην παγώσει, έκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε από το τεζάκι ίσαμε την πόρτα, με την παλιογούνα ριχμένη από πάνω του, και, για να δώσει κουράγιο στην πελατεία, εκεί που σουλατσάριζε, τον επίανε το σύγκρυο και χτυπούσανε τα κατωσάγονά του, κι έσφιγγε απάνω του την παλιοπατατούκα του κι έλεγε:

- Εεεέχ! Μωρέ, ζεστό που είναι το καφενεδάκι μας!…

Ύστερα γύριζε κι έδειχνε τον μεγάλον καφενέ, που καπνίζανε κάργα οι σόμπες, κι έλεγε:

- Αντίκρυ, σκυλί ψοφά από το κρύο…, σκυλί ψοφά!

Ο καημένος ο μπαρμπα-Χατζής!

Απ’ όξω περνούσε κόσμος βιαστικός, με γέλια και με χαρές. Από ’δω κι από ’κει ακουγόντανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα στα μαγαζιά.

Η ώρα περνούσε κι ανάριευε σιγά-σιγά ο κόσμος. Τα μαγαζιά σφαλούσαν ένα-ένα. Μοναχά μέσα στα μπαρμπεριά ξουριζόντανε ακόμα κάτι λίγοι.

Στο τσαρσί λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήτανε ανοιχτές, οι νοικοκυραίοι, οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους, όλοι ήτανε χαρούμενοι, κι υποδεχόντανε τους ψαλτάδες και κείνοι αρχίζανε καλόφωνοι σαν χοτζάδες:

Καλήν εσπέραν, Άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,

Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ᾿ αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,

οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη…

Κι αφού ξιστορούσανε όσα λέγει το Ευαγγέλιο, τον Ιωσήφ, τους αγγέλους, τους τσομπάνηδες, τους Μάγους, τον Ηρώδη, το σφάξιμο των νηπίων και τη Ραχήλ που έκλαιγε τα τέκνα της, ύστερα τελειώνανε με τούτα τα λόγια:

Ιδού οπού σας είπαμεν όλην την ιστορίαν,

του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.

Και σας καλονυκτίζομεν, πέσετε, κοιμηθείτε,

ολίγον ύπνον πάρετε και πάλιν σηκωθείτε.

Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθείτε,

στην εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπείτε.

Ν᾿ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν

και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν.

Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας,

ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας.

Και τον σταυρόν σας κάμετε, γευθείτε, ευφρανθείτε,

δότε και κανενός πτωχού, όστις να υστερείται.

Δότε κι εμάς τον κόπον μας, ό,τ᾿ είναι ορισμός σας

και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.

Και εις έτη πολλά.

Μπαίνανε στο σπίτι με χαρά, βγαίνανε με πιο μεγάλη χαρά. Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα από τον κουβαρντά τον νοικοκύρη κι από τη νοικοκυρά λογιών-λογιών γλυκά, που δεν τα τρώγανε, γιατί ακόμα δεν είχε γίνει η Λειτουργία, αλλά τα μαζεύανε μέσα σε μία καλαθιέρα.

Αβραμιαία πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι άνθρωποι και γινήκανε σαν ξερίχια από τον πολιτισμό! Πάνε τα καλά χρόνια!

Όλα γινόντανε όπως τα ’λεγε το τραγούδι: Πέφτανε στα ζεστά τους και παίρνανε έναν ύπνο, ώσπου αρχίζανε και χτυπούσανε οι καμπάνες από τις δώδεκα εκκλησιές της χώρας. Τι γλυκόφωνες καμπάνες! Όχι σαν τις κρύες τις ευρωπαϊκές, που θαρρείς πως είναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε όλοι, βάζανε τα καλά τους και πηγαίνανε στην εκκλησιά.

Σαν τελείωνε η Λειτουργία, γυρίζανε στα σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσανε από χαρούμενες φωνές. Οι πόρτες των σπιτιών ήτανε ανοιχτές και φεγγοβολούσανε. Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ άσπρα τραπεζομάντηλα κι είχανε πάνω ό,τι βάλει ο νους σου. Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι στέλνανε απ᾿ όλα στους φτωχούς. Κι αντίς να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε το Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Αφού ευφραινόντανε απ’ όλα, πλαγιάζανε ξέγνοιαστοι, σαν τ’ αρνιά που κοιμόντανε κοντά στο παχνί, τότες που γεννήθηκε ο Χριστός, εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας.

Τώρα ας πάμε την ίδια βραδιά στην αντικρινή στεριά, που τρεμοσβήνουνε ένα-δύο μικρά φωτάκια, πέρα από το πέλαγο, που βογγά από τον άγριο τον χιονιά.

Είναι ένα μαντρί πίσω από μία ραχούλα, κοντά στη θάλασσα, φυτρωμένη από πουρνάρια. Αυτό το μαντρί είναι του Γιάννη του Βλογημένου. Τα πρόβατα είναι σταλιασμένα κάτω από τη σαγιά και ακούγουνται τα κουδούνια, τιν-τιν, όπως αναχαράζουνε. Επειδή γεννάνε, οι τσομπαναραίοι παρα-φυλάγουνε και, μόλις γεννηθεί κανένα αρνί, τ’ αρπάνε και το μπάζουνε στο καλύβι και το ζεσταίνουνε στη φωτιά να μην παγώσει. Απ’ όξω φωνάζουνε οι μαννάδες. Η φωτιά ξελοχίζει και το καλύβι είναι σαν χαμάμι.

Εκεί μέσα βρίσκουνται εξ’-εφτά νοματέοι, καθισμένοι γύρω από τον σοφρά. Πρώτος είναι ο αρχιτσέλιγκας Γιάννης ο Βλογημένος, που, άμα τον δεις, θαρρείς πως βρίσκεσαι αληθινά στο μαντρί που γεννήθηκε ο Χριστός. Είναι αρχαίος άνθρωπος, αθώος, με γένια μαύρα, σαν άγιος. Τα ρούχα που φορά είναι βρακιά ανατολίτικα, στα ποδάρια του έχει τυλιγμένα πετσιά δεμένα με λαγάρες, στο σελάχι του έχει ήσκα και τσακμάκι. Κι οι άλλοι τσομπάνηδες είναι σαν τον Γιάννη, μονάχα που ο Γιάννης κάθεται με το πουκάμισο, ενώ οι άλλοι, επειδή βγαίνουνε όξω για να κοιτάζουνε τα νιογέννητα, φοράνε προβιές προβατίσιες, με το μαλλί γυρισμένο από μέσα.

Αυτοί που κάθουνται στον σοφρά είναι μουσαφιραίοι. Ο ένας είναι ο Παναγής ο Στριγκάρος, κοντραμπατζής ξακουσμένος για την παλικαριά του. Είχε πάγει για κυνήγι και νυχτώθηκε στο μαντρί. Με τον Γιάννη γνωριζόντανε από χρόνια κι είχε κοιμηθεί πολλές φορές στη στάνη. Οι άλλοι τρεις ήτανε καρβουνιάρηδες, που κάνανε κάρβουνα εκεί κοντά. Οι άλλοι δύο ήτανε ψαράδες, ο γερο-Ψύλλος με το γιο του, τον Κωσταντή.

Καθόντανε λοιπόν γύρω στο σοφρά και τρώγανε. Απάνω στο τραπέζι ήτανε κρέατα, μυτζήθρες ανάλατες, μανούρια, αγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι άλλα πουλιά του κυνηγιού.

Ο ένας ο καρβουνιάρης ήτανε από τα μπουγάζια της Πόλης, από τη Μάδυτο, κι ήξερε κι έψελνε καλά, είχε και φωνή γλυκιά και βαριά, τζουράδικη. Έψαλε το Μεγάλυνον, ψυχή μου, με τέτοιο μεράκι, που κλάψανε οι άλλοι που τον ακούγανε, κι ο Γιάννης ο Βλογημένος. Το καλύβι γίνηκε σαν εκκλησιά, έλεγες πως εκεί μέσα γεννήθηκε ο Χριστός.

Απ’ έξω ο χιονιάς μούγκριζε και τσάκιζε τα ρουπάκια. Ο γερο-Στριγκάρος καθότανε στα σκοτεινά συλλογισμένος και μασούσε το μουστάκι του. Φορούσε μία κατσούλα από αστραχάν, μ’ όλο που έκανε ζέστη, κι είχε χωμένη την απαλάμη του κάθε χεριού του μέσα στ’ ανοιχτό μανίκι τ’ αλλουνού χεριού.

Για μία στιγμή σωπάσανε να κουβεντιάζουνε. Ο Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε το χώμα. Κούνησε κάμποσο το κεφάλι του, κι άνοιξε το στόμα του κι είπε:

Βρε παιδιά, καλά εσείς, γιορτάζετε τη χάρη Του, είσαστε καλοί άνθρωποι. Αμ εγώ, τι ψυχή θα παραδώσω, που σκότωσα καμιά κοσαριά ανθρώπους; Ακόμα και γυναίκες ξεκοίλιασα, και μωρά πράματα χάλασα!

Κανένας δε μίλησε. Ύστερ’ από ώρα, σαν να ’τανε μοναχός, ξανακούνησε το κεφάλι του κι αναστέναξε κι είπε: Άραγες υπάρχει Κόλαση και Παράδεισο;…

Και δάγκασε το μουστάκι του. Ξανακούνησε το κεφάλι του κι είπε μέσα στο στόμα του, σα να μιλούσε με τον εαυτό του:

Δεν μπορεί! Κατιτίς θα υπάρχει…

Και δεν ξαναμίλησε.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

R. Russel

 Αν ένα παιδί ζει

Αν ένα παιδί ζει μέσα στην κριτική:
Μαθαίνει να κατακρίνει


Αν ένα παιδί ζει μέσα στην έχθρα:
Μαθαίνει να καυγαδίζει


Αν ένα παιδί ζει μέσα στην ειρωνεία:
Μαθαίνει να είναι ντροπαλό


Αν ένα παιδί ζει μέσα στην ντροπή:
Μαθαίνει να είναι ένοχο


Αν ένα παιδί ζει μέσα στην κατανόηση:
Μαθαίνει να είναι υπομονετικό


Αν ένα παιδί ζει μέσα στον έπαινο:
Μαθαίνει να εκτιμά


Αν ένα παιδί ζει μέσα στην δικαιοσύνη:
Μαθαίνει να είναι δίκαιο


Αν ένα παιδί ζει μέσα στην ασφάλεια:
Μαθαίνει να πιστεύει


Αν ένα παιδί ζει μέσα στην επιδοκιμασία:
Μαθαίνει να έχει αυτοεκτίμηση


Αν ένα παιδί ζει μέσα στην παραδοχή και φιλία:
Μαθαίνει να βρίσκει την αγάπη μέσα στον κόσμο

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Δελφοί: Πώς γνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες πότε έπρεπε να επισκεφτούν το Μαντείο;

Σύμφωνα λοιπόν με ερευνητές του Τμήματος Αρχαιολογίας και Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστήμιου του Leicester, είναι πιθανό ένα αίνιγμα 2.700 ετών να βρήκε την απάντησή του!

Το μυστήριο γύρω από το Μαντείο των Δελφών, ήταν το εξής: πώς κατάφερναν οι αρχαίοι από όλη την Ελλάδα -συχνά και από τη Μεσόγειο-, να μαζεύονται από παντού μία συγκεκριμένη ημερομηνία στο Μαντείο, αφού δεν υπήρχε κάποιο κοινό ημερολόγιο για όλες τις περιοχές.

Αρχικά οι χρησμοί της Πυθίας δίνονταν μόνο μια φορά το χρόνο, στις 7 του Βυσίου μήνα, δηλαδή στις 7 Φεβρουαρίου. Αργότερα, το Μαντείο άρχισε να χρησμοδοτεί στις 7 κάθε μήνα εκτός από τους τρεις του χειμώνα (Νοέμβριο, Δεκέμβριο, Ιανουάριο) αφού -σύμφωνα με τον μύθο- ο Απόλλωνας έφευγε τότε από τους Δελφούς και πήγαινε στους Υπερβορείους.

Και η πιθανή λύση του!

Οι ερευνητές του Leicester, σκέφτηκαν πως ένας τρόπος υπήρχε να γνωρίζουν οι άνθρωποι από όλη την αρχαία Ελλάδα την ακριβή ημέρα που το Μαντείο χρησμοδοτούσε: να παρακολουθούν την κίνηση κάποιων άστρων στον ουρανό. Αφού μελέτησαν δεκάδες αρχαία χειρόγραφα, παρατήρησαν ότι ο αστερισμός του Δελφινιού αναδυόταν στον ανατολικό ορίζοντα στα τέλη Δεκεμβρίου με αρχές Ιανουαρίου, ακριβώς δηλαδή την περίοδο που πολλές πόλεις έκαναν τελετές και θυσίες στον Δελφίνιο Απόλλωνα.

Το περίεργο ήταν ότι αυτούς τους μήνες το Μαντείο δεν χρησμοδοτούσε -όπως θα περίμενε κανείς αν ίσχυε ότι οι άνθρωποι συνδύαζαν τις θυσίες στον Απόλλωνα με τους χρησμούς της Πυθίας. Τι ήταν λοιπόν εκείνο που έκανε τους αρχαίους από την Ελλάδα και τη Μεσόγειο να επισκέπτονται τους Δελφούς, έναν μήνα μετά από τις τελετές αυτές;

Η λύση στο μυστήριο ήρθε όταν οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ψηλοί βράχοι που υψώνονται στην περιοχή των Δελφών καθυστερούν την ανατολή των άστρων του Δελφινιού κατά ένα μήνα. Δηλαδή εκείνοι που ήθελαν να συμβουλευτούν τον Απόλλωνα, έφταναν στους Δελφούς από διάφορα μέρη και παρατηρούσαν τον ουρανό, μέχρι να δουν τον αστερισμό του Δελφινιού να εμφανίζεται στον ανατολικό ορίζοντα. Αυτό γινόταν με καθυστέρηση ενός μηνός από ότι στις πεδινές περιοχές, άρα στις αρχές Φεβρουαρίου!

Συμβαίνει άραγε και σήμερα;

Και αν αναρωτιέστε κατά πόσο θα μπορούσαμε σήμερα να παρατηρήσουμε το αντίστοιχο φαινόμενο στον ουρανό, η απάντηση έρχεται και πάλι από το Πανεπιστήμιο του Leicester. «Το μεγάλο πρόβλημα είναι η φωτορύπανση που υπάρχει πλέον σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Αν ο ουρανός στους Δελφούς είναι αρκετά σκοτεινός, ίσως να είστε τυχεροί και να δείτε το «Δελφίνι» να αναδύεται όχι όμως στις αρχές Φεβρουαρίου όπως στην αρχαιότητα αλλά μάλλον έναν μήνα μετά».

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Κ. Π. Καβάφης

 Οι μιμίαμβοι του Ηρώδου

Επί αιώνας μένοντες κρυμμένοι

εντός του σκότους Αιγυπτίας γης

μέσω τοιαύτης απελπιστικής σιγής

έπληττον οι μιμίαμβ’ οι χαριτωμένοι·

 

αλλά επέρασαν εκείν’ οι χρόνοι,

έφθασαν από τον Βορρά σοφοί

άνδρες, και των ιάμβων έπαυσ’ η ταφή

κι η λήθη. Οι ευτράπελοί των τόνοι

 

μας επανέφεραν τας ευθυμίας

ελληνικών οδών και αγορών·

κι εμβαίνομεν μαζί των εις τον ζωηρόν

βίον μιας περιέργου κοινωνίας. -

 

Μας απαντά ευθύς πονηροτάτη

μεσίτρια που σύζυγον πιστήν

ζητεί να διαφθείρει! Πλην την αρετήν

γνωρίζει η Μητρίχη να φυλάττει.

 

Άλλον κατόπιν βλέπομεν αχρείον

όστις κατάστημά τι συντηρεί

και άνδρα Φρύγα εμμανώς κατηγορεί

ως βλάψαντα το - παρθεναγωγείον.

 

Δύο πολύλογοι, κομψαί κυρίαι

επίσκεψιν εις τον Ασκληπιόν

κάμνουν· φαιδρύνουν δε μεγάλως τον ναόν

αι νοστιμόταταί των ομιλίαι.

 

Εις μέγα εργοστάσιον σκυτέως

εμβαίνομεν με την καλήν Μητρώ.

Ωραία πράγματα εδώ κείντ’ εν σωρώ,

εδώ ευρίσκετ’ ο συρμός ο τελευταίος.

Πλην πόσα έλειψαν εκ των παπύρων·

πόσον συχνά των μιαρών σηρών βορά

έγινεν ίαμβος λεπτός και είρων!

Ο ατυχής Ηρώδης, καμωμένος

διά τα σκώμματα και διά τα φαιδρά,

τί σοβαρά μάς ήλθε πληγωμένος!

[1892]

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Γιώργος Σεφέρης

Ευριπίδης, Αθηναίος

Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας
και στα λατομεία της Σικελίας.

Του άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές της θάλασσας.
Είδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια·
προσπάθησε να το τρυπήσει.
Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι·
ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Ίων

Ο Ίωνας είναι ο ήρωας που έδωσε το όνομά του στους Ίωνες. Είναι από το γένος του Δευκαλίωνα, ανιψιός του Δώρου και του Αίολου και γιος του Ξούθου και της Κρέουσας, της κόρης του Ερεχθέα.

Ο Ξούθος, ο πατέρας του Ίωνα, είχε διωχτεί από τη Θεσσαλία από τους δύο αδελφούς του, τον Αίολο και τον Δώρο. Είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα, όπου παντρεύτηκε την Κρέουσα. Όταν πέθανε ο πεθερός του Ερεχθέας, διώχτηκε από την Αττική και εγκαταστάθηκε στη βόρεια ακτή της Πελοποννήσου, στη χώρα του Αιγιαλού, που αργότερα έγινε η Αχαΐα. Μετά το θάνατό του, οι δύο γιοι του, ο Αχαιός και ο Ίωνας αποχωρίστηκαν. Ο Αχαιός ξαναγύρισε στη Θεσσαλία, ενώ ο Ίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Αιγιαλείς. Τότε ο βασιλιάς της χώρας αυτής Σέλινος του έδωσε σε γάμο τη μονάκριβη κόρη του Ελίκη και τον υπέδειξε ως διάδοχό του. Όταν πέθανε ο Σέλινος, ο Ίωνας πήρε την εξουσία. Ίδρυσε μια πόλη που την ονόμασε Ελίκη, από το όνομα της γυναίκας του, και ονόμασε Ίωνες τους κατοίκους του βασιλείου του. Εκείνο τον καιρό οι Αθηναίοι, που βρίσκονταν σε πόλεμο εναντίον των Ελευσινίων, κάλεσαν τον Ίωνα να τους βοηθήσει και τον έκαμαν αρχηγό τους. Ο Ίωνας έσπευσε στο κάλεσμά τους, αλλά πέθανε στην Αττική. Οι απόγονοι του Ίωνα διατήρησαν την εξουσία στον Αιγιαλό ως την ημέρα που οι απόγονοι του Αχαιού επέστρεψαν από τη Θεσσαλία, τους έδιωξαν και έδωσαν στη χώρα το όνομα Αχαΐα. Αυτή είναι η εκδοχή, όπως τη διηγείται ο Παυσανίας.

Ο Στράβωνας μας άφησε μια κάπως διαφορετική εκδοχή, που και αυτή εξηγεί τις διάφορες μετακινήσεις των ελληνικών φυλών. Ο Ξούθος, ύστερα από το γάμο του με την κόρη του Ερεχθέα, ίδρυσε στην Αττική την Τετράπολη που αποτελούνταν από τέσσερις πόλεις, την Οινόη, τον Μαραθώνα, την Προβάλινθο και την Τρικόρυνθο. Ένας από τους γιους του, ο Αχαιός, διέπραξε ακούσιο φόνο και έφυγε στη Σπάρτη· έδωσε στους λαούς της περιοχής αυτής το όνομα Αχαιοί, ενώ ο Ίωνας κατέκτησε τους Θράκες, που πολεμούσαν με αρχηγό τον Εύμολπο. Η επιτυχία αυτή του χάρισε τέτοια φήμη, που οι Αθηναίοι τον έκαμαν βασιλιά τους. Ο Ίωνας διαίρεσε την Αττική σε τέσσερις φυλές και οργάνωσε πολιτικά τη χώρα. Όταν πέθανε, η χώρα πήρε το όνομά του. Αργότερα οι Αθηναίοι ίδρυσαν αποικία στον Αιγιαλό και επέβαλαν στη χώρα αυτή το όνομα Ιωνία. Αλλά διώχτηκαν την εποχή των Ηρακλειδών από τους Αχαιούς που την ονόμασαν Αχαΐα.

Ο Ευριπίδης έγραψε μια ομώνυμη τραγωδία Ίων, όπου μυθιστοριοποιεί αυτά τα μυθικά δεδομένα. Ο Ίωνας στο έργο αυτό δεν είναι γιος του Ξούθου, αλλά γιος του Απόλλωνα και της Κρέουσας, της νεότερης κόρης του Ερεχθέα. Ενώθηκαν μέσα σε μια σπηλιά της Ακρόπολης και εκεί επίσης γεννήθηκε και το παιδί. Αλλά η Κρέουσα δεν θέλησε να το αναθρέψει. Μόλις, γεννήθηκε το εξέθεσε μέσα σε ένα καλάθι ανάμεσα στους βράχους, με τη σκέψη πως ο Απόλλωνας θα μπορούσε να το φροντίσει. Και πράγματι αυτό και έγινε. Το παιδί το έφερε ο Ερμής στους Δελφούς και το εμπιστεύτηκε στην ιέρεια του ναού.

Αργότερα η Κρέουσα παντρεύτηκε τον Ξούθο για να τον ευχαριστήσει για τη βοήθεια, που είχε προσφέρει στην οικογένειά τους στον πόλεμο εναντίον των απογόνων του Χαλκώδοντα. Αλλά αυτός ο γάμος παρέμεινε άγονος και γι’ αυτόν το λόγο ο Ξούθος και η Κρέουσα πήγαν στους Δελφούς να ζητήσουν συμβουλή από το μαντείο. Εκείνο απάντησε στον Ξούθο να υιοθετήσει για γιο του το παιδί, που πρώτο θα έβλεπε μπαίνοντας στο ναό. Το παιδί αυτό ήταν ο γιος της Κρέουσας. Υπακούοντας στο θεό ο Ξούθος το υιοθέτησε, αλλά η Κρέουσα δεν θέλησε να δεχτεί τον μικρό ξένο, που δεν τον αναγνώρισε. Σκέφτηκε μάλιστα να τον δηλητηριάσει· τέλος χάρη στο καλάθι μέσα στο οποίο είχαν βρει το παιδί και το οποίο είχε δηλητηριάσει η ιέρεια, η Κρέουσα αναγνώρισε τελικά το γιο της, μέσα από τον οποίο ξαναζούσε το αίμα του Ερεχθειδών.