Στην αρχαία Ελλάδα συναντάμε
το ρήμα γουνούμαι που σημαίνει πέφτω στα γόνατα και ικετεύω...
Η ικεσία ως γονάτισμα συνήθως
συνοδευόταν με άγγιγμα των γονάτων του Θεού ή του βασιλιά όπως φαίνεται στον
παρακάτω πίνακα:
Πίνακας του Jean-Auguste-Dominique Ingres,
«Δίας και Θέτις» 1811.
Οι ικέτες συνήθως είχαν διαπράξει
εγκλήματα ή φοβερές αμαρτίες, παραβιάσεις του πολιτικού ή ηθικού νόμου και
καταφεύγανε στα αγάλματα των Θεών τα οποία αγκαλιάζουν ως τρόπο για να μην τους
αποκτεινώσουν (δολοφονήσουν).
Ικέτες:
Ικέτης καλούνταν αυτός που έρχονταν προς
κάποιον επειδή κινδύνευε, και ζητούσε ασφάλεια και βοήθεια. Ακόμη σε ικεσία
καταφεύγει ο φυγάς ο οποίος αφού διώκεται από εχθρούς, έρχεται προς ξένη χώρα
για να προστατευτεί από ένα ισχυρό ηγεμόνα ή άρχοντα. Τέτοιοι φυγάδες γίνονταν
κατά τους ηρωικούς αιώνες οι φονιάδες, οι οποίοι στην πατρίδα τους είχαν
ανθρωποκτονήσει και καταδιωκόμενοι από τους γονείς του φονευμένου, προσέτρεχαν
προς ένα ισχυρό ξένο για να βρουν άσυλο και σωτηρία.
Ο ικέτης μπορούσε να φέρει με τα
χέρια του ικετηρία την οποία αφού τοποθετούσε επί του βωμού ή επί της εστίας
του ικετευόμενου γίνονταν ιερός και απαραβίαστος. Οι ικέτες τελούσαν υπό την
προστασία του ικεσίου Διός και της ικεσίας Θέμιδας.
Ο ικέτης δεν μπορούσε πάντα να εκτελέσει τις διατυπώσεις της ικετηρίας, έπεφτε
στα γόνατα του ικετευόμενου και τον ικέτευε στο όνομα του πατέρα, της μητέρας
και των παιδιών, να τον σώσει. Από δω πηγάζει και η φράση «γουνάζομαι, γουνούμαι τινα».
Συνήθως οι ικέτες προσέτρεχαν στα
ιερά των θεών για να μην βιασθούν όπως οι Επιδάμνιοι «ικέται καθεζόμενοι εις το
Ήραιον εδέοντο των Κερκυραίων» (Θουκ. Α΄ 24). Στην Αθήνα στα δικαστήρια, όπου
δικάζονταν οι δίκες περί φόνων, πρωτύτερα ήταν ιερά θεών, όπου ο φονιάς μετά
τον φόνο μπορούσε να καταφεύγει για να σωθεί από την εκδίκηση των συγγενών του
φονευμένου. Για μεγαλύτερη ασφάλεια ο ικέτης αγκάλιαζε τον βωμό του θεού. Ήταν
δύσκολα να αποσπάσει κανείς τον ικέτη από το ιερό ή και τον ένοχο να
αποκτεινώσουν. Αυτό νομίζονταν άγος και οι διαπράττοντας αυτό
θεωρούνταν εναγείς και αλιτήριοι.
Οι Λακεδαιμόνιοι απήγαγαν από το
ιερό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο τους είλωτες ικέτες και τους αποκτείνωσαν
κινώντας την μήνιν του θεού και τότε έγινε μέγας σεισμός που έριξε όλα τα
σπίτια των Λακεδαιμονίων και το θεώρησαν εκδίκηση του θεού (Θουκ. Α΄, 128). Και
οι κάτοικοι της Ελίκης αποκτείνωσαν τους ικέτες του θεού υπέστησαν σκληρότατη
τιμωρία αυτού, διότι καταπόντισε τελείως την πόλη τους. Οι δούλοι όταν
κινδύνευαν ικέτευαν σε ορισμένα ιερά, όπως το Θησείο στην Αθήνα. Οι Πλαταιείς
κινδυνεύοντας να θανατωθούν από τους Λακεδαιμόνιους «ικέται γίνονται των
πατρώων τάφων» (Θουκ. Γ΄, 59). Αξιοσημείωτη είναι η ικεσία του Θεμιστοκλή προς
τον Άδμητο τον βασιλιά των Μολλοσών, ο οποίος για να σωθεί από τους κινδύνους,
πήρε στην αγκαλιά του το μικρό παιδί του βασιλιά και κάθισε στην εστία (Θουκ.
Α΄, 136 ).
Ικετηρία:
Η Ικετηρία ήταν κλαδί
ελιάς περιεστεμμένος με ερίου (εριόστεπτοι κλάδοι), τον οποίο ο ικέτης
έφερε με τα χέρια του ως σύμβολο της δυστυχής του κατάστασης, για
να τύχη προστασίας ή ασφάλειας αφού κινδύνευε ή ήταν αδικημένος. Την ικετηρία
την κατέθετε
στον βωμό ή στην εστία προς την οποία
κατέφευγε.
Ο ικέτης αφού κατέθετε τους κλάδους
επί του βωμού κάθονταν και εκείνος δίπλα μέχρι ο ικετευόμενος να δηλώσει ότι
δέχεται την αίτηση και τότε αυτός ανιστάμενος λαμβάνοντας την ικετηρία
απέρχονταν.
Οι ικεσίες ήταν πολύ συνηθισμένες
στους ιστορικούς χρόνους (Θουκ. Β΄ 47, 3). Επειδή το έριο ήταν λευκό, ο Αισχύλος
τους αποκαλεί «λευκοστεφείς ικετηρίας» (Ικ. 192). Βρίσκεται επίσης ο τύπος «ικτήριος»
και ακόμη «ικτήρ θαλλός» (Ευρ. Ικ. 10). Συνηθισμένες φράσεις ήταν «ικετηρίαν
λαμβάνειν, φέρειν, έχειν, τιθέναι παρά τινι ή υπέρ τινός, καταθείναι,
προβάλλεσθαι, προέχεσθαι» (προβάλλειν δηλαδή ή έχειν την ικετηρίαν
ως ασπίδα).
Ικεσία:
Ορισμός: Είναι η
επίκληση ανθρώπου προς άνθρωπο ή θεό να πραγματοποιήσει μια συγκεκριμένη
επιθυμία. Ο ικέτης παρακαλεί άμεσα ή έμμεσα τον άνθρωπο από τον οποίο εξαρτάται
η ζωή του να τον βοηθήσει να διατηρηθεί στη ζωή, να αποφύγει το θάνατο.
Τυπικό σχήμα τις ικεσίας:
α. Σωματικές
εκφράσεις:
Γονάτισμα του
ικέτη και άγγιγμα των γονάτων του ικετευόμενου και τις γενειάδας του, αν
πρόκειται για άνδρα.
Προσφορά
δώρων και υπόσχεση μελλοντικών.
β. Λεκτικό σχήμα:
Επίκληση.
Χαρακτηριστικά
επίθετα - αρμοδιότητες του προσώπου.
Υπενθύμιση
παλαιότερων προσφορών του ικέτη.
Αίτημα.
Το τυπικό αυτό σχήμα δεν τηρείται
πάντοτε και η παράβασή του εξυπηρετεί κάθε φορά το σκοπό του ποιητή που ξέρει
να ποικίλει για να αποφεύγει τη μονοτονία τις επανάληψης.
H ικεσία παρουσιάζεται θεοποιημένη
στην Ιλιάδα:
εκπροσωπείται από τις Παράκλησες («Λιταί») και η προσβολή της
(= η άρνηση του ικέτη) επιφέρει τιμωρία στον άνθρωπο που δε σέβεται τη θεϊκή
τις υπόσταση.
Την ιστορία τις τη μαθαίνουμε από
το Φοίνικα στη Ραψ. Ι στ 502-512:
«Γιατί ’ναι κόρες κι οι Παράκλησες
του Δία του τρισμεγάλου
κουτσές, με αλλήθωρα τα μάτια τις,
με μούτρα ζαρωμένα,
και πολεμούν να φτάσουν τρέχοντας
ξοπίσω από την Τύφλα.
Μα η Τύφλα, δυνατή, με ολόγερα
ποδάρια, τρέχει απ’ τις
πολύ πιο μπρος στη γης αλάκερη, και
τις θνητούς προφταίνει
κακό να κάνει, κι οι Παράκλησες
ξοπίσω τις γιατρεύουν.
Κι όποιος του Δία τις κόρες
σέβεται, μπροστά του ως καταφθάνουν,
έχει απ’ αυτές μεγάλο τις’ όφελος κι
ακούνε τις ευχές του.
Μα ο που τις διώξει πεισματώνοντας
και τις παραψηφήσει,
πάνε στο γιο του Κρόνου τρέχοντας
στο Δία, παρακαλώντας
τη συφορά να στείλει πίσω του, να
πάθει, να πλερώσει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου