Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Πως και με τι έπλεναν τα ρούχα τους στην Αρχαία Ελλάδα;

Στα πολλαπλά καθήκοντα της γυναίκας ανήκε το πλύσιμο και η περιποίηση των ενδυμάτων. Το πλύσιμο γινόταν κατά το δυνατόν στη θάλασσα ή σε ένα κοντινό ποτάμι, όπου γι’ αυτό το σκοπό φτιαγμένα ειδικά βαθουλώματα ή φυσικές εγκαταστάσεις αντικαθιστούσαν τη συνηθισμένη στο σπίτι σκάφη μπουγάδας. την οποία αναγνωρίζουμε στις εικόνες των αγγείων.
Είναι σχετικά σπάνιες οι παραστάσεις γυναικών κατά το πλύσιμο των ρούχων, που μας έχουν παραδοθεί. Μια από τις λίγες παραστάσεις που διασώθηκαν, προέρχεται από το χέρι του γνωστού ζωγράφου Πάνα και βρίσκεται επάνω σε μια ερυθρόμορφη πελίκη. Διασώθηκε η στιγμή κατά την οποία δυο νεαρές γυναίκες σκύβουν επάνω από ένα μεγάλο πλυστικό δοχείο.
Η γυναίκα, που μπορεί να αναγνωρισθεί ως αφέντρα, έχει τυλίξει το χιτώνα της σαν ποδιά γύρω από το κάτω μέρος του σώματός της και το έχει κουμπώσει μπροστά από την κοιλιά της, για να έχει περισσότερη ελευθερία κινήσεων. Τι κρατάει πάνω από το άνοιγμα του δοχείου δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί. Απέναντι της στέκεται ένα κορίτσι, που από τα κοντά του μαλλιά μπορεί να αναγνωρισθεί ως υπηρέτρια, και κρατάει το ρούχο που πρόκειται να καθαρισθεί. Το ρούχο αυτό βάσει της χαρακτηριστικής του μορφής μπορεί να αναγνωρισθεί σαφώς ως κεφαλομάντηλο.

Απορρυπαντικά μέσα:
Σύμφωνα με τον Διοσκουρίδη, έναν Έλληνα γιατρό από το δεύτερο ήμισυ του 1ου αι. μ.X., για το πλύσιμο των ενδυμάτων και υφασμάτων χρησιμοποιούσαν το σαπουνόχορτο. Από το φυτό, που ανήκει στην οικογένεια των γαριφαλοειδών, επεξεργάζονταν τη σαπωνούχο ρίζα (σαπουνόριζα). Αντίθετα, οι Ρωμαίοι ως απορρυπαντικό μέσο γνώριζαν τα ούρα. Τα απεκκρίματα, που συλλέγονταν σε κάδους, τότε μόνον ήταν έτοιμα για χρήση, όταν αφήνονταν να υποστούν ένα είδος ζύμωσης. Τότε σχηματιζόταν αμμωνιακό άλας, το οποίο έχει καθαρτική επίδραση, που αυξανόταν με την προσθήκη σ’ αυτό λίπους, με το οποίο προέκυπτε σαπούνι. Επίσης η ακατέργαστη ποτάσα και η σόδα είχαν καθαρτική δύναμη.
Η χρήση της στάχτης από ξύλα δεν απαιτούσε μεγάλο κόπο. Περιχυμένη με καυτό νερό σχημάτιζε ένα αφέψημα, την αλισίβα, μέσα στην οποία έβαζαν τα ρούχα και τα έβραζαν. Αυτή η απλή μέθοδος αποδείχτηκε πολύ πρακτική και διατηρήθηκε μέχρι την εποχή μας, όπως δείχνουν παραδείγματα όχι μόνον από τη σύγχρονη Ελλάδα.
Το πιο γνωστό ίσως παράδειγμα μεγάλης πλύσης («πλύνειν») βρίσκεται στην Οδύσσεια, όταν η Ναυσικά, η θυγατέρα του βασιλιά των Φαιάκων, μαζί με τις φίλες της πηγαίνει στη θάλασσα για να πλύνει. «Η μεγάλη πλύση γίνεται κατά αραιότερα διαστήματα. Οπωσδήποτε γι’ αυτήν χρειαζόταν μια ολόκληρη ημέρα, που άρχιζε από το πρωί. Τα ρούχα ρίχνονταν στο πλυσταριό κομμάτι κομμάτι. Η φυσική δύναμη του νερού, που συνέχεια ανανεωνόταν, υποστηριζόταν και από την ανθρώπινη δύναμη: Τα κορίτσια κατέβαιναν στο λάκκο του πλυσταριού (όπου έκαναν κι ένα διασκεδαστικό αγώνα) ποδοπατώντας τα ρούχα. Απορρυπαντικό μέσο δε χρησιμοποιούσαν. Όταν καθάριζαν τα κομμάτια των ρούχων με την κίνηση του νερού, που σταθερά τα ξέπλυνε, και με το κοπάνισμα και το τρίψιμο από τα πόδια των κοριτσιών, για να στεγνώσουν απλώνονταν σε σειρά επάνω στα βότσαλα της παραλίας. Ο χρόνος που χρειάζονταν τα ρούχα εκεί στον ήλιο, για να στεγνώσουν. έφτανε στις πλύστρες για λουτρό, για γεύμα και παιγνίδι. Έπειτα ακολουθούσε το μάζεμα των ρούχων. Μετά την επιστροφή τα ρούχα μεταφέρονταν αμέσως στο σπίτι».

Φωριαμοί ενδυμάτων, καταπολέμηση των βλαβερών εντόμων:
Στο σπίτι φρόντιζαν να διατηρούν τα ενδύματα μέσα σε ξύλινα σεντούκια («κιβωτοί»), όπως ήδη αναφέρει ο Όμηρος. Τα κιβώτια με τα ρούχα βρίσκονταν ή στα κελάρια ή μέσα στο χώρο της κατοικίας. Κατά την μεθομηρική εποχή φαίνεται πως ο συνηθισμένος αυτός χώρος, αντίθετα, είχε γίνει ο θάλαμος των γυναικών. Οι πιο παλιές παραστάσεις κατάγονται από την κλασική εποχή. Επάνω σε μια λήκυθο, που βρίσκεται στο New Haven, μια νεαρή γυναίκα κρατάει ένα τυλιγμένο ή διπλωμένο ρούχο πάνα από ένα ανοιγμένο σεντούκι. Το σκέπασμα του απέριττου επίπλου, που είναι διακοσμημένο απλά με ένα αστέρι, είναι βαλμένο κάθετα.
Η διακόσμηση του χώρου συμπληρώνεται με ένα έπιπλο καθίσματος. Στον τοίχο είναι κρεμασμένος ένας καθρέφτης και ένα στεφάνι ή ένας κεφαλόδεσμος. Δεν είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί για ποιον τύπο ενδύματος πρόκειται, δηλ. αν τελικά είναι ένδυμα το διπλωμένο υφαντό. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει κανείς και με κάποιες σκηνές αμφίεσης ή λουτρού. Τα καλοδιπλωμένα ενδύματα, τα οποία δεν έχουν φορεθεί ακόμη ή μόλις έχουν αποβληθεί, δεν μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε σε ποιο είδος ανήκουν. Για να εμποδίσουν το σκοροφάγωμα και να εφοδιάσουν τα ενδύματα με ευωδιές, φρόντιζαν να βάζουν σ’ ένα καλόκλειστο σεντούκι διάφορα αρωματικά φυτά ή φρούτα, όπως μήλα και λεμόνια.
Τα κιβώτια χρησίμευαν για τη φύλαξη των ενδυμάτων τα οποία δεν χρησιμοποιούνταν κάθε μέρα ή αποθηκεύονταν προς φύλαξη. Αυτή η αποθήκευση των ενδυμάτων, που ανήκε στην κινητή περιουσία του νοικοκυριού και του οποίου τον πλούτο συγκαθόριζε αποφασιστικά, τελούσε υπό την ιδιαίτερη προστασία της νοικοκυράς του σπιτιού. Κι αυτό αναφέρεται ήδη δεόντως στα ομηρικά έπη. Τέλος ρούχα «χρησιμοποιούνταν στη διπλωματική επικοινωνία με φιλοξενούμενους, φίλους, εχθρούς, θεούς, ως νυφικά δώρα και στις περιπτώσεις που η οικογένεια εμφανιζόταν δημόσια, στον ενταφιασμό ως νεκρικά σάβανα και στους γάμους ως νυφικά ρούχα, καθώς και ρούχα των οδηγών της νύφης». Ο σημαντικός ρόλος που έχει παίξει πάντοτε η κατοχή ενδυμάτων, φαίνεται από το ότι στους δικανικούς λόγους τα ενδύματα απαριθμούνται ως τμήμα της περιουσίας, ενώ και κατά τις δίκες κληρονομιάς οι αντίδικοι φιλονικούσαν γι’ αυτά. Κλοπή ενδυμάτων ήταν ένα από τα συνηθέστατα εγκλήματα ιδιοκτησίας. Λεν λείπουν άλλωστε οι μαρτυρίες για ενδύματα ως μέσα αμοιβής ή δωροδοκίας.
Οι πηγές μας παρέχουν μια ιδέα για το ποιοι θησαυροί υφασμάτων φυλάσσονταν σε μερικά σπίτια. Έτσι σ’ ένα λόγο του Δημοσθένη βρίσκεται μια αναφορά για κατοχή ενδυμάτων αξίας 1000 δραχμών, ποσό που εκείνη την εποχή αποτελούσε μιαν αξιόλογη περιουσία. Στον Αθήναιο διαβάζουμε ότι ο φιλόξενος Τελλίας από τον Ακράγαντα, είχε δεχθεί 500 στρατιώτες, που είχαν έλθει στη Γέλα, και συγχρόνως τους είχε εφοδιάσει με τον απαραίτητο χειμερινό ιματισμό.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Κική Δημουλά

             Εφόδιο τα τραύματα

Με κατακρίνεις
ότι συμπεριφέρομαι λιπόψυχα, αργά
όπως κοντοστέκεται η φοβία να εντοπίσει
ποιός κίνδυνος από μακριά
φωνάζει τ’ όνομά της.

Είμαι τρωτή, γι’ αυτό.
Όχι στη φτέρνα μόνο,
το ένιωσα
παρότι ήταν ακόμα στα σκαριά
στις δοκιμές η ιδιοσυγκρασία.
Κι όμως εγώ τα άκουσα τα λάδια
νοθευμένα
δε γράσωναν καλά την άμυνά μου
- τί τα θες, τεχνίτες ανειδίκευτοι οι αστερισμοί μας.

Μάνα, την παρακάλεσα, πήγαινε στη Θέτιδα
γνωρίζεστε εξ αίματος μάνες και οι δυο
εβγάζατε από πάνω σας και ξεπετούσατε
στο χώμα τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια
και ζήτα της το αθάνατο περίσσευμα
απ’ τη θνητή επάλειψη του γιου της
του Αχιλλέα.

Όχι με αθανασία
με βεβαιότητα να με επικαλύψεις.

Μου χίμηξε
τί αθανασία τί βεβαιότης είπε
εξίσου άτρωτες ουσίες και οι δυο.
Και μάθε ακόμα
πως το περίσσευμα απ’ το παλιό του λάθος
κανείς δεν το χαρίζει σε κανέναν.
Βαθιά
μες στις αμετανόητες προθέσεις του το κρύβει
να επαλείψει αθάνατο
και το επόμενο προσφιλές του λάθος.

Το κυριότερο
-συνέχισε η μάνα μου μιλώντας
με οίκτο χλευαστή-
παιδί μου πώς θα ζήσεις χωρίς τρωτά σημεία
χωρίς της αγωνίας τα εφόδια
τί προκοπή θα κάνει η αντοχή σου
χωρίς εισόδημα πικρίας
πώς θ’ αναθρέψεις την απώλεια
πώς θ’ αντικρίσεις τους εχθρούς σου.
Οι ενοχές σου τί θα απογίνουν
όταν τους κόψεις τη διατροφή
θ’ αγιάσουνε ως φτωχές μετά από τόσα πλούτη;
Θ’ απαρνηθείς την ήττα;
Η ήττα είναι παράδοση
μιλιέται από σώμα σε σώμα διαιωνίζεται.
Είδες ποτέ κανένα όνειρο
μεταμοντέρνας νίκης να διαρκεί;

Αν δεν τρωθείς
πού θα σε βρει η αγάπη.
Το βέλος θα την οδηγήσει στην πληγή σου.
Για ποιόν νομίζεις ξεκινάει από το μακρινό
το έρημο το αβέβαιο όνομά της;
Όχι για το αξέχαστο βλέμμα του τοξότη
στης έλξης το φαρμάκι βουτηγμένο.
Για να τραφεί απ’ την πληγή σου ξεκινάει
η πεινασμένη ύπαρξή της.

Αβέβαια ζήσε.
Τίμα την προέλευσή σου.

Κατάλαβέ το, ερχόμαστε από μια
παροδική αβεβαιότητα του θανάτου.

Κική Δημουλά

             Άφησα να μην ξέρω

Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Oύτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
έχω ένα βαρελάκι που ’χει δυο λογιών κρασάκι.
Tο κράτησα ώς τώρα
αχάλαστο ανεξήγητο,
γιατί ώς τώρα
δυο λογιών κρασάκι
έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρά
μ’ έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει
και δεν τον ρώτησα ποτέ
ποιας φωτιάς γιος είναι,
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου
τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του,
του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο
με θυσία και με στέρηση.
Mε το αίμα που μου δόθηκε
για να τον εξηγήσω.
Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι τ’ αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Aίνιγμα δανείστηκα,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πώς λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασυμπτώτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

Oύτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως
να σε διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,
πηγή αν είσαι ή κρήνη,
θα ’ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πώς μένουμε αξεδίψαστοι.
Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Aναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.

Συνέντευξη της Κικής Δημουλά το 2016 στην εφημερίδα Καθημερινή


Κική Δημουλά, σ’ ένα ποίημά σας λέτε: «Μακρύ κουραστικό ταξίδι / το πεπρωμένο / μα το χειρότερο / πας ή έρχεσαι δεν ξέρεις». Έρχεσαι από πού και πας πού;
Διαδίδεται ότι μετά απ’ αυτή τη ζωή υπάρχει μια άλλη. Εγώ ούτε το πιστεύω αυτό, αλλά ούτε και με παρηγορεί. Γι’ αυτό λέω «δεν ξέρεις». Ξεκινάς να πας στην άλλη ζωή ή έρχεσαι από την άλλη κι αυτή είναι η καινούργια; Το πεπρωμένο είναι άγνωστο, αλλά και βέβαιο ταυτόχρονα. Κι αυτό το πιστεύω χωρίς να έχω καμία απόδειξη και κανένα επιχείρημα. Με εντυπωσιάζει όμως ότι όλα εφαρμόζονται σαν να είναι προμελετημένα. Και εφαρμόζονται με τόση ακρίβεια, που δεν μπορώ να το πω τυχαίο. Δεν μπορώ να πω «έτυχε». Το «έτυχε», βέβαια, το θεωρώ υπεύθυνο για πολλές δημιουργίες, του δίνω πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι στο προγραμματισμένο. Αλλά στην περίπτωσή μας, όπου υπάρχει ζωή υπάρχει και θάνατος. Αυτό δεν θα το αλλάξει ποτέ κανείς.

Θεωρείτε ότι υπάρχει κάποιος εντολέας;
Ναι. Και είναι ο ρυθμός. Ο ρυθμός της ζωής. Δεν βλέπω άλλο. Και δεν μπορώ να ενοχοποιήσω, βέβαια, κανέναν Θεό. Αν υπήρχε και αν υπάρχει, πιστεύω ότι δεν είναι τόσο σκληρός όσο το πεπρωμένο. Διότι το πεπρωμένο είναι σκληρό. Από τη στιγμή που προβλέπεται θάνατος την ώρα που έχεις μάθει να ζεις, την ώρα που έχεις συνηθίσει αυτό το πράγμα το φοβερό, αν θέλεις και το ανούσιο -γιατί στα γεράματα η ζωή δεν έχει και πολύ νόημα- εντούτοις το προτιμάς απ’ το να πεθάνεις, απ’ το να πας προς αυτό το άγνωστο. Αλλά δεν είναι τόσο ότι δεν θέλεις το άγνωστο. Είναι ότι δεν θέλεις να χάσεις το γνωστό. Διότι αυτό γνωρίσαμε εμείς. Εμείς εδώ ήρθαμε μέσω της ζωής, δεν ήρθαμε μέσω του θανάτου. Και αυτή είναι η μεγάλη μπαμπεσιά από μέρους της φύσης: ότι μας έστειλε εδώ απροετοίμαστους να αντιμετωπίσουμε αυτό που θα γίνει.

Τον φοβάστε τον θάνατο;
Τον τρέμω. Πραγματικά τον τρέμω. Γιατί ξέρω ότι τότε δεν θα συμβαίνει τίποτα απ’ αυτά που συμβαίνουν τώρα. Αυτός είναι ο παντοδύναμος τελικά και όχι άλλος τις. Σκέψου ότι από τη στιγμή που γεννιέσαι, είσαι ετοιμοθάνατος. Διότι περί αυτού πρόκειται. Αυτό εγώ δεν το συνήθισα και δεν το συγχώρησα. Και είμαι ακόμα πεινασμένη για ζωή. Ίσως και η κίνηση να γράφω ακόμα ποιήματα στα ογδόντα πέντε μου να είναι η έκφραση αυτής της απροθυμίας μου να πεθάνω, της αδυναμίας μου να φανταστώ τι μπορεί να υπάρξει όταν ένα σώμα νεκρωθεί. Διότι, κακά τα ψέματα, ποια ψυχή χωρίς σώμα; Χωρίς σώμα ποια ψυχή; Το σώμα είναι το επιχείρημα της ψυχής για να υπάρχει.

Το επιχείρημα και ο τόπος της.
Ναι. Μέσα σ’ αυτό το σώμα καλλιεργείται και καλλιεργεί. Βέβαια, δεν αποκλείεται να έχει ποιήσει τα πάντα εν σοφία, δεν είμαι σε θέση να το αποκλείσω. Απλώς δεν είμαι ενθουσιώδης θιασώτης όλου αυτού του πράγματος και όλης αυτής της αβεβαιότητας που δεν ξέρεις ποιος είναι ο κατασκευαστής μας. Αυτό θα ήθελα να το ξέρω. Εκτός αν δεν έπρεπε ή δεν πρέπει να ξέρω. Τελικά, η ίδια η ζωή είναι επιφυλακτική απέναντί μας. Ούτε μας προδίδει τίποτα, ούτε μας προλέγει τίποτα, ούτε μας αποκαλύπτει τίποτα. Ό,τι έρχεται είναι σαν να το ζούμε πρώτη φορά, ενώ ενδεχομένως το έχουμε ξαναζήσει.

Ούτε μας υπόσχεται;
Όχι. Ο πόθος μας μας υπόσχεται. Ο πόθος μας παριστάνει τη φωνή της ζωής. Η ίδια είναι αμέτοχη και ηθική. Και καθόλου ψεύτρα. Δεν υπόσχεται η ζωή. Εμείς φανταζόμαστε. Η ζωή απλώς υπάρχει και σε αφήνει να τη δεις όπως θέλεις. Γι’ αυτό και άλλοι άνθρωποι είναι πάρα πολύ ευτυχισμένοι όπως είναι διαμορφωμένος ο κόσμος κι άλλοι είναι απογοητευμένοι και δυστυχείς. Το θέμα είναι να αναλύσει κανείς και να αξιολογήσει αυτό που δεν μπορεί να μη συμβαίνει αλλιώς. Γι’ αυτό γράφουμε ποιήματα με την ψευδαίσθηση ότι θα αλλάξουμε αυτό που συμβαίνει ή θα το πούμε κάπως αλλιώς.

Πόσο βέβαιη έχετε αισθανθεί απέναντι στην ποίηση;
Εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ βέβαιη για τίποτα. Ποτέ. Μόνο για το ότι θα πεθάνω. Και την ποίηση τη θεωρώ εξαιρετικά ύπουλη κατάσταση και θανατηφόρα. Δεν σου λέει ότι την πάτησες. Δεν σου λέει ότι αυτό το έχεις ξαναπεί. Δεν σου λέει ότι επαναλαμβάνεσαι. Τίποτα. Σε παρασύρει, σε βάζει σε μια παγίδα και εσύ νομίζεις ότι αυτή τη φορά το είπες κάπως αλλιώς απ’ την προηγούμενη, ενώ το έχεις πει έτσι.

Είναι πλανεύτρα δηλαδή λίγο κι αυτή, όπως η ζωή;
Ναι. Τη βοηθάμε, βέβαια, εμείς σ’ αυτό. Της δίνουμε ένα πρόσωπο που η καημένη μπορεί να μην έχει. Με το που υπήρξε η ποίηση, υπήρξε και η προσποίηση. Η ποίηση είναι μια ηθοποιία. Κάτι παίζεις την ώρα που γράφεις, κάποιους ρόλους φτιάχνεις. Δεν μπορώ να σκεφτώ αλλιώς αυτή την επιμονή ή ακόμα και τη φιλοδοξία - γιατί σου υπόσχεται ότι κάποιοι άνθρωποι θα σε συζητούν, θα τους απασχολείς, θα τους επηρεάζεις. Αλλά δεν είναι αυτό. Είναι μια δύναμη που δεν μπορώ να την αναχαιτίσω. Και το γεγονός ότι γράφω ακόμα είναι ίσως μια κίνηση απογνώσεως για να απομακρύνω τα γεράματα. Γιατί η ποίηση είναι ένας τρόπος να μην καταλαβαίνεις τον χρόνο. Να τον ξοδεύεις, προσπαθώντας να γράψεις και νομίζοντας ότι αυτό είναι αποταμίευση τελικά και όχι έξοδο.

Μέσα από την προσποίηση αυτή δεν αποκαλύπτεται, όμως, τελικά μια αλήθεια;
Δεν ξέρουμε αν είναι αλήθεια. Είναι ένα άλλο προσωπείο. Εγώ πιστεύω ότι όλα όσα κυκλοφορούν, ό,τι εμφανίζουμε, ό,τι χρησιμοποιούμε, είναι ένα προσωπείο. Τι πραγματικά και ποιοι είμαστε ή δεν το ξέρουμε ή δεν θέλουμε να το ξέρουμε. Διότι και η ποίηση είναι αποτέλεσμα μιας αίσθησης ανεπάρκειας. Γιατί να φτιάξεις αλλιώς τον κόσμο δηλαδή; Διότι αυτό είναι η ποίηση: επιχειρείς να δημιουργήσεις έναν νέο κόσμο. Ποιος, όμως, θα τον πιστέψει τον κόσμο αυτό και ποιος θα τον κατοικήσει;

Δεν αρκεί να τον κατοικήσει ο δημιουργός του; Η ποίηση δεν είναι ένας τρόπος μεγέθυνσης της ζωής;
Είναι μάλλον μια ψευδαίσθηση ότι μ’ αυτόν τον τρόπο καταπολεμάς τον θάνατο του να φύγεις και να ξεχαστείς ολότελα. Εδώ είναι η πλάνη, πώς δεν θα ξεχαστείς. Και τι έγινε αν θυμάται κανείς στιγμιαία τον σπουδαίο Τάσο Λειβαδίτη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη ή τον Καβάφη μου, εμένα, τον δικό μου; Τι αλλάζει; Εγώ ξέρω ότι έχουμε ο καθένας έναν χαρακτήρα διαφορετικό, τον οποίο πάση θυσία υπηρετούμε. Έτσι, ένας άνθρωπος που είναι απαισιόδοξος, δεν είναι από βίτσιο. Είναι οι ορμόνες του που το φτιάχνουν αυτό. Ούτε είναι γιατί θα άξιζε να έχει μια άλλη ζωή - ούτε ξέρει ποια ζωή θέλει. Απλώς είναι γεννημένος να ανησυχεί. Κι αυτή την ανησυχία κάπου πρέπει να την εμπιστευτεί. Και την εμπιστεύεται, νομίζω, στα ποιήματα.

Μιλήστε μου για την πρώτη λέξη ενός ποιήματος. Πόσο σημαντική είναι αυτή η πρώτη λέξη;
Η λέξη αυτή είναι «Εσύ». «Εσύ», ο συνομιλητής μου ή αυτός που ονειρεύομαι και θέλω να συγκινήσω ή να πονέσω. Διότι πάντα ο στόχος είναι ο Άλλος. Το εγώ σου δεν μπορεί να είναι απλαισίωτο, όσο κι αν εσένα εξυπηρετεί. Είναι δυνατόν να θέλεις να είσαι μόνος; Άλλωστε, ο ίδιος ο ποιητής δεν νομίζω να είναι σε θέση να αναλύσει τα ποιήματά του, γιατί γίνεται μοιραία επιεικής προς αυτά. Αν και εγώ ευχαρίστως τα αποκεφαλίζω. Ο αναγνώστης, όμως, δεν θα ήθελα να μου τα αποκεφαλίσει. Τέλος πάντων. Μία είναι η θεότης εδώ: η αβεβαιότητα. Όχι μόνο στα ποιήματα. Παντού. Αυτή είναι και η κινητήρια δύναμη. Αυτή είναι η θεά. Μπορεί να είναι βασανιστική θεά, αλλά, από την άλλη, δίνει τόση γοητεία σ’ αυτό που δεν σου προσφέρει μετά σιγουριάς, που τελικά την αγαπάς. Είναι σοφή. Σε προφυλάσσει από την πλήξη. Γιατί είναι μια πλήξη να ξέρεις τι θα συμβεί. Δεν πρέπει να ξέρεις.

Διότι δεν μπορείς να εξηγήσεις;
Ακριβώς. Γι’ αυτό λέω «με σιγαστήρα σε καθαρίζει το ανεξήγητο / κι άντε να το συλλάβεις». Αυτό δεν κάνουμε; Δεν αγωνιζόμαστε να συλλάβουμε κάτι το οποίο είναι ανεξήγητο; Και το ανεξήγητο σε πονάει, σε σκοτώνει. Όλα τα ανεξήγητα που συμβαίνουν στη ζωή μας, όσο κι αν έχουνε το βάρος και τη σημασία ενός καινούργιου ενδύματος, παραλλαγές είναι. Μόνο ο θάνατος διαφοροποιεί. Αν σκεφτείς, και ο έρωτας είναι ένας θάνατος -δικός του- ο οποίος θα συμβεί οπωσδήποτε. Ρωτώ λοιπόν τον Ύψιστο, ρωτώ κι εσένα: «Γιατί πεθαίνουμε;». Πώς έγινε δηλαδή αυτό; Να μου το πει κάποιος. Η οδύνη του θανάτου δεν έπρεπε να είναι μέσα στο πεπρωμένο του ανθρώπου. Και είναι. Είναι μια οδύνη που δεν την έχει ξαναζήσει. Ούτε στους έρωτες που πεθαίνουνε. Αυτά είναι μεγάλα λόγια. Οδυνηρός θάνατος είναι μόνο το τέλος της ζωής. Τον έρωτα τον ξαναδημιουργείς - γιατί και ο έρωτας πλαστός είναι, μόνοι μας τον φτιάχνουμε. Τη ζωή όμως δεν την ξαναφτιάχνεις.

Τα «όνειρα και ο έρωτας», όμως, όπως λέτε σε κάποιο ποίημά σας, είναι μέρος αυτής της ζωής.
Είναι πολύ φθαρτά, πολύ μικρής αντοχής. Να ήταν όλη η ζωή ένας έρωτας, αυτό ήθελα εγώ. Όλη η ζωή. Κάποτε θα τελείωνε βεβαίως, αλλά αυτό το πολύ στιγμιαίο των παράφορων καταστάσεων μας πονάει. Μας δημιουργεί έναν φόβο η ενδεχόμενη απώλειά του. Και όλο αυτό το πράγμα νομίζω ότι, εν τέλει, όπως είναι φτιαγμένο, έχει μια σοφία. Γιατί, αν δεν ήταν έτσι, ίσως να επικρατούσε τελικά μια κούραση, η οποία τώρα δεν προφταίνει να δράσει. Έρχεται το νέο πλάσμα, το ξεκούραστο, το διψασμένο να ζήσει αυτό όλο το ψέμα που είναι ο βίος μας. Γιατί περί ενός ψέματος πρόκειται, ενός ψέματος το οποίο διαρκεί άλλοτε πολλά χρόνια, άλλοτε λίγα. Βέβαια, αν μου λέγανε, θα ήθελες τώρα να ξαναγεννηθείς και να μην είσαι μπλεγμένη με αυτό το ψέμα; Τώρα ναι, δεν θα είμαι, γιατί είμαι δεμένη με ό,τι υπήρξε.

Αυτό που υπήρξε το αγαπήσατε;
Βεβαίως. Και πρώτα πρώτα τις πράξεις μου. Και οι πράξεις μου είναι να έχω γεννήσει παιδιά και να τα έχω μεγαλώσει όπως τα μεγάλωσα. Μία πράξη μου δεν αγαπώ: ότι μεγάλωσα εγώ. Τελικά πιστεύω ότι δικός μας, και όχι ολότελα, είναι μόνο ο εαυτός μας. Ο εαυτός μας και τα σφάλματά μας. Γι’ αυτό κάπου λέω: «Σοφή δεν είναι η πείρα / απλώς έχασε τη δύναμη να σφάλλει». Διότι με το σφάλμα δεν σε νοιάζει τίποτα. Τολμάς. Εγώ, όμως, τώρα πώς να σφάλλω; Τι πειρασμούς έχω πια να αντιμετωπίσω;

Τον πειρασμό να πιστέψετε, παρ’ όλ’ αυτά, στη ζωή.
Μα αν τρέμω τον θάνατο, είναι γιατί πιστεύω σ’ αυτήν. Και «πιστεύω» δεν θα πει «της έχω εμπιστοσύνη». Θα πει «την αγαπάω». Πιστεύουμε κάποιον που αγαπάμε. Εγώ θα ήθελα να ξέρω, θα ήθελα να έχω δει το πρόσωπο του Θεού. Και, θα μου πεις, έχει αξία η πίστη όταν πατάει σε μια βεβαιότητα; Μα δεν μπορώ να καταλάβω πώς θα είναι πιστός κανείς σε μια αβεβαιότητα. Γενικά η ζωή σού το διδάσκει να θέλεις να θέσεις το δάχτυλο «επί τον τύπον», δεν το έβγαλες εσύ από ατέλειές σου. Η ζωή σού λέει: «Θέλω να το πιάσω αυτό που με εξουσιάζει». Διότι υποτίθεται ότι απάνω είναι εξουσία όλος ο ουρανός.

Και ο χρόνος; Πώς θα χαρακτηρίζατε σήμερα τη σχέση σας με τον χρόνο;
Κακή. Πολύ κακή. Δεν κοιτάζω το ρολόι μου, αλλά θα σου πω το εξής. Αν είχα ένα παλιό ρολόι που πάει συνεχώς δύο δευτερόλεπτα πίσω, αυτή την καραβάνα θα φορούσα. Ακριβώς διότι, αν πολλαπλασιάσεις δύο δευτερόλεπτα κάθε μέρα πίσω, σκέψου πόσο χρόνο κερδίζεις. Ο χρόνος είναι κάτι που δεν κερδίζεται με τίποτα παρά μόνο εάν ξεχάσεις. Διότι μαζί μ’ αυτό θα έχεις ξεχάσει ότι χάνεται κι αυτός. Η καλή μέθοδος είναι να ξεχνάς. Αν πάλι ξεχνάς, είσαι ένα κενό δοχείο που δεν ξέρεις σε τι χρησιμεύει. Δηλαδή ποτέ δεν είναι έτσι και μόνο έτσι τα πράγματα. Είναι έτσι και αλλιώς. Και ό,τι σε τραβήξει, το γεμάτο ή το άδειο. Και για την επιλογή σου αυτή δεν φταις εσύ. Η φύση σε κάνει έτσι, τα χιλιάδες κύτταρα που προηγήθηκαν, που σε προγραμμάτισαν, που σε άλλαξαν και σε διαμόρφωσαν. Όλο αυτό το μυστηριώδες πράγμα. Που ονομάζουμε πεπρωμένο.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Έφυγε από τη ζωή η μεγάλη Ελληνίδα ποιήτρια Κική Δημουλά

Έφυγε σήμερα το απόγευμα από τη ζωή η κορυφαία Ελληνίδα ποιήτρια Κική Δημουλά σε ηλικία 89 ετών (6 Ιουνίου 1931 - 22 Φεβρουαρίου 2020).


Συναισθηματικά έχει σώσει πολλές ζωές, τις ζωές μας, τις «φωτογράφισε», τις σκιαγράφησε, τις έβαψε με χρώματα πάθους και μας άφησε μεγάλη κληρονομιά.

Η Κική Δημουλά γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα όπου κι έζησε. Παντρεύτηκε τον πολιτικό μηχανικό και ποιητή Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος επί 25 χρόνια. Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2015 αναγορεύτηκε σε επίτιμη διδάκτορα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες - αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά, σουηδικά κ.ά.
Το πολυβραβευμένο έργο της έχει μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες και τιμηθεί με βραβεία και διακρίσεις που ξεκινούν από το 1972, με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου». Με το ίδιο βραβείο τιμήθηκε το 1989 για τη συλλογή της «Χαίρε ποτέ» και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή «Η εφηβεία της λήθης». Το 2001 τής απονεμήθηκε το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της, και Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής, από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
Το 2009, τιμήθηκε το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας, ενώ το 2010 με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου της.
Το 2010, με την ευκαιρία της βράβευσης της με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του ποιητικού και του πεζού έργου της η Κική Δημουλά έγραψε αυτοβιογραφούμενη:
«Ένα βιογραφικό σημείωμα πρέπει, αφού γραφτεί, να μείνει επ’ αρκετόν καιρό κρεμασμένο στον αέρα από ένα τσιγκέλι αυστηρότητας, ώστε να στραγγίξουν καλά τα στερεότυπα, οι ωραιοποιήσεις, η ρόδινη παραγωγικότης και ο πρόσθετος ναρκισσισμός, πέραν εκείνου που ενυπάρχει στη φύση μιας αυτοπαρουσίασης.
Μόνον έτσι βγαίνει το καθαρό βάρος: το ήθος που επέβαλες να τηρεί η προσπάθειά σου. Τα πόσα βιβλία έγραψε κανείς, πότε τα εξέδωσε, ποιες μεταφράσεις τα μεταναστεύουν σε μακρινές ξένες γλώσσες και ποιες διακρίσεις τα χειροκροτούν είναι τόσο τρέχοντα, όσο το να πεις ότι μέσα σ’ έναν βαρύτατο χειμώνα υπήρξαν και κάποιες μέρες με λαμπρή λιακάδα. Ωστόσο, επειδή αυτό είναι το υλικό της πεπατημένης, που δεν μπορεί να συνεχίσει τη χάραξή της με συνεσταλμένες καινοτόμες επιφυλάξεις, γεννήθηκα στην Αθήνα το 1931. Η παιδική ηλικία πέρασε χωρίς να αναδείξει το «παιδί θαύμα».
Το 1949, τελειώνοντας το Γυμνάσιο, υπέκυψα εύκολα στο «πρέπει να εργαστείς», και εργάστηκα στην Τράπεζα της Ελλάδος είκοσι πέντε χρόνια. Ανώτερες σπουδές: η μακρά ζωή μου κοντά στον ποιητή Άθω Δημουλά. Χωρίς εκείνον, είμαι σίγουρη ότι θα είχα αρκεστεί σε μια ρεμβαστική, αμαθή τεμπελιά, προς την οποίαν, ίσως και σοφά, ακόμα ρέπω. Του οφείλω το λίγο έστω που της ξέφυγα, την ατελή έστω μύησή μου στο τι είναι απλώς φωνήεν στην ποίηση και τι είναι σύμφωνον με την ποίηση, του οφείλω ακόμα την πικρότατη δυνατότητα να μπορώ σήμερα, δημόσια, να τον μνημονεύω εις επήκοον της πολυπληθούς λήθης. Αυταπαρνητική, παραχωρήθηκα στο ρόλο της μητέρας και με τρυφερή γενναιότητα άκουσα να προσφωνούμαι «γιαγιά».
Κυλώ τώρα με ψυχραιμία και χωρίς βλέψεις διαιωνίσεως μέσα σ’ αυτές τις νέες παρακαμπτήριες του αίματός μου. Κυλώ και, όσο πλησιάζω στις εκβολές, όλο και ονειρεύομαι ότι θα μου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα. Δεν νιώθω δημιουργός. Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος μια πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής.
Όταν μετά αρχίζω να καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ’ ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ότι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής. Τόσο μεταχειρισμένη και υπηρεσιακή είναι η ανάμειξή μου στη δημιουργία. Φύσει ολιγογράφος, εξέδωσα οκτώ ποιητικές συλλογές μέσα σε σαράντα πέντε χρόνια. Η σημασία τους είναι ακόμα συμβατική. Είναι γραμμένη στη λίστα αναμονής των μεγάλων επερχόμενων κυμάτων του μετα-κριτή χρόνου».

Κική Δημουλά

                  Γη των απουσιών

Τώρα θὰ κοιτάζεις μία θάλασσα.

Η διάθεση νὰ σὲ εντοπίσω
στη συστρεφόμενη εντός μου γη των απουσιών
έτσι σὲ βρίσκει:
πικρὴ παραθαλάσσια αοριστία.

Εκεί δεν έχει ακόμα νυχτώσει
κι ας νύχτωσε τόσο εδώ
των τόπων οι κρίσιμες ώρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σαν φως καὶ ούτε φως,
η ώρα του εαυτού σου έχει πέσει.

Χορεύουν φύκια
κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι του νερού.
Τα ρηχά, έχουν κι αυτὰ
τα βάσανά τους και τα γλέντια τους.

Τώρα θὰ έχουν λύσει τὰ μαλλιά τους
οι αγνὲς ησυχίες τριγύρω
μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις
γυναίκες σου εκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Η σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν αέρα
κι ανεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.
Που ξέρω εγὼ τὰ ευαίσθητα σημεία του πελάγους
γιὰ νὰ σὲ καταλάβω;

Θὰ κοιτάζεις μία έρημη θάλασσα.
Τὸ βλέμμα σου δὲν παραλλάζει
ἀπὸ πλαγιὰ ποὺ γλυκὰ
καὶ μ᾿ ανακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μὲς στὴν απομάκρυνση.
Αναπνέεις με το στέρνο των μακρινών ηρεμιών,
ποὺ έχω γι᾿ αυτὲς διαβάσει
στοὺς πολύτομους κόπους ποὺ έδεσα.

Σ᾿ ένα ἀβαθή σου στεναγμὸ βούλιαξε ένα βαπόρι.
Δὲν θὰ ήτανε βαπόρι. Θὰ ήτανε σκιάχτρο
στα υγρὰ περβόλια τῆς φυγής
να μὴν πηγαίνουν οι διαθέσεις
να την τσιμπολογάνε.

Η τερατώδης του πελάγους δυνατότητα,
η κίνηση του πλάτους,
φθάνει στὰ πόδια σου αφρός,
ψευτοεραστὴς στα πρώτα βότσαλα.
Τοὺς σκάει ένα φιλὶ καὶ ξεμεθάει.

Τώρα, θὰ σου έχουν πει ό,τι είχαν να σου πουν
Οι αναδιπλώσεις των κυμάτων
καὶ θὰ επιστρέφεις κάπου.
Θὰ παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μιὰ άλλη άπλα,
αλλού γυμνὴ κι ἀλλού ντυμένη μὲ βλάστηση.

Η σκέψη σου, μετὰ ἀπὸ τόση θάλασσα,
κατέβηκε απὸ γλάρος,
βάζει τὸ δέρμα της προσαρμογής καὶ χάνεται.
Όπου είναι θάμνος, πράσινη
όπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Εκεί που οι καλαμιὲς σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
όπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
όπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι όπου δαγκώνει η πέτρα, πέτρινη.

Στὴν ψυχή σου δὲν φθάνει κανεὶς
ούτε διὰ ξηράς ούτε διὰ θαλάσσης.

Αυτὸ τὸ δισκίο,
τὸ ακουμπισμένο στὸ μαύρο ατμοσφαιρικὸ τραπέζι,
ποὺ τὸ περνάς κι εσύ, όπως κι οι άλλοι, για φεγγάρι,
ασ᾿ το, δεν είναι φεγγάρι.
Είναι τὸ βραδινό μου χάπι
τὸ ψυχοτρόπο.

Κική Δημουλά

     Πέρασα

Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ’ αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε σιντριβάνια και είδα πολλά αγαλματίδια 
να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσα τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.

Mίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από εδώ, πήγα και από εκεί...
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από εδώ, έχασα κι από κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι από την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
από το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιάν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημιάς.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου έλειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή, με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.

Η Κική Δημουλά κάνοντας έναν απολογισμό της ζωής της, προσμετρά τις εμπειρίες των χρόνων που πέρασαν και ζυγίζει τον αντίκτυπό τους. Με το δικό της ιδιαίτερο εκφραστικό τρόπο καταγράφει τα βιώματα, τις προσπάθειες, τις απογοητεύσεις και τις χαρές που έζησε, καταλήγοντας τελικά σε μια θετική αποτίμηση της ζωής της, έστω κι αν ό,τι κυριαρχεί είναι μια γλυκόπικρη αίσθηση. Η ποιήτρια δεν επιχειρεί, άλλωστε, να δώσει μια αισιόδοξη οπτική των πραγμάτων ή να ωραιοποιήσει καταστάσεις, προσεγγίζει τη ζωή με ρεαλιστικό τρόπο και καταθέτει τη δική της αλήθεια. Η ζωή δεν είναι μια ανέφελη πορεία∙ για κάθε κέρδος, για κάθε καινούρια εμπειρία, υπάρχουν πάντοτε απογοητεύσεις και πίκρες, οι οποίες όμως, σε αντάλλαγμα, προσδίδουν στη ζωή την ασύγκριτη εκείνη γοητεία της και πλουτίζουν τον άνθρωπο βαθαίνοντας την ψυχή του και δοκιμάζοντας τις αντοχές του.
Ο τίτλος του ποιήματος είναι ενδεικτικός του τρόπου με τον οποίο εκλαμβάνει η ποιήτρια τη ζωή. Η πορεία της, όπως κι η πορεία κάθε ανθρώπου, είναι ένα πέρασμα και τίποτε περισσότερο. Οι άνθρωποι περνούν από τη ζωή, δοκιμάζουν πράγματα, γεύονται απολαύσεις, βιώνουν οδύνες, μα τίποτε από αυτά δεν διαρκεί για πάντα. Η επίγνωση πως το τέλος της ζωής πλησιάζει αναπόδραστα αναγκάζει τους ανθρώπους να ζουν τις χαρές τους με ένταση, αλλά και να υπομένουν τους πόνους τους με καρτερία, αφού ξέρουν καλά πως όλα κάποτε τελειώνουν.

Κική Δημουλά

                     Απροσδοκίες

Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.

Κάθομαι εδώ και κάθομαι.
Βρέχει χωρίς να βρέχει
όπως όταν σκιά
μας επιστρέφει σώμα.

Κάθομαι εδώ και κάθομαι.
Εγώ εδώ, απέναντι η καρδιά μου
και πιο μακριά
η κουρασμένη σχέση μου μαζί της.
Έτσι για να φαινόμαστε πολλοί
κάθε που μας μετράει το άδειο.

Φυσάει άδειο δωμάτιο.
Πιάνομαι γερά από τον τρόπο μου
που έχω να σαρώνομαι.

Νέα σου δεν έχω.
Η φωτογραφία σου στάσιμη.
Κοιτάζεις σαν ερχόμενος
χαμογελάς σαν όχι.
Άνθη αποξηραμένα στο πλάι
σου επαναλαμβάνουν ασταμάτητα
το άκρατο όνομα τους semprevives
semprevives - αιώνιες, αιώνιες
μην τύχει και ξεχάσεις τι δεν είσαι.

Με ρωτάει ο καιρός
από πού θέλω να περάσει
πού ακριβώς τονίζομαι
στο γέρνω ή στο γερνώ.
Αστειότητες.
Κανένα τέλος δεν γνωρίζει ορθογραφία.

Νέα σου δεν έχω.
Η φωτογραφία σου στάσιμη.
Όπως βρέχει χωρίς να βρέχει.

Όπως σκιά μου επιστρέφει σώμα.
Κι όπως θα συναντηθούμε μια μέρα
εκεί πάνω.
Σε κάποιαν αραιότητα κατάφυτη
με σκιερές απροσδοκίες
και αειθαλείς περιστροφές.
Τον διερμηνέα της σφοδρής
σιωπής που θα αισθανθούμε
- μορφή εξελιγμένη της σφοδρής
μέθης που προκαλεί μια συνάντηση
εδώ κάτω - θα ’ρθει να κάνει ένα κενό.
Και θα μας συνεπάρει τότε
μια αγνωρισιά παράφορη
- μορφή εξελιγμένη του αγκαλιάσματος
που εφαρμόζει η συνάντηση εδώ κάτω.
Ναι θα συναντηθούμε. Ευανάπνευστα, κρυφά
από την έλξη. Κάτω από δυνατή βροχή
ραγδαίας έλλειψης βαρύτητας. Σε κάποιαν
ίσως εκδρομή του απείρου στο επ’ άπειρον∙
στην τελετή απονομής απωλειών στο γνωστό,
για τη μεγάλη προσφορά του στο άγνωστο∙
καλεσμένοι σε αστροφεγγιά προορισμού,
σε διασκεδάσεις παύσεων για φιλευδιάλυτους
σκοπούς και αποχαιρετιστήριες ουρανών
πρώην μεγάλες σημασίες.
Μόνο που ετούτη η συντροφιά των αποστάσεων
θα είναι κάπως άκεφη, ανεύθυμη
κι ας ευθυμεί εκ του μηδενός η ανυπαρξία.
Ίσως γιατί θα λείπει η ψυχή τής παρέας.
Η σάρκα.

Φωνάζω τη στάχτη
να με ξαρματώσει.
Καλώ τη στάχτη
με το συνθηματικό της όνομα: Όλα.

Θα συναντιέστε υποθέτω τακτικά
εσύ κι ο θάνατος εκείνου του ονείρου.
Το στερνοπαίδι όνειρο.

Απ’ όσα είχα το πιο φρόνιμο.
Ξεθολωμένο, πράο, συνεννοητικό.
Όχι και τόσο βέβαια ονειροπόλο
αλλά ούτε και φτηνά χαμηλωμένο,
όχι σουδάριο κάθε γης.
Πολύ οικονόμο όνειρο,
σε ένταση και λάθη.
Από τα όνειρα που ανάθρεψα
το πιο πονετικό μου: να μη
γερνάω μόνη.

Θα συναντιέστε υποθέτω τακτικά
εσύ κι ο θάνατός του.
Δίνε του χαιρετίσματα, πες του να ’ρθει
κι αυτό μαζί εξάπαντος όταν συναντηθούμε
εκεί, στην τελετή απονομής απωλειών.

Όσο δε ζεις να μ’ αγαπάς.
Ναι ναι μου φτάνει το αδύνατον.
Κι άλλοτε αγαπήθηκα απ’ αυτό.
Όσο δε ζεις να μ’ αγαπάς.
Διότι νέα σου δεν έχω.
Κι αλίμονο αν δε δώσει
σημεία ζωής το παράλογο.

Κική Δημουλά

                        Γιαλό γιαλό

Φεγγάρι ρυμουλκεί κρουαζιερόπλοιο
κάτασπρο φουσκωτό, δαντελωτά παραθυράκια
κεντημένο σα νυφικό φυγής γεροντοκόρης
με ρυμουλκούμενο νυμφίο.

Με την ευκαιρία
ανασηκώνομαι στις μύτες των καιρών
εδώ, στις επιχωματώσεις των κυμάτων
να ανελκύσω όλα εκείνα τα ταξίδια
τα επιβατηγά
που φόρτωσα με θέλω και με κάρβουνο.

Ταξίδια επιβατηγά
με σένα με σένα μαζί σου με σας
ανάλογα πού φύσαγε ούριος αχυρώνας.

Με σένα ευγενέστατε ιππότη, αντικατοπτρισμέ.
Μαζί σου επιθυμία παράνομη - λαθροκυνηγός
του άγριου εαυτού σου.

Αν και θεαματικά εξοπλισμένη
με τα πιο τέλεια περισκόπια αιθρίας
θέλησα να φύγω και μαζί σας σύννεφα
-είσαστε τότε μόνο πειραχτήρια της μορφής σας-
φοβέρες για να τρώνε το φαΐ τους
οι ανόρεχτες ελπίδες -όλο κρυφοτρώνε-
περαστικές φωλιές
για να κλωσάει η βροχή τη μουσική της.

Και με σένα Ευρυδίκη.
Αλλά τί λογικός εκείνος ο Ορφέας.
Ούτε μια φορά δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω
η ανυπομονησία του.

Ω μύθοι, περούκες τόσο φυσικές
για φαλακρούς ανέμους.

Και μαζί σου απόβροχο, αλητάκι της όσφρησης.
Όλο να ετοιμάζει η μυρωδιά τις βαλίτσες μου
κι εσύ να ερωτοτροπείς με την απόσβεσή σου.

Α, τί ταξίδι φόρτωσα
γεμάτο περιπέτεια μαζί σου Ελευθερία.
Θα πηγαίναμε στη ζούγκλα σου, βαθιά
να κυνηγήσουμε άγριες αλυσίδες.
Όμως εσύ μακρύτερα απ’ το θρύλο σου δεν πας.
Μόνο εκδρομούλες μονοήμερες σε πανό και μέθη
- γιαλό γιαλό η υπενθύμισή σου.

Ωραία που θα φεύγαμε φοβιτσιάρες άγκυρες.
Τελικά μαζί σου.
Το πιο ανεμπόδιστο, φιλαπόδημο
αποθησαυριστικό ταξίδι αφοσιωμένο
μαζί σου το αποτόλμησα Ακατόρθωτο
κι ακόμα να τελειώσει.

Δαπανηρή ιδέα ο βίος.
Ναυλώνεις έναν κόσμο
για να κάνεις το γύρο μιας βάρκας.

Κική Δημουλά

             Αθώο το αναπόδεικτο

Κύριε, γνωρίζω
σκαμμένους δρόμους ξανασκάβω
πριν από μένα έσκυψαν βαθύτερα
πολλές εξερευνήτριες αγωνίες.
Ακλόνητη η βασιλεία του αναπόδεικτου
(μεγάλος συκοφάντης σου μα και υποστηρικτής σου).

Ψάχνω μήπως η πίστη μας σ’ εξώθησε να γευτείς
το χυμώδες αξίωμα του Υπαίτιου
για ν’ αποδυναμώσει κάπως το Ανεξήγητο.

Ενεπλάκης ή όχι στης παντοδυναμίας το ολίσθημα
πάντως μένει γραμμένο στα παμπάλαια
αυθεντικά ευαγγέλια του τρόμου μας τι αμοιβή
υπέρογκη ζητάς για την αθανασία σου:
τη θνητότητά μας
(μεγάλος συκοφάντης σου μα και υποστηρικτής σου).
Θέλεις εσύ να είσαι ο εκβραχιστής
της σφηνωμένης μας αγάπης
για τη ζωή που ήταν όπως λες έμπνευση δική σου.

Άραγε τι τον θες το θάνατό μας
να σου φυλάει τι δεμένος έξω απ’ τ’ όνομά σου,
τί που φοβάσαι μην στο κλέψει η νόησή μας.
Με ποιο μέσο ερχόμαστε στον κόσμο
δε φαίνεται να σε πολυσκοτίζει
το αναθέτεις σε πλανόδιες αιτίες.

Άλλους μας φέρνει ένα φιλί
στο κρύο μέτωπο της πλήξης, μερικούς
μας ξετρυπώνει ο έρωτας κρυμμένους
στα βάθη των κινδύνων του να σβήσει,
άλλων μια μνήμη είναι ο κομιστής
κι όλους μαζί θαρρείς πως μας γεννά
ο τρόμος του θανάτου.

Σκάβω μήπως δεν είσαι τόσο άθεος.
Μη στάθηκες κι εσύ πρόωρος αισιόδοξος σαν όλους:
έπλασες τον κόσμο πριν χρειαστεί να κλάψεις.

Λίγο σε αθωώνει αυτή η σκέψη.
Όπως αθωώνει προς στιγμήν το φεγγάρι
μόλις φανεί
την τόση σκοτεινότητα τριγύρω.
Σχεδόν την εξυμνεί.

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Γιώργος Σεφέρης

           Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ’βλεπαν

Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ’βλεπαν
κι αυτοί γελούσαν.

Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω νερά∙
να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο -
άφησε κι ας γελούν.
Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
στ’ αφανισμένο τούτο παρόν -
άφησέ τους.

Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.

Θερινό Ηλιοστάσι Θ΄

Ο Γιώργος Σεφέρης παρατηρώντας με απογοήτευση τη στάση των συγχρόνων του να οδηγούν τη ζωή τους ολοένα και περισσότερο στην αποξένωση, στην πικρή μοναξιά και στις μάταιες απογοητεύσεις, διατυπώνει τη σκέψη πως δεν θα πρέπει οι άνθρωποι να ξεχνούν τις χαρές που έχει να τους προσφέρει η ζωή, αρκεί να μην αφήνονται στα κενά καλέσματα των σύγχρονων τρόπων και στο κυνήγι μιας ανούσιας ικανοποίησης. Αν τα χρήματα, τα υλικά αγαθά και η επαγγελματική επιτυχία είναι για τους σύγχρονους ανθρώπους η απάντηση για το νόημα της ζωής, τότε άφησέ τους, απαντά ο ποιητής.

Γιώργος Σεφέρης

Πότε θα ξαναμιλήσεις;

Πότε θα ξαναμιλήσεις;
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.
Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη
ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα.
Όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.
Ίσως γυρεύουν να μιλήσουν τ’ άστρα
που πάτησαν την τόση γύμνια σου μια νύχτα
ο Κύκνος ο Τοξότης ο Σκορπιός
ίσως εκείνα.
Αλλά πού θά είσαι τη στιγμή που θά ’ρθει
εδώ σ’ αυτό το θέατρο το φως;



Επί σκηνής ΣΤ΄

Από την ποιητική συλλογή «Τα τρία κρυφά ποιήματα», 1966

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

Γιώργος Σεφέρης

Η μορφή της Μοίρας

                       Ιστορισμένα παραμύθια στην καρδιά μας
                       σαν ασημένια σκούνα μπρος στο τέμπλο
                       μιας άδειας εκκλησιάς, Ιούλιο στο νησί.
                                  Γ.Σ.

Η μορφή της μοίρας πάνω απ’ τη γέννηση ενός παιδιού,
γύροι των άστρων κι ο άνεμος μια σκοτεινή βραδιά του Φλεβάρη,
γερόντισσες με γιατροσόφια ανεβαίνοντας τις σκάλες που τρίζουν
και τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς ολόγυμνα στην αυλή.

Η μορφή πάνω απ’ την κούνια ενός παιδιού μιας μοίρας μαυρομαντιλούσας
χαμόγελο ανεξήγητο και βλέφαρα χαμηλωμένα και στήθος άσπρο σαν το γάλα
κι η πόρτα που άνοιξε κι ο καραβοκύρης θαλασσοδαρμένος
πετώντας σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο σκουφί του.

Αυτά τα πρόσωπα κι αυτά τα περιστατικά σ’ ακολουθούσαν
καθώς ξετύλιγες το νήμα στην ακρογιαλιά για τα δίχτυα
κι όταν ακόμη αρμενίζοντας δευτερόπριμα κοίταζες το λάκκο των κυμάτων·
σ’ όλες τις θάλασσες, σ’ όλους τους κόρφους
ήταν μαζί σου, κι ήταν η δύσκολη ζωή κι ήταν η χαρά.

Τώρα δεν ξέρω να διαβάσω παρακάτω,
γιατί σε δέσαν με τις αλυσίδες, γιατί σε τρύπησαν με τη λόγχη,
γιατί σε χώρισαν μια νύχτα μέσα στο δάσος από τη γυναίκα
που κοίταζε στυλώνοντας τα μάτια και δεν ήξερε καθόλου να μιλήσει,
γιατί σου στέρησαν το φως το πέλαγο το ψωμί.

Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;
Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της δικής μου τα γραμμένα,
ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πραμάτεια·
ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω από μας;

Άφησε μη ρωτάς· τρία κόκκινα άλογα στ’ αλώνι
γυρίζουν πάνω σ’ ανθρώπινα κόκαλα κι έχουν τα μάτια δεμένα,
άφησε μη ρωτάς, περίμενε· το αίμα, το αίμα
ένα πρωί θα σηκωθεί σαν τον Άι-Γιώργη τον καβαλάρη
για να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο χώμα το δράκοντα.

                                                                         1η Οχτώβρη ’41

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Γιώργος Σεφέρης

Αποσπάσματα από την αλληλογραφία στην αγαπημένη

«η αγάπη μου ξεπέρασε πια τα λόγια και έχω την εντύπωση πως, αν ήμουν αλλιώτικος θα μ’ αγαπούσες λιγότερο».
«πιστεύω πως εσύ είσαι η ζωή μου. Αν το θέλεις να κάνω τη ζωή μου μακριά σου, βέβαια θα την κάνω -γιατί το δικό σου θέλημα θα γίνει και όχι το δικό μου- δε θα το κάνω όμως χωρίς εσένα. Αισθάνομαι πως μαζί σου άνοιξε ένας άγνωστος δρόμος μπροστά μου…».
«ένα πράγμα με πείραξε, με πλήγωσε βαθιά μέσα στο γράμμα σου. Πώς μπόρεσες, έπειτα από τόση αγάπη, να αισθανθείς ξαφνικά μόνη σου. Aυτό το «μόνη μου έπρεπε» είναι κάτι, πώς να το πω, που με ατιμάζει».
«μ’ έχεις κλείσει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου ακούω τη φωνή σου χωρίς να μπορώ να διακρίνω τα λόγια σου. Τον τελευταίο καιρό έχεις χαθεί… Η τελευταία εβδομάδα ήταν άθλια. Βλέπεις, μόλις δεν είναι ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τίποτε δε γίνεται».
«αν έχω την τύχη να σου δώσω κάτι που να κρατήσεις μέσα σου από την αληθινή ζωή, αν μπορέσω να σε κάνω να νιώσεις ότι έχουμε κάτι μέσα μας που είναι μεγάλη αμαρτία να το εξευτελίζουμε, θα είναι αρκετό. Κι αυτά όλα που σου γράφω, τόσο ήρεμα τώρα, με κάνουν να συλλογίζομαι πως δεν είναι δυνατό να μην είναι κανείς απάνθρωπος, όταν είναι απάνθρωπη η ζωή».
«Αισθάνομαι πως τρέχω με μια ιλιγγιώδη ταχύτητα, πως κάποιος, ίσως εσύ, μου φωνάζει «Σταμάτησε. Σταμάτησε». Ίσως αυτός που μου φωνάζει έχει δίκιο, αλλά αισθάνομαι ακόμη πως, αν σταματήσω απότομα, είναι καταστροφή.
- τρελό μου παιδί, όλα αυτά τίποτα δεν ξέρουν να πουν, άμα έρθω κοντά σου ίσως καταλάβεις κάτι περισσότερο…».
«…Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα μπορούσα ν’ αγαπήσω έτσι. Μου είναι αδύνατο να σου εξηγήσω τι είναι αυτό το τρομερά δυνατό και ζωντανό πράγμα που κρατώ μέσα στην ψυχή μου και μέσα στη σάρκα μου. Είμαι κάποτε σαν τρελός από τον πόνο και αισθάνομαι πως όλοι οι άλλοι μου δρόμοι έξω απ αυτόν τον πόνο, είναι κομμένοι. Πως μόνο απ’ αυτόν μπορώ πια να περάσω».
«Καληνύχτα, αγάπη, έλα στον ύπνο μου.
Ποτέ δεν έρχεσαι στον ύπνο μου. Σε συλλογίζομαι τόσο πολύ τη μέρα».
«κι αν σου γράφω έτσι που σου γράφω, δεν είναι για να με καταλάβεις, αλλά για να με νιώσεις λίγο πιο κοντά σου όπως, αν ήταν βολετό να σε χαϊδέψω. Τίποτε άλλο».
«Άκουσα τον εαυτό μου να ψιθυρίζει «Θεέ μου πόσο την αγαπώ» κι αμέσως έπειτα μια ιδέα θανάτου φανερώθηκε κοντά κοντά μ’ αυτή τη φράση. Δυο πράγματα θα μπορούσαν να με σώσουν όπως είμαι τώρα. Να σ’ έχω, είτε να κινδυνέψω τη ζωή μου. Δυστυχώς είμαι περιτριγυρισμένος από άπειρη ασφάλεια και το άλλο δε γίνεται, γιατί εγώ δε το θέλω να γίνει, όπως τουλάχιστον έχω πείσει τον εαυτό μου».
«Όλες αυτές τις μέρες σε συλλογίζομαι χωρίς μια στιγμή διακοπή. Κάθε δουλειά με συνέχεια μού είναι αδύνατη. Είσαι εκεί πάντα μπροστά στα μάτια μου, με κρατάς προσηλωμένο. Κάποτε μέσα στην αδειανή μου παλάμη έρχεται κι ακουμπά το μικρό σου στήθος. Είναι ένας βαθύς και μυτερός πόνος ως την άκρη της καρδιάς».
«ας σε κρατήσω κι έπειτα όλα θα είναι καλά… αγαπημένη μου αγάπη».
«όταν αγαπά κανείς και δεν έχει τον άνθρωπο του, πρέπει να βρει τρόπο να μην ξυπνά ποτέ του…».
«…μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακριά. Μια βραδιά χαμένη, χαμένη αφού δεν είσαι κοντά μου…».
«...είμαι πονεμένος σ’ όλες τις μεριές και στο σώμα και στο πνεύμα. Δεν μπορώ να κάνω έναν συλλογισμό στοιχειώδη χωρίς να ’ρθεις ξαφνικά να τον κόψεις…».
«μου φαίνεται πώς κάθε γράμμα είναι το τελευταίο, και πως, αν δε σου δώσω ό,τι μπορώ να σου δώσω σε μια στιγμή, δε θα μπορέσω να σου το δώσω ποτέ».
«τέτοια ώρα πριν ένα χρόνο ξεκίνησα να σ’ εύρω. Φανερώθηκες μέσα από ένα τίποτε-θυμάσαι; δεν μπορούσα να εξηγήσω από πού βγήκες. Ένας χρόνος και τι μαρτύριο. Σε θέλω. Ας ήσουν εδώ, ας παρουσιαζόσουν όπως εκείνη την αυγή κι ας με κάρφωναν έπειτα με τα εφτά καρφιά πάνω στα σανίδια του παραθύρου που είναι μπροστά μου…».
«Η αυγή με κρυφοκοιτάζει από τα κλειστά παντζούρια. Ξύπνησα μέσα σε μια διακοπή -ένα λάκκο της λογικής μου και της ψυχραιμίας μου- είμαι μόνο μία φωνή και μία επιθυμία. Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένας άνθρωπος που πονεί διαβολεμένα. Δεν ξέρω τίποτε άλλο παρά πως ξύπνησα καίγοντας και δεν ήσουν πλάι μου. Και είναι μεγάλη κόλαση αυτό, και μου είναι αδιάφορα όλα τα άλλα».
«Είμαι βαρύς από ένα σωρό συναισθήματα που δε θέλω να ξεσπάσουν. Μία μέρα, αργότερα -ποιος ξέρει αν μας είναι γραφτή λίγη γαλήνη ακόμη- θα είμαι κοντά σου, θα κλείσω τα μάτια και θα τα αφήσω να βγουν… φαίνεται σήμερα σ’ αγαπώ σιωπηλά».
«όταν πάει να πάρει κανείς μια μεγάλη απόφαση, ποτέ δεν μπορεί να τα δει όλα. Βλέπει έναν κύκλο σαν το μισοφέγγαρο, μισό φωτεινό και μισό σκοτεινό. Πάνω στο φωτεινό μέρος βάζει όλη του τη λογική. Πάνω στο σκοτεινό όλη του την παλικαριά και την πίστη…».
«Πόσα πράγματα που έχω να σου πω ή να σου δείξω και που δε μ’ άφησε η λαχανιασμένη ζωή μας. Όλα τα πράγματα που λέει κανείς όταν πέσει λίγη μπουνάτσα, όταν ξεδιψάσει λίγο, και είναι σίγουρος πως δε θα χάσει τον άνθρωπό του…».
«…Αν είχα χρήματα, λες.
Μα αν είχα οτιδήποτε απ’ αυτά που δεν έχω, δε θα είχα εσένα.
Έτσι αγαπώ όλη μου τη ζωή γιατί ήρθε ως εσένα, τέτοια που ήταν κι όχι άλλη…».
«…Χτες πρώτη φορά, το βράδυ, ύστερα από τόσον καιρό έπιασα λίγη λογοτεχνική δουλειά. Ήταν σα να είχες νυστάξει μέσα στη σκέψη μου και να σ’ είχε πάρει ο ύπνος».
«…ξέρεις πόσο πολύ είναι για μένα οι λίγες στιγμές μαζί σου;».
«…σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ’ έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα: είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη…».
«Σε συλλογίζομαι.
Σήμερα το πρωί ξυπνώντας ήσουν εκεί. Θα σε ξαναβρώ πάλι σε κάποια γωνιά του σπιτιού μου να ξεμυτίζεις.
Κι όλα αυτά είναι ό,τι είναι.
Κάποτε βαριά…».
«αν μπορώ να σου δώσω μια μικρή χαρά, πρέπει να σου τη δώσω αμέσως. Μακάρι κάθε μέρα να μπορούσα. Κάθε μέρα ως την τελευταία στιγμή. Μ’ έκανες να σκεφτώ ένα πράγμα που σκεπτόμουν πολύ λίγο άλλοτε, την ευτυχία».
«και μαζί να ήμασταν από το πρωί ως το βράδυ, δε θα έφτανε. Θα έπρεπε να καταπιεί ο ένας τον άλλον. Κι όλα αυτά είναι υπερβολικά φρικαλέα για να μ’ αρέσουν».
«όπως δεν μπορείς να καταλάβεις το ψάρι, αν δεν είσαι ψάρι ή το πουλί, αν δεν είσαι πουλί, έτσι δεν μπορείς να καταλάβεις το μοναχό άνθρωπο, αν δεν είσαι μοναχός. Πώς να με καταλάβεις λοιπόν, χρυσή μου;».
«αγάπη μου, θα με συγχωρήσεις γι’ αυτά, που είναι δύσκολο να ειπωθούν σε μια γυναίκα. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει πεποίθηση στα συναισθήματά του όταν τα πνίγει η επιθυμία η σωματική, όπως συμβαίνει τώρα μ’ εμένα».
«πού να είσαι τώρα; Εδώ έξι, στην Αθήνα επτά. Πού να είσαι; Πάντα το ίδιο ερώτημα, μόνο η επιθυμία είναι λιγότερη ή περισσότερη. Κάποτε τη μισώ. Δε μ’ αφήνει να σ’ αγαπώ όπως θέλω, δε μ’ αφήνει να ξέρω καν πώς σ’ αγαπώ. Κοντά και μακριά είναι βάσανο οι αισθήσεις. Πώς να είναι άνθρωπος κανείς;».
«θα ήθελα τρεις μέρες κοντά σου χωρίς λέξη. Λέξη…».
«φοβούμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα από μακριά να σ’ αγαπώ…».
«ρωτιέμαι καμιά φορά πως θα μιλούσες, αν ήσουν κοντά μου. Πόσα λίγα πράγματα μπορεί να φτιάξει η φαντασία. Ρωτιέμαι ακόμη πως θα ήσουν, εσύ, ζωντανή, κοντά μου…».
«δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω τώρα, παρά αυτές τις ανόητες λέξεις. Και πάλι, δε θα σου τις έγραφα, αν δε με παρακινούσε η ελπίδα πως κάποτε, έστω και για μια στιγμή, όταν σου κρατήσω το χέρι, δυο άνθρωποι, μέσα σ’ αυτόν τον ψόφιο κόσμο που μας τριγυρίζει, θα μπορέσουν να νιώσουν ότι ανασαίνουν επιτέλους, έξω απ’ όλα-κάποτε, όταν αυτά που λέμε τώρα πάρουν μια ανθρώπινη υπόσταση και πάψουν να τριγυρνούν σα φαντάσματα».

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020

9 Φεβρουαρίου: Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας


Εκδηλώσεις για τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας στις 9 Φεβρουαρίου θα πραγματοποιηθούν στις ελληνικές κοινότητες της Διασποράς, σε αλλοδαπά πανεπιστημιακά ιδρύματα με έδρες ελληνικών σπουδών και σε σχολές και άλλους φορείς εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας. Τον πρώτο λόγο θα έχουν οι συνεργαζόμενοι με τη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού φορείς, με στόχο την ανάδειξη της ελληνικής γλώσσας.
Στο πλαίσιο αυτό, οι διπλωματικές και προξενικές Αρχές μας ανά τον κόσμο προγραμματίζουν σχετικές εκδηλώσεις σε συνεργασία με τις ομογενειακές οργανώσεις και τους φορείς εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας στην περιοχή ευθύνης τους, γνωστοποιώντας παράλληλα το γεγονός στις τοπικές Αρχές για ενδεχόμενη συμμετοχή τους. Πολλές από τις εκδηλώσεις αυτές φέρουν την αιγίδα της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, όπως κάνει γνωστό η ίδια με ανακοίνωσή της.


Επίσης το Σάββατο 22 Φεβρουαρίου έχει προγραμματιστεί εκδήλωση για την Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας στο Μέγαρο Μουσικής, στην αίθουσα «Νίκος Σκαλκώτας».
Η εκδήλωση περιλαμβάνει στρογγυλό τραπέζι με σημαντικές προσωπικότητες, με θέμα την «Εξ αποστάσεως εκπαίδευση και την πρόσωπο με πρόσωπο διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας» και φιλοξενεί το Μουσικό Σχολείο Αλίμου με το «Σύνολο Σύγχρονου Ελληνικού Δημοφιλούς Ρεπερτορίου», που θα παρουσιάσει επιλεγμένο ρεπερτόριο ελληνικής μουσικής.
Θα υπάρξουν επίσης παράλληλες πολιτιστικές παρεμβάσεις με την προβολή ταινίας της ελληνικής κοινότητας Βρυξελλών και παραμύθια σε μορφή κινουμένων σχεδίων. Επίσης, το καναδικό πανεπιστήμιο Simon Fraser, έδρα ελληνικών σπουδών Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» (Βανκούβερ), θα παρουσιάζει, σε ξεχωριστό περίπτερο έξω από την αίθουσα, την πρωτότυπη πλατφόρμα εξ αποστάσεως εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας που έχει αναπτύξει.
Το πρόγραμμα των εκδηλώσεων και των πρωτοβουλιών καταρτίζει το υπουργείο Εξωτερικών μέσω της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, σε συνεργασία με τις ελληνικές διπλωματικές Αρχές, τις ομογενειακές οργανώσεις, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία και τις Αρχιεπισκοπές που συνδράμουν στη λειτουργία σχολείων και τμημάτων εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας.
Τέλος, η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού θα εκπροσωπηθεί σε εκδηλώσεις για την Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας και σε συναντήσεις στο εξωτερικό, όπως στις εκδηλώσεις της «Εβδομάδας ελληνικού πολιτισμού και ελληνικής γλώσσας» που διοργανώνει η ελληνική κοινότητα Νεαπόλεως και Καμπανίας στη Νάπολη της Ιταλίας, στις 9, 10, 11 και 12 Φεβρουαρίου, στο πλαίσιο του εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας.


«Did you know you speak Greek?» (= Γνωρίζατε ότι μιλάτε ελληνικά;):
Στο βίντεο διάρκειας 1,5 λεπτού με το οποίο συμμετέχει στον εορτασμό η Γενική Γραμματεία Δημόσιας Διπλωματίας του υπουργείου Εξωτερικών εμφανίζονται πολίτες διαφόρων χωρών, ηλικιών και επαγγελματικής απασχόλησης, που προφέρουν λέξεις στις γλώσσες τους και είναι ελληνικής προέλευσης.
Στόχος της καμπάνιας είναι να καταδείξει την οικουμενικότητα της ελληνικής γλώσσας μέσα από την ευρεία αντίληψη που υπάρχει σε όλο τον κόσμο, και όχι μόνο μεταξύ των ειδικών, για τη συμβολή της Ελληνικής στον γλωσσικό και πολιτισμικό εμπλουτισμό των ευρωπαϊκών και πολλών άλλων γλωσσών του πλανήτη.