Τον Απρίλιο του
1825, ο Τούρκος αρχιστράτηγος Μεχμέτ Ρεσίτ
πασάς ή Κιουταχής εμφανίστηκε
μπροστά από το Μεσολόγγι επικεφαλής 20.000 ενόπλων. Τα
προηγούμενα χρόνια η επαναστατική
εστία είχε πολιορκηθεί από τους Τούρκους δύο φορές χωρίς
επιτυχία. Αυτή τη φορά ο Κιουταχής ήταν αποφασισμένος να καταλάβει την πόλη
πάση θυσία. Άλλωστε, η εντολή του σουλτάνου ήταν σαφής και χωρίς περιθώρια
παρερμηνειών: «Το Μεσολόγγι ή το κεφάλι σου». Ωστόσο όλες οι επιθετικές
ενέργειες των Τούρκων συντρίβονταν μπροστά στην ακλόνητη άμυνα των επαναστατών.
Ο Κιουταχής τότε επιχείρησε να καταλάβει την πόλη με προτάσεις συμβιβασμού.
Έστειλε, λοιπόν, στο Μεσολόγγι Αλβανούς αξιωματικούς, παλαιούς γνώριμους των
Ελλήνων στρατιωτικών αρχηγών, οι οποίοι παρουσιάστηκαν δήθεν από δική τους
πρωτοβουλία ως μεσολαβητές για την αποτροπή της αιματοχυσίας και της οικτρής
τύχης που ανέμενε τους πολιορκημένους σε περίπτωση που η πόλη κυριευόταν με
έφοδο.
Οι Μεσολογγίτες δέχθηκαν τις
διαπραγματεύσεις για να κερδίσουν χρόνο. Ζήτησαν μάλιστα από τους Τούρκους
προθεσμία 40 ημερών και την ανταλλαγή ομήρων. Οι Τούρκοι απεσταλμένοι όμως αρνήθηκαν
τους ελληνικούς όρους. Παράλληλα απαίτησαν την αναχώρηση όλων των ξένων υπηκόων
από την πόλη, την παράδοση μιας πύλης σε τουρκική φρουρά και την καταβολή των
φόρων που δεν είχαν καταβληθεί από την αρχή της Επανάστασης. Οι Έλληνες αρχηγοί
απάντησαν ότι ο μόνος συμβιβασμός μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ήταν ο δια της
ισχύος των όπλων.
Στις 18 Ιουλίου ο Κιουταχής έστειλε
νέους απεσταλμένους, φανερά εκ μέρους του αυτή τη φορά, με ευνοϊκότατους όρους.
Πρότεινε στους Μεσολογγίτες να του παραδώσουν την πόλη και, όσοι επιθυμούσαν,
να αποχωρήσουν από αυτή. Άλλωστε όπως υποστήριζε ήταν ήδη με το ένα πόδι μέσα
στο Μεσολόγγι. Επειδή δεν έλαβε απάντηση, υπέθεσε ότι οι επαναστάτες είχαν
κλονιστεί και θα αποδέχονταν τους όρους του. Τους έγραψε, λοιπόν, τη νύκτα της
ίδιας ημέρας ότι οι προτάσεις του ίσχυαν υπό τον όρο να του παραδώσουν, έως
ότου υπογραφούν οι συνθήκες, δύο κανονιοστάσια και μια πύλη. Οι αμυνόμενοι
απάντησαν ότι έπρεπε να βάλει και το άλλο του πόδι μέσα στην πόλη. Όσο για τα
κανονιοστάσια και τις πύλες δεν θα έπεφταν σε τουρκικά χέρια χωρίς να χυθεί
άφθονο αίμα. Ταυτόχρονα ο Λάμπρος Βεΐκος, εκ των
αρχηγών των αμυνομένων, έστειλε στο τουρκικό στρατόπεδο φιάλες με ποτά για να
πιούν οι Τούρκοι σημαιοφόροι και να είναι ορμητικότεροι και σταθερότεροι στις
εφόδους τους!
Τις παραμονές του φθινοπώρου ο Κιουταχής, παρά τις ατυχίες του, συνέχιζε πυρετωδώς τις
προσπάθειές του. Ωστόσο, δεν είχε μόνο στο πολεμικό πεδίο δυσχέρειες. Έπρεπε να
αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες λόγω του επερχόμενου χειμώνα ανάγκες, γιατί δεν
είχε σκοπό να λύσει την πολιορκία, όπως έκαναν έως τότε οι άλλοι πασάδες, οι
οποίοι διέκοπταν τις επιχειρήσεις κατά τη χειμερινή περίοδο. Οι εφοδιοπομπές
του έρχονταν κατά πολύ αραιά χρονικά διαστήματα από το κέντρο ανεφοδιασμού του,
την Άρτα, γιατί ελληνικά σώματα υπό τον Καραϊσκάκη επιτίθονταν
εναντίον τους και άρπαζαν τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια. Επιπλέον, αυξάνονταν
οι λιποταξίες μεταξύ των αξιωματικών και των στρατιωτών, καθώς δεν υπήρχαν
αρκετά χρήματα για τους μισθούς. Παρ’ όλα αυτά, ο ικανός Τούρκος αρχιστράτηγος
δεν είχε χάσει την ψυχραιμία του και απέφευγε να φανερώνει την κακή κατάσταση
του στρατού του. Εκφραζόταν, μάλιστα, με ειρωνεία για την αισιοδοξία των
Ελλήνων.
Σε μια επιστολή του προς τον υποπρόξενο της
Αυστρίας στη Ζάκυνθο τον ευχαριστούσε για
τις ελληνικές εφημερίδες και ιδιαίτερα για τα μεσολογγίτικα Ελληνικά Χρονικά που του είχε στείλει.
Του ανέφερε επίσης ότι έβλεπε με μειδίαμα τις μάταιες ελπίδες των Ελλήνων. Τον
παρακαλούσε, μάλιστα, να εξακολουθεί να του στέλνει ελληνικές εφημερίδες και,
κυρίως, τις όσο το δυνατόν πιο πρόσφατες εκδόσεις. Η επιστολή αυτή έπεσε στα
χέρια των επαναστατών και δημοσιεύτηκε στο Φίλον
του Νόμου της Ύδρας. Στη συνέχεια
αναδημοσιεύτηκε στα Ελληνικά Χρονικά.
Οι συντάκτες της εφημερίδας, αντί σχολίου, απαντούσαν στον Κιουταχή ότι
για να μη καθυστερούν να φθάνουν οι εφημερίδες στα χέρια του μέσω Ζακύνθου,
αναλάμβαναν οι ίδιοι να του στέλνουν το νέο φύλλο κάθε Σάββατο απευθείας από
έναν συγκεκριμένο προμαχώνα των τειχών της πόλης, αρκεί βέβαια να πλήρωνε μια
τριμηνιαία συνδρομή! Οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου, παρά τις κακουχίες και
την άθλια κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει, δεν έχαναν ποτέ το σθένος και
το χιούμορ τους.
Στις 23 Σεπτεμβρίου ένας Τούρκος
αγγελιοφόρος παρέδωσε στους Μεσολογγίτες φρουρούς ενός προμαχώνα μια επιστολή
δια της οποίας ο Κιουταχής ζητούσε την έναρξη
διαπραγματεύσεων. Οι αμυνόμενοι απάντησαν πως ότι είχαν να πουν θα το έλεγαν με
τα όπλα.
Στις 12 Δεκεμβρίου ο Ιμπραήμ πασάς
εμφανίστηκε μπροστά στα τείχη του Μεσολογγίου επικεφαλής 14.600 ανδρών. Ο
Αιγύπτιος στρατάρχης θέλησε, πριν αρχίσει τις επιχειρήσεις, να κάνει κρούση για
παράδοση της πόλης με συνθήκη. Διεμήνυσε, λοιπόν, στους πολιορκημένους
Μεσολογγίτες να στείλουν γλωσσομαθείς αντιπροσώπους στο αιγυπτιακό στρατόπεδο
για τη διενέργεια διαπραγματεύσεων. Η φρουρά του Μεσολογγίου απάντησε λακωνικά:
«Εμείς
είμαστε αγράμματοι. Γλώσσες δεν εμάθαμε. Εμάθαμε μόνο να πολεμούμε».
Τρεις ημέρες μετά κατέπλευσε στο Βασιλάδι η
βρετανική κορβέτα Ρόζα. Ο κυβερνήτης του βρετανικού σκάφους, Άμπατ, κάλεσε τους αρχηγούς της φρουράς του Μεσολογγίου ώστε
να τους ανακοινώσει κάτι πολύ σημαντικό, όπως ισχυρίστηκε. Όταν οι Έλληνες
διοικητές μετέβησαν στο Βασιλάδι ο Άμπατ τους ενεχείρισε επιστολή,
μέσω της οποίας ρωτούσε για λογαριασμό του Ιμπραήμ, αν ήταν
διατεθειμένοι να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για την παράδοση της πόλης. Οι Μεσολογγίτες ενοχλήθηκαν που ο Βρετανός κυβερνήτης
παρουσιαζόταν ως μεσολαβητής των αιγυπτιακών προτάσεων. Αποχώρησαν αμέσως και
αυθημερόν έστειλαν απαντητική επιστολή. Σε αυτή δήλωναν έτοιμοι να αποκρούσουν
κάθε επίθεση του Ιμπραήμ. Ενημέρωναν επίσης πως εκτελούσαν διαταγές της
επαναστατικής κυβέρνησης, της μόνης αρμόδιας να διαπραγματευτεί για τον πόλεμο
ή για την ειρήνη.
Στις 16 Φεβρουαρίου 1826, εξαπολύθηκε σφοδρή
αιγυπτιακή επίθεση, η οποία αποκρούστηκε με σθένος από την ομάδα του Κίτσου Τζαβέλα. Ο Ιμπραήμ, βλέποντας ότι
τελικά η πολιορκία τού κόστιζε μεγάλες απώλειες, πρότεινε, μέσω του Βρετανού
αρμοστή των Ιονίων νήσων Φρειδερίκου Άνταμ, την
παράδοση του Μεσολογγίου. Οι πολιορκημένοι του απάντησαν πως «τα
κλειδιά της πόλης βρίσκονται στις μπούκες των κανονιών» που ήταν
ταγμένα στην περίμετρο.
Στις 3 Μαρτίου, ο Ιμπραήμ επανήλθε
με παραχωρήσεις. Ο Αιγύπτιος απεσταλμένος στο Μεσολόγγι διαμήνυσε στην ελληνική
αντιπροσωπεία ότι ο πασάς δεχόταν να αφήσει στους πολεμιστές τα όπλα τους μετά
την παράδοση. Ο Νότης Μπότσαρης τότε, έδωσε μια ιδιαίτερα
χαρακτηριστική απάντηση: «Στάσου! Ξέρεις πότε μπορεί να μας χαρίσει τα
άρματα μας; Άμα τα πάρει! Ειδεμή, όσο τάχουμε στο ζουνάρι μας τα ορίζουμε
εμείς. Και δεν είναι στην εξουσία του να μας τα χαρίσει, μα να κοιτάξει πως θα
φυλάξει και τα δικά του!».
Στις 21 Μαρτίου στάλθηκε από τους δύο
πασάδες στους Μεσολογγίτες κοινή έγγραφη πρόσκληση να παραδοθούν με πραγματικά
ευνοϊκότατους όρους. Τους προτάθηκε να παραδώσουν τα όπλα τους με την υπόσχεση
ότι όσοι επιθυμούσαν θα έφευγαν, όσοι δε προτιμούσαν να παραμείνουν στην πόλη
θα διατηρούσαν την κινητή και την ακίνητη περιουσία τους, χωρίς να τους θίξει
κανείς. Η επιστολή ήταν συνταγμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται ότι οι
Οθωμανοί αρχηγοί απαντούσαν σε αίτημα των Ελλήνων, για να μάθουν οι τελευταίοι
υπό ποιους όρους θα δέχονταν οι πασάδες να τους χορηγήσουν αμνηστία. Η απάντηση
της θρυλικής πλέον φρουράς του Μεσολογγίου έφτασε στο στρατόπεδο των
Τουρκοαιγυπτίων αυθημερόν.
Οι Μεσολογγίτες, ανάμεσα στα
άλλα, επισήμαιναν τα εξής: «Έχετε λάθος. Ημείς δεν σας εζητήσαμεν πρωτύτερα
κουβέντα, του λόγου σας μας εζητήσατε […]. Δεν ηλπίζαμεν ποτέ να σας απεράση
μια τέτοια φαντασία όπου οκτώ χιλιάδες άρματα αιματωμένα να τα ζητήσετε και να
σας τα δώσωμεν με τα χέρια μας,..». Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι με τις
διαδοχικές και υπερήφανες αρνήσεις συνδιαλλαγής με τους πολιορκητές θα έμεναν
πιστοί μέχρι τέλους στο σύνθημα «Ελευθερία ή θάνατος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου