Πυθιονίκαις (8.81-8.100)
Πάνω σε τέσσερις αντιπάλους
έπεσες
αλύπητα από ψηλά, που δεν τους
έμελλε
χαρούμενος σαν τον δικό σου
γυρισμός απ’ την Πυθώνα,
κι όταν εφτάσαν στη μητέρα
τους,
γέλιο γλυκό δεν σκόρπισε χαρά
τριγύρω·
πήραν τ’ απόμερα δρομάκια
ζαρωμένοι
και μακριά απ᾽ τα μάτια των
εχθρών τους,
από τη συμφορά τους
χτυπημένοι.
Εκείνος όμως που πέτυχε
καινούρια νίκη
σ’ ευτυχία μεγάλη υψώνεται,
αφού ξεκίνησε μ’ ελπίδες,
χάρη στο φτερωτό του το
κατόρθωμα,
και στόχους έχει πιο ψηλούς
από τα πλούτη.
Γοργά των θνητών αυξαίνει η
χαρά·
μα το ίδιο γοργά και στο χώμα
πέφτει
από σεισμό που σκέψη άστοχη
τον φέρνει.
Εφήμεροι· τί είναι κανείς και
τί δεν είναι;
Ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος.
Μα σαν τον βρει αίγλη θεόσταλτη,
φέγγος λαμπρό τον αγκαλιάζει,
κι είναι γλυκύτατη η ζωή του
ανθρώπου.
Αίγινα, μάνα μου ακριβή,
σ’ ελεύθερο ταξίδι οδήγα την
πόλη τούτη
με του Διός τη χάρη, του
άρχοντα του Αιακού
και του Πηλέα, του γενναίου
του Τελαμώνα και του Αχιλλέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου