Πάμπλο Νερούντα
Σε όλους, σ’ εσάς
Σε
όλους, σ’ εσάς,
Τις σιωπηλές υπάρξεις της νύχτας
Που κράτησαν το χέρι μου στα σκοτάδια, σ’ εσάς,
Λάμψεις
Του αθάνατου φωτός, τροχιές αστεριού,
Ψωμί της ζωής, μυστικοί αδελφοί,
Σε όλους, σ’ εσάς,
Λέω: δεν υπάρχει ευχαριστώ,
Τίποτα δεν θα μπορέσει να γεμίσει τις κούπες
Της αγνότητας,
Τίποτα δεν θα μπορέσει να περικλείσει τον ήλιο στις σημαίες
Της αήττητης άνοιξης,
Σαν τη δική σας βουβή αξιοπρέπεια.
Στοχάζομαι
Μόνο
Ότι ίσως έχω αξιωθεί τόση απλότητα,
Ένα λουλούδι τόσο άσπιλο,
Που ίσως είμαι εσείς, το ίδιο,
Αυτό το σκεύασμα από χώμα, αλεύρι και τραγούδι,
Αυτό το φυσικό κράμα που ξέρει
Από πού βγαίνει και πού ανήκει.
Δεν είμαι μια καμπάνα τόσο μακρινή,
Ούτε ένα κρύσταλλο θαμμένο στη γη τόσο βαθιά
Που εσύ να μην μπορείς να αποκρυπτογραφήσεις, είμαι μόνο
Λαός, κρυμμένη πόρτα, μαύρο ψωμί,
Κι όταν με υποδέχεσαι, υποδέχεσαι
Τον εαυτό σου, αυτόν τον φιλοξενούμενο
Τόσες φορές χτυπημένο
Και τόσες φορές
Ξαναγεννημένο.
Σε όλα, σ’ όλους,
Σε όσους δεν ξέρω, σ’ όσους ποτέ
Δεν άκουσαν αυτό το όνομα, σ’ αυτούς που ζουν
Κατά μήκος των μακρών ποταμών μας,
Στα ριζά των ηφαιστείων, στη σκιά
Του μαύρου χαλκού, σε ψαράδες και σ’ αγρότες,
Σε γαλανούς Ινδιάνους στην όχθη
Λιμνών αστραφτερών σαν το διαμάντι,
Στον τσαγκάρη που αυτή τη στιγμή ρωτά
Καρφώνοντας το δέρμα με γερασμένα χέρια,
Σ’ εσένα, που χωρίς να το ξέρεις με έχεις αναμείνει,
Κομμάτι σου είμαι, και σ’ αναγνωρίζω και σε τραγουδώ.
Τις σιωπηλές υπάρξεις της νύχτας
Που κράτησαν το χέρι μου στα σκοτάδια, σ’ εσάς,
Λάμψεις
Του αθάνατου φωτός, τροχιές αστεριού,
Ψωμί της ζωής, μυστικοί αδελφοί,
Σε όλους, σ’ εσάς,
Λέω: δεν υπάρχει ευχαριστώ,
Τίποτα δεν θα μπορέσει να γεμίσει τις κούπες
Της αγνότητας,
Τίποτα δεν θα μπορέσει να περικλείσει τον ήλιο στις σημαίες
Της αήττητης άνοιξης,
Σαν τη δική σας βουβή αξιοπρέπεια.
Στοχάζομαι
Μόνο
Ότι ίσως έχω αξιωθεί τόση απλότητα,
Ένα λουλούδι τόσο άσπιλο,
Που ίσως είμαι εσείς, το ίδιο,
Αυτό το σκεύασμα από χώμα, αλεύρι και τραγούδι,
Αυτό το φυσικό κράμα που ξέρει
Από πού βγαίνει και πού ανήκει.
Δεν είμαι μια καμπάνα τόσο μακρινή,
Ούτε ένα κρύσταλλο θαμμένο στη γη τόσο βαθιά
Που εσύ να μην μπορείς να αποκρυπτογραφήσεις, είμαι μόνο
Λαός, κρυμμένη πόρτα, μαύρο ψωμί,
Κι όταν με υποδέχεσαι, υποδέχεσαι
Τον εαυτό σου, αυτόν τον φιλοξενούμενο
Τόσες φορές χτυπημένο
Και τόσες φορές
Ξαναγεννημένο.
Σε όλα, σ’ όλους,
Σε όσους δεν ξέρω, σ’ όσους ποτέ
Δεν άκουσαν αυτό το όνομα, σ’ αυτούς που ζουν
Κατά μήκος των μακρών ποταμών μας,
Στα ριζά των ηφαιστείων, στη σκιά
Του μαύρου χαλκού, σε ψαράδες και σ’ αγρότες,
Σε γαλανούς Ινδιάνους στην όχθη
Λιμνών αστραφτερών σαν το διαμάντι,
Στον τσαγκάρη που αυτή τη στιγμή ρωτά
Καρφώνοντας το δέρμα με γερασμένα χέρια,
Σ’ εσένα, που χωρίς να το ξέρεις με έχεις αναμείνει,
Κομμάτι σου είμαι, και σ’ αναγνωρίζω και σε τραγουδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου