Το περιβόητο
σώμα των γενιτσάρων ήταν η αιχμή του δόρατος του Οθωμανικού στρατού.
Δημιουργήθηκε το 1327 από τον σουλτάνο Ορχάν, για τρείς αιώνες ήταν το πλέον επίλεκτο στρατιωτικό
σώμα της αυτοκρατορίας, στην συνέχεια μετατράπηκε σε εκφυλισμένο
παραστρατιωτικό μηχανισμό και διαλύθηκε δια της βίας το 1826.
Στις 15 Ιουνίου εκείνης της χρονιάς, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄, απαυδισμένος από τις συνεχείς εξεγέρσεις τους,
τους περικύκλωσε στον Βυζαντινό ιππόδρομο όπου είχαν συγκεντρωθεί διαμαρτυρόμενοι
και τους θέρισε με τα πυροβόλα όπλα που είχαν τα τάγματα του εκμοντερνισμένου
τακτικού στρατού τον οποίον ο σουλτάνος είχε φτιάξει με την βοήθεια Γάλλων
εμπειρογνωμόνων και ενάντια στην θέληση των γενιτσάρων.
Τους πρώτους
αιώνες, οι γενίτσαροι ήταν πεζικάριοι και ιππείς με
σιδερένια πειθαρχία και εξαιρετικές επιχειρησιακές ικανότητες. Άνδρες δίχως
οικογένεια ή τόπο καταγωγής αφού ήταν προϊόν παιδομαζώματος των ευρωπαϊκών
επαρχιών της αυτοκρατορίας, είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στον πόλεμο και τον σουλτάνο.
Απαγορευόταν
να παντρευτούν ή να μάθουν κάποια τέχνη και ακόμα μετά την αποστράτευση τους
έμεναν σε στρατόπεδα συντηρούμενοι απ’ το κράτος μέχρι να πεθάνουν. Ο περίφημος
«λουφές» που έχει μείνει ως όρος μέχρι τις μέρες μας, δεν ήταν τίποτα άλλο από
την τριμηνιαία αμοιβή των γενιτσάρων που γινόταν στο Τοπ Καπί. Ο εκάστοτε
σουλτάνος ήταν τιμητικά αρχηγός του πρώτου λόχου τους (ορτά) και μάλιστα
πήγαινε αυτοπροσώπως κάθε τρίμηνο για να πάρει τον λουφέ του.
Οι γενίτσαροι,
αν και επίλεκτοι, δεν ήταν διόλου λίγοι. Ξεκίνησαν επί σουλτάνου Ορχάν ογδόντα
χρόνια πριν την πτώση της Πόλης και ως τον 18ο αιώνα που καταργήθηκαν αυξανόταν
συνεχώς ο αριθμός τους. Επί Ορχάν ήταν 1.000, επί Μουράτ Β΄ 13.000, επί Μωάμεθ
Β΄ του πορθητή 20.000, επί Μουράτ Γ΄ 40.000, επί Μουσταφά Β΄ 70.000, επί Αχμέτ
Γ΄ 80.000 για να φθάσουν τον 18ο αιώνα επί Σελίμ Γ΄ σε 110.000. Τους πρώτους
αιώνες οι ιππείς ήταν περισσότεροι (περίοδος επέκτασης της αυτοκρατορίας) αλλά
μετά αυξήθηκαν οι πεζικάριοι (περίοδος άμυνας και διατήρησης των υπαρχόντων
Οθωμανικών συνόρων).
Τα τρομερά
αυτά σώματα, τους πρώτους αιώνες που προέρχονταν αποκλειστικά από επιλογή των
πιο εύρωστων και έξυπνων παιδιών (διότι μετά μπήκαν και Τούρκοι και
εκφυλίστηκαν) ζούσαν βίο τόσο σκληρό και λιτό, που δεν επέτρεπαν στον εαυτό
τους καμία πολυτέλεια ή συγχρωτισμό με πολίτες. Ζωή τους ήταν το στράτευμα και
σπίτι τους το στρατόπεδο. Κάτι σαν τους αρχαίους Λακεδαιμόνιους, αλλά στην πιο
σκληρή εκδοχή, αφού οι Σπαρτιάτες ζούσαν μεν στον στρατώνα διέθεταν όμως
νοικοκυριό και οικογένεια.
Γι’ αυτό και
είχαν αναπτύξει μια ακατανόητη για τις μέρες μας σχέση με το μαγειρείο του στρατοπέδου και τα καζάνια του.
Το ιερότερο διαμέρισμα του στρατώνα των γενιτσάρων, είτε επρόκειτο για τον
μόνιμο στρατώνα είτε για πρόχειρο σε εκστρατείες, ήταν το μαγειρείο. Εκεί
συνεδρίαζε το συμβούλιο των αξιωματικών, εκεί συγκεντρώνονταν οι άνδρες. Ήταν
άσυλο απαραβίαστο για οποιονδήποτε ξένο. Τα καζάνια στα οποία παρασκευαζόταν το
φαγητό των γενιτσάρων ήταν τα ιερότερα σύμβολά τους. Ούτε η σημαία, ούτε τα
ατομικά όπλα καθενός είχαν τόση αίγλη.
Οι νέοι
γενίτσαροι που έμπαιναν στο σώμα ορκίζονταν πάνω στο καζάνι του φαγητού, η
επιδιόρθωση των καζανιών που τρυπούσαν από τη χρήση γινόταν με τρόπο
τελετουργικό και πολύπλοκο. Σε περίπτωση ήττας και υποχώρησης, οι τελευταίοι
γενίτσαροι συγκεντρώνονταν γύρω από το μαγειρείο τους για να το υπερασπιστούν
μέχρι θανάτου. Σώμα γενιτσάρων που άφηνε να κυριευτεί το μαγειρείο του και ο
εχθρός έπαιρνε τα καζάνια του, ήταν ισοβίως ατιμωμένο.
Κι όταν οι
γενίτσαροι, ειδικά την τελευταία τους περίοδο, στασίαζαν κατά του σουλτάνου,
αναποδογύριζαν τα καζάνια τους. Αν έφτανε στο παλάτι η είδηση ότι οι γενίτσαροι
αναποδογύρισαν τα καζάνια τους, σήμαινε ότι είχε ξεσπάσει ανταρσία που θα
λυνόταν με στρατιωτικό τρόπο και όχι με συνομιλίες ή διαπραγματεύσεις. Το αναποδογύρισμα του καζανιού ήταν γι’ αυτούς συνώνυμο με το «νίκη ή θάνατος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου