Ελένη
Της μάχης πλέει αχνός στη
βραδιασμένη μέρα...
Κι έξω απ’ τα τείχη η Αργείτισσα κι απ’ τα παλάτια
μακριά - πάει προς το κόκκινο ποτάμι πέρα
πατώντας ξαπλωτά κορμιά ή κορμιών κομμάτια.
Φέγγουν των Αχαιών φωτιές στο
θαμπόν αέρα·
στ’ άρματα δίπλα χλιμιντρούν τ’ αθάνατα άτια...
Μόνη, του μακελειού διαβάτρα η λευκοχέρα,
το χέρι της περνά με φρίκη εμπρός στα μάτια.
Τη δείχνει θεία με τη στερνή
φεγγοβολιά της
η μέρα· - απ’ τα κρυφά τα πέπλα, που ανεμίζει,
μια ανίκητη μυρωδιά αγάπης αναβρύζει.
Προς τα γυμνά της πόδια οι
βαριοπληγωμένοι
σέρνοντας στους αγκώνες, τα χρυσά μαλλιά της
αγγίζουν - και πεθαίνουν παρηγορημένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου