Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Βισλάβα Συμπόρσκα

Τέσσερις το πρωί

Η ώρα της νύχτας μέσα στη μέρα.
Η ώρα του γυρίσματος από πλευρό σε πλευρό.
Η ώρα για τους μεσόκοπους.

Η καθαρή ώρα για το λάλημα των πετεινών.
Η ώρα που μας απαρνιέται η γη.
Η ώρα των σταγόνων από σβησμένα άστρα.
Η ώρα του «τι κι αν μετά από μας δεν υπάρχει τίποτα».

Μια άδεια ώρα.
Άχαρη, στείρα.
Απ’ όλες τις ώρες η χειρότερη.

Κανένας δεν είναι στα καλά του στις τέσσερις το πρωί.
Κι αν άσπρα μυρμήγκια νιώθουν ωραία στις τέσσερις το πρωί
- ας συγχαρούμε τα μυρμήγκια. Κι ας γίνει πέντε η ώρα
αν σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να ζούμε.

Απομακρυσμένη από τη σχετική απαισιοδοξία των παλαιότερων στίχων της η Συμπόρσκα καλλιέργησε μια ποίηση στην οποία ο υπαρξιακός προβληματισμός χρωματίζεται από μια ρεαλιστική διάσταση προερχόμενη κυρίως από την επίγνωση της φθοράς του ανθρώπινου σώματος. Ωστόσο, η σκοτεινή της διάθεση μετριάζεται από ένα διακριτικό χιούμορ, το οποίο αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της φωνής της. Όπως λέει η ίδια η Συμπόρσκα μιλώντας για τον τρόπο με τον οποίο γράφει τα ποιήματά της, «δανείζεται λέξεις που βαραίνουν από πάθος κι έπειτα προσπαθεί να τις κάνει να φαίνονται ελαφρές».
Η προσπάθεια αυτή γίνεται ορατή στο ποίημα Τέσσερις το πρωί. Η χρονική στιγμή της μετάβασης από τη νύχτα στη μέρα χρησιμοποιείται εδώ με έναν αντίρροπο συμβολισμό: για να εικονογραφήσει μιαν αντίστροφη ψυχολογική μετάπτωση από τη φωτεινή στη σκοτεινή διάθεση· ακριβέστερα, για να εκφράσει την αγωνία μιας αίσθησης ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, αίσθησης ανάλογης μ’ εκείνην την οποία νιώθει κανείς τη στιγμή μιας ξαφνικής μεσονύχτιας αφύπνισης. Εντούτοις η βαριά ατμόσφαιρα που οικοδομείται κατά την πρόοδο του ποιήματος ανατρέπεται -ή διασκεδάζεται- από την απροσδόκητη αναφορά των τριών τελευταίων στίχων, η οποία με την παιγνιώδη νότα της αναδεικνύει τη χιουμοριστική αντιμετώπιση της ζωής ως ένα είδος ανακουφιστικού αντίβαρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου