Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Η Ζωή στην Αρχαία Ελλάδα


Στην αρχαιότητα η αρχή της ημέρας συνέπιπτε με την ανατολή του ηλίου και το πέρας με τη δύση. Ο ρήτορας Αισχίνης σε λόγο του αναφέρει έναν νόμο της Αθήνας που απαγόρευε στους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους έξω από το σπίτι πριν από την αυγή και τόνιζε ότι αυτά έπρεπε να μαζεύονται στο σπίτι τους πριν δύσει ο ήλιος.

Ο αρχαίος Έλληνας περνούσε σχεδόν όλη την ημέρα έξω από το σπίτι, αφού βεβαίως έκανε την απαραίτητη προετοιμασία πριν βγει: έπλενε το πρόσωπο και τα χέρια του και έτρωγε ένα λιτό πρωινό αποτελούμενο από λίγα κομμάτια ψωμιού βουτηγμένα σε νερωμένο κρασί.

Θεωρείτο σπάνιο έως παράδοξο ένας ελεύθερος πολίτης να τεμπελιάζει στο σπίτι κατά τη διάρκεια της ημέρας, εκτός αν ήταν ασθενής.

Κατά την έξοδο του πολίτη από το σπίτι τον συνόδευαν ένας ή δύο δούλοι, ανάλογα της οικονομικής του κατάστασης. Προορισμός του ήταν η αγορά, που δεν ήταν μόνο εμπορικό κέντρο όπως σήμερα, αλλά και πολιτικό και θρησκευτικό.

Όλες τις αγορές τις έκανε ο άνδρας. Η γυναίκα στην αρχαιότητα δεν πήγαινε ποτέ στην αγορά ούτε έστελνε τις υπηρέτριές της. Εξαίρεση αποτελούσαν οι πολύ φτωχές ή οι άνω των πενήντα ετών, οι οποίες δεν υπόκεινταν στον κατ’ οίκον περιορισμό.

Δικαίωμα εξόδου είχαν οι νυμφευμένες γυναίκες, που πήγαιναν περιπάτους ή επισκέψεις, καθώς και οι ανύμφευτες, μόνον εάν συνοδεύονταν από μια δούλη ή από τους γονείς τους ή από έναν ηλικιωμένο συγγενή. Στους γάμους, τις κηδείες και τις θρησκευτικές τελετές οι γυναίκες συμμετείχαν ελεύθερα.

Προσφιλής τόπος συζητήσεων στην αγορά ήταν τα κουρεία. Οι κουρείς ήταν ενήμεροι για όλα τα νέα και μιλούσαν για τα πάντα.

Η χειραψία περιοριζόταν μόνο στις ορκωμοσίες και τους επίσημους αποχωρισμούς. Ο συνήθης τρόπος χαιρετισμού ήταν με μια κίνηση του χεριού και τη φράση Χαίρε ή Υγίαινε.

Μεγάλη σημασία έδιναν στην κόμμωση, της οποίας η μόδα άλλαζε. Για παράδειγμα, οι άνδρες τον 6ο αιώνα π.Χ. είχαν μακρείς βοστρύχους, οι οποίοι έγιναν πιο κοντοί μετά τη μάχη του Μαραθώνα. Ο Λυκούργος υποστήριζε ότι τα μακριά μαλλιά κάνουν τον όμορφο άνδρα να φαίνεται ωραιότερος και τον άσχημο να φαίνεται πιο αποκρουστικός. Γενικά, στην κλασική Αθήνα η μακριά και περιποιημένη κόμη ήταν ένδειξη αριστοκρατικής καταγωγής και συχνά ολιγαρχικών πολιτικών αντιλήψεων και φιλολακωνικών αισθημάτων.

Οι άνδρες, όπως και οι γυναίκες, έβαφαν τα μαλλιά τους, είτε για να τα κάνουν πιο ανοικτά είτε για να κρύψουν τη λευκότητά τους. Είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούσαν ειδικό λάδι με αρωματικές ουσίες για την περιποίηση των μαλλιών τους.

Οι κυρίες χρησιμοποιούσαν κρέμες για να ασπρίζουν τα μάγουλά τους, γιατί το χλωμό πρόσωπο ήταν πρότυπο ομορφιάς. Χρησιμοποιούσαν επίσης ψιμύθια και βαφές για τα φρύδια και τις βλεφαρίδες. Η ελληνική λέξη για το μακιγιάζ είναι ψιμυθίασις. Σε ανασκαφές βρέθηκαν εργαστήρια με καθρέπτες, τσιμπιδάκια, καρφίτσες, μπουκαλάκια με αρώματα και δοχεία με κρέμες.

Στο σπίτι οι αρχαίοι κυκλοφορούσαν ξυπόλυτοι. Στο δρόμο όμως φορούσαν υποδήματα, είτε σανδάλια είτε αρβύλες. Ο φιλόσοφος Σωκράτης προτιμούσε να περπατά πάντοτε ξυπόλυτος παρ’ ότι οι δρόμοι των Αθηνών δεν φημίζονταν για την καθαριότητά τους.

Το πρώτο καθήκον της συζύγου ήταν να δώσει απογόνους, κατά προτίμηση άρρενες.

Η λέξη εταίρα σημαίνει κυριολεκτικά θηλυκός σύντροφος. Ήταν οι μόνες γυναίκες που επιτρεπόταν να συμμετέχουν στα συμπόσια και οι μόνες που διέθεταν παιδεία ισότιμη με αυτή των ανδρών.

Οι περισσότεροι γάμοι ήταν προσυμφωνημένοι, με τελευταίο κριτήριο τα αισθήματα των μελλονύμφων. Η προίκα ήταν ίσως το πρώτο και σπουδαιότερο κριτήριο. Χωρίς αυτήν ένα κορίτσι κινδύνευε να τελειώσει τη ζωή του «ανύπανδρο και άτεκνο».

Σε περίπτωση διαζυγίου, ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει την προίκα άθικτη στον πατέρα της γυναίκας του, και μάλιστα επαυξημένη κατά 18%.

Σύμφωνα με τον Σόλωνα, η ιδανική ηλικία για να νυμφευθεί ένας άνδρας ήταν μεταξύ 27 και 34 ετών. Για τις γυναίκες ήταν τα μεσαία χρόνια της εφηβείας τους, συνήθως μεταξύ 12 και 16 ετών.

Η πρώτη τελετή του γάμου ήταν ο αρραβώνας, όπου δεν ήταν υποχρεωτική η παρουσία της νύφης. Εκεί, παρουσία μαρτύρων, υπογραφόταν το συμβόλαιο του γάμου.

Υπήρχε ειδικός μήνας για τους γάμους, ο Γαμηλιών. Την ημέρα του γάμου η νύφη έκανε ένα τελετουργικό λουτρό με νερό, με ένα ειδικό αγγείο, τον λουτροφόρο. Μετά την τελετή ακολουθούσε γιορτή στο σπίτι του πατέρα της νύφης.

Στους προσκεκλημένους προσφέρονταν γλυκίσματα από σουσάμι.

Η πρώτη νύχτα του γάμου περιελάμβανε έναν ύμνο, το επιθαλάμιον, που έψαλλαν οι συγγενείς έξω από το νυφικό δωμάτιο, τον θάλαμο.

Η μονογαμία αποτελούσε θεμελιώδη αρχή του γάμου, αυτό όμως δεν εμπόδιζε τους αρχαίους Έλληνες να έχουν εξωσυζυγικές σεξουαλικές σχέσεις με πόρνες ή με δούλες. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο για τις γυναίκες. Εάν ένας άνδρας συλλάμβανε τη γυναίκα του στο κρεβάτι με τον εραστή της, είχε δικαίωμα να τον σκοτώσει χωρίς να τιμωρηθεί.

Η αγωγή των παιδιών απασχολούσε ιδιαίτερα τους αρχαίους. Ο Πλάτων υποστήριζε ότι τα παιδιά μέχρι το δέκατο έτος πρέπει να ασχολούνται με τη γυμναστική και μετά από αυτή τη ηλικία με τα γράμματα. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι μέχρι τα πέντε τους χρόνια τα παιδιά δεν πρέπει να παρακολουθούν μαθήματα ούτε να κουράζονται σωματικά, διότι εμποδίζεται η ανάπτυξή τους.

Πριν από τον 5ο αιώνα π.Χ. η εκπαίδευση και η ανατροφή των παιδιών ανετίθετο σε ιδιωτικούς παιδαγωγούς, αλλά αργότερα λειτούργησαν σχολεία. Στην Αθήνα πάντως ήταν σπάνιο παιδιά ελεύθερων πολιτών να είναι αγράμματα.

Στο σπίτι ο παιδαγωγός δίδασκε το παιδί καλούς τρόπους: ένα παιδί δεν επιτρεπόταν να συζητά με μεγάλους ή να γελά με χάχανα, δεν ήταν ωραίο να κάθεται με σταυρωμένα πόδια ή με το ένα πόδι επάνω στο άλλο ούτε να στηρίζει στα χέρια το πηγούνι του.

Η σωματική άσκηση είχε τεράστια σημασία και η έννοια της τελειότητας του σώματος, όπως αντικατοπτρίζεται στα αγάλματα και τα αγγεία, ελάμβανε διαστάσεις λατρείας. Τα γυμνάσια ήταν ένας από τους κατεξοχήν τόπους καθημερινής συναναστροφής, αλλά και πλοκής ερωτικών ειδυλλίων.

Η ανώτατη τιμή για έναν αθλητή ήταν να νικήσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι πόλεις αφιέρωναν αγάλματα στους ολυμπιονίκες τους, γκρέμιζαν μάλιστα συμβολικά ένα μέρος του τείχους τους, για να εισέλθει ο ολυμπιονίκης στην πόλη επιστρέφοντας από τους αγώνες.

Η σχέση των αρχαίων Ελλήνων με την εργασία ήταν πολύ απλή: καμία σχέση. Ο Αριστοτέλης μάλιστα έδωσε και τη θεωρητική βάση αυτής της αντίληψης εξηγώντας ότι «ο ελεύθερος χρόνος είναι προϋπόθεση της πολιτισμένης ζωής». Ως εκ τούτου η έννοια που περιγράφουν οι σημερινές λέξεις σπατάλη χρόνου ή χασομέρι τους ήταν άγνωστη. Μάλλον δεν είναι συμπτωματικό ότι οι λέξεις δουλεία και δουλειά έχουν διαφορά μόνον ως προς την τονιζόμενη συλλαβή. Αυτό βέβαια ίσχυε για τους κατοίκους των πόλεων και μάλιστα για τους ευπορότερους από αυτούς. Μια ματιά στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, ιδίως στα χωρία τα σχετικά με τη ζωή των γεωργών της Αττικής (οι οποίοι, σημειωτέον, ήταν ελεύθεροι πολίτες), δείχνει ότι η ύπαρξη άφθονου ελεύθερου χρόνου για την ενασχόληση με τα πολιτικά ζητήματα ήταν μάλλον το ιδεατό.

Οι αρχαίοι έτρωγαν δύο φορές την ημέρα: ένα ελαφρύ γεύμα, γνωστό ως άριστον, και το δείπνον, που ήταν το κυρίως φαγητό τους. Προσοχή όμως: δεν έτρωγαν μόνο για να τραφούν. Το τραπέζι είχε ιδιαίτερη κοινωνική σημασία, διότι το ζητούμενο ήταν οι συζητήσεις και η συντροφιά των συνδαιτυμόνων.

Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν πολύ φιλόξενοι. Οποιοσδήποτε ξένος ήταν ευπρόσδεκτος και θεωρείτο πρόσωπο ιερό που απολάμβανε της προστασίας του Ξενίου Διός.

Στους αρχαίους Έλληνες άρεσε επίσης να καλούν στο σπίτι τους για φαγητό τους φίλους τους και τους φίλους των φίλων τους.

Ο οικοδεσπότης ενός δείπνου έγραφε σε μια πινακίδα καλυμμένη με κερί τα ονόματα των προσκεκλημένων του, καθώς και την ημέρα και την ώρα του συμποσίου. Στη συνέχεια ένας δούλος έπαιρνε την πινακίδα και πήγαινε στις οικίες των προσκεκλημένων. Η συνήθης ώρα προσελεύσεως ήταν η ενάτη βραδινή.

Μόλις οι προσκεκλημένοι έφθαναν στην οικία όπου ήταν καλεσμένοι, οι δούλοι τους έβγαζαν τα υποδήματα και τους έπλεναν τα πόδια.

Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να τρώνε ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα, ακουμπώντας στον έναν αγκώνα και χρησιμοποιώντας το ελεύθερο χέρι για να παίρνουν το φαγητό από ένα μικρό τραπέζι που βρισκόταν μπροστά τους.

Το φαγητό έπρεπε να είναι τόσο όσο χρειάζεται για να καταπραΰνει μια κανονική πείνα, διότι η λαιμαργία θεωρείτο ελάττωμα. Αδιανόητο επίσης ήταν να τρώει κανείς μόνος του. Μόνον οι άφιλοι, αυτοί δηλαδή που δεν είχαν φίλους, είχαν αυτό το θλιβερό προνόμιο.

Δεν χρησιμοποιούσαν πιρούνια και μαχαίρια. Κουτάλια διέθεταν, αλλά προτιμούσαν να τα αντικαθιστούν με μια κόρα ψωμιού. Το φαγητό το έπιαναν με τα χέρια. Τις μερίδες τις σέρβιραν ψιλοκομμένες, για να πιάνονται εύκολα. Τα τραπεζομάντιλα και οι πετσέτες ήταν άγνωστες έννοιες. Τα χέρια τους τα σκούπιζαν με ψίχα ψωμιού ή με μια ειδική κόλλα που τη ζύμωναν με τα δάκτυλά τους και την έκαναν σφαιρίδιο.

Στα δείπνα ή συμπόσια έπαιρναν μέρος μόνον οι άνδρες, γιατί η συζήτηση θα ήταν φιλοσοφική ή πολιτική, επομένως ακατανόητη για τις γυναίκες και τα παιδιά, ή καθαρά ανδρική, επομένως ακατάλληλη για τα αυτιά των γυναικών. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσαν οι εταίρες.

Στα οικογενειακά γεύματα η γυναίκα καθόταν σε σκαμνί, ενώ τα παιδιά εμφανίζονταν στα επιδόρπια και παρέμεναν όρθια ή καθιστά, ανάλογα με την ηλικία τους και τις συνήθειες της οικογένειας.

Το αγαπημένο ποτό των αρχαίων Ελλήνων ήταν το κρασί. Το έπιναν μετά το φαγητό και πάντοτε ανακατεμένο με νερό. Παρότι έλεγαν ότι έπρεπε να πίνει κανείς με μέτρο, λίγοι μπορούσαν να υπερηφανευθούν ότι ήταν σε θέση να σταθούν γερά στα πόδια τους μετά από ένα συμπόσιο.

Απεχθάνονταν τις θλιβερές συζητήσεις στο τραπέζι, ενώ διασκέδαζαν ιδιαίτερα με τα αινίγματα. Όποιος δε μπορούσε να απαντήσει τιμωρείτο να πιει ένα κύπελλο κρασί.

Ο οστρακισμός ήταν μια από τις σκληρές δοκιμασίες στις οποίες υπέβαλλαν οι Αθηναίοι αυτούς που αποκτούσαν φήμη, δόξα και πολιτική ισχύ και συνεπώς θα ήταν δυνατόν να υποκύψουν στον πειρασμό να καταλύσουν τη δημοκρατία και να εγκαθιδρύσουν τυραννίδα. Η διαδικασία είχε ως εξής: Κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να γράψει επάνω σ’ ένα όστρακο (έτσι ονομαζόταν το θραύσμα πήλινου σκεύους· από εδώ και το όνομα αυτής της διαδικασίας) το όνομα του ανθρώπου που είχε προταθεί να εξοριστεί. Στη συνέχεια το τοποθετούσαν σ’ ένα περιφραγμένο χώρο στην αγορά. Εκεί οι άρχοντες έκαναν την καταμέτρηση και όποιος είχε περισσότερους ψήφους καταδικαζόταν σε δέκα έτη εξορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου