Ο μίμος είναι
ένα θεατρικό είδος λαϊκής προέλευσης και αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα που γεννήθηκε
στη Σικελία τον 5ο αιώνα παράλληλα με τη
σικελική κωμωδία.
Οι μίμοι ήταν σύντομα δράματα με θέματα
της καθημερινής ζωής. Αρχικά ήταν λαϊκό είδος θεάτρου, που χρησιμοποιούσε την
καθομιλούμενη (έως και χυδαία) γλώσσα. Αυτός ο λαϊκός μίμος διατηρήθηκε για
πολλούς αιώνες, ακόμη και μέχρι τις αρχές του Μεσαίωνα, αλλά -εκτός από τον
λαϊκό μίμο- υπήρχαν και έντεχνοι, λογοτεχνικοί μίμοι, οι οποίοι
δεν ήταν γραμμένοι στην καθομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, αλλά σε μία γλώσσα με
μεγάλο βαθμό εκλέπτυνσης και λογοτεχνικής επεξεργασίας. Σημαντικοί συγγραφείς
που καλλιέργησαν το είδος του έντεχνου ή λογοτεχνικού μίμου ήταν ο Σώφρων και ο Ηρώνδας.
Όσον αφορά την παράσταση των μίμων, δεν γνωρίζουμε
πάρα πολλά πράγματα. Γνωρίζουμε ότι οι ηθοποιοί του μίμου δεν φορούσαν
προσωπεία, πράγμα μοναδικό στο αρχαίο θέατρο, διότι ως γνωστόν σε όλα τα
υπόλοιπα θεατρικά είδη της αρχαιότητας ήταν απαραίτητη η χρήση του προσωπείου.
Γνωρίζουμε ότι στους μίμους μπορούσαν να παίξουν όχι
μόνο άντρες αλλά και γυναίκες ηθοποιοί, οι μιμάδες. Και ως γνωστόν, ίσως η
περιφημότερη μιμάς της ιστορίας, ήταν η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, πριν
γίνει αυτοκράτειρα.
Φαίνεται ότι οι μίμοι παριστάνονταν ίσως πάνω σε
κάποιο πρόχειρο ικρίωμα ή σε μια εξέδρα ή σε ένα πλάτωμα ή στην ορχήστρα του
θεάτρου, ενώ μπορούσαν να παρασταθούν ακόμη και σε αίθουσες συμποσίων (μια
τέτοια μιμική παράσταση υπάρχει στο Συμπόσιο του Ξενοφώντα). Οι ηθοποιοί
του μίμου γενικώς δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης, σε αντίθεση με τους
υποκριτές του «κανονικού» δράματος.
Συμπερασματικά, ο όρος «μίμος» είναι ένας περιληπτικός
όρος που περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα σκηνικών θεαμάτων· όχι μόνο θεατρικά
σύντομα δράματα, αλλά μπορούσε να περιλαμβάνει ακροβατικά νούμερα, ταχυδακτυλουργικά
κόλπα, ζογκλέρ, ακόμη και στριπτίζ. Έμοιαζε δηλαδή όλο αυτό το
πράγμα με το σημερινό βωντβίλ ή το μπουρλέσκο θέατρο. Στη Ρώμη, μάλιστα, οι μίμοι παρουσιάζονταν είτε σαν επίλογος σε
άλλα θεατρικά έργα είτε σαν ένα είδος ιντερμεδίου ανάμεσά τους.
Ο όρος παντόμιμος δήλωνε
τόσο το ίδιο το έργο που παρίσταναν, όσο και τον ηθοποιό-χορευτή που ερμήνευε
το έργο, διότι το στοιχείο της όρχησης ήταν πολύ σημαντικό, είχε κεντρικό ρόλο
στην παντόμιμο ὄρχησιν, όπως δείχνει και το όνομά της. Ο ορχηστής ή ο
παντόμιμος (δηλαδή ο ηθοποιός-χορευτής) παρίστανε με μιμικές-χορευτικές κινήσεις και
στάσεις μία μυθολογική αφήγηση, χωρίς όμως να μιλά, μόνο κινούνταν, μόνο
έκανε χορευτικές κινήσεις, χειρονομίες κ.λπ. Ο παντόμιμος υποδυόταν, βουβός
πάντα, ο ίδιος όλους τους ρόλους του έργου, αλλάζοντας απλώς προσωπεία. Η
παράσταση συνοδευόταν από μουσική (με αυλούς, με κύμβαλα, με λύρες, με κρόταλα
κ.λπ.), ενώ ο παντόμιμος ηθοποιός-χορευτής πολύ συχνά πλαισιωνόταν από έναν
ψάλτη (τραγουδιστή) ή και από Χορό (χορωδία), οι οποίοι αφηγούνταν τραγουδιστά
όμως την ιστορία. Ο ψάλτης ή η χορωδία δεν κινούνταν, δεν χόρευαν, απλώς
επεξηγούσαν τις κινήσεις του παντόμιμου· έδιναν στον κόσμο να καταλάβει τι
σημαίνουν οι μιμητικές κινήσεις του παντόμιμου. Σε αντίθεση με τον μίμο, ο
παντόμιμος-χορευτής-ορχηστής φορούσε προσωπείο. Απλώς, το προσωπείο
του, σε αντίθεση με τα προσωπεία των ηθοποιών της τραγωδίας ή της κωμωδίας,
είχε κλειστό στόμα (δεν είχε δηλαδή άνοιγμα στη θέση του στόματος), διότι ο
ηθοποιός-χορευτής, ο παντόμιμος ορχηστής δηλαδή, δεν χρειαζόταν να μιλάει· την
εξήγηση του έργου την έδιναν τραγουδιστά ο ψάλτης ή ο Χορός.
Ο παντόμιμος ήταν εξαιρετικά δημοφιλές είδος θεάματος.
Εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο -στον Ελλήσποντο, στην Ιωνία,
Πέργαμο, Σμύρνη, Έφεσο, Αντιόχεια. Οι ηθοποιοί του παντόμιμου, που λεγόντουσαν
κι αυτοί παντόμιμοι, ήταν οι μεγαλύτεροι λαϊκοί αστέρες της εποχής μετά τους
μονομάχους και τους αρματοδρόμους. Δεν μας έχουν σωθεί κείμενα ή ενδείξεις για
τη μουσική και τη χορογραφία, ενώ οι περισσότερες από τις αρχαίες πηγές που
αναφέρονται στις παραστάσεις αυτές έχουν μάλλον εχθρική στάση απέναντί τους.
Εν κατακλείδι, η παντόμιμος όρχησις μπορεί -από
αρκετές απόψεις- να θεωρηθεί ο διάδοχος της τραγωδίας στις μεταγενέστερες
περιόδους. Όπως και η τραγωδία, έτσι και η παντόμιμος ὄρχησις ήταν μία σύνθεση
λόγου, μέλους, μουσικής και χορού. Αν και κάποτε ο παντόμιμος παρουσιαζόταν σε
ιδιωτικές παραστάσεις, εν γένει ήταν δημόσιο γεγονός, δημόσιο θέαμα, όπως και η
τραγωδία.
Τα θέματα του παντόμιμου προέρχονταν ως
επί το πλείστον από τη μυθολογία, και ιδιαίτερα από τους
τραγικούς μύθους, όπως και στην περίπτωση της τραγωδίας. Μάλιστα είναι
ενδιαφέρον ότι την εποχή που ανθεί ο παντόμιμος, οι τραγωδίες είναι είδος που
παρουσιάζεται πλέον όλο και περισσότερο αποσπασματικά. Δηλαδή, η συνήθεια δεν
ήταν να παρουσιάζουν πια μία ολοκληρωμένη τραγωδία, απ’ την αρχή ως το τέλος,
αλλά να βάζουν έναν ηθοποιό ή έναν τραγουδιστή να απαγγέλλει ή να τραγουδάει
δημοφιλή μέρη από κάποια τραγωδία. Αντιθέτως, ο παντόμιμος περιείχε
ολοκληρωμένες πλοκές, όπως άλλοτε η τραγωδία, κι έτσι υπενθύμιζε ότι και η
τραγωδία ήταν κάποτε ολοκληρωμένο θεατρικό είδος και όχι απλώς υλικό για
βιρτουοζικές επιδείξεις. Μάλιστα, και ο ίδιος ο παντόμιμος, δηλαδή οι ίδιοι οι
εκτελεστές του, φρόντιζαν αρκετές φορές να υπογραμμίζουν και να προβάλλουν τις
ομοιότητες του είδους με την τραγωδία. Υπάρχουν επιγραφές στις οποίες οι σολίστες
χορευτές της παντομίμας χαρακτηρίζονται «ηθοποιοί της τραγικής ρυθμικής
όρχησης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου