Ο Γκέοργκ Μπύχνερ ξεκίνησε να γράφει τον Βόυτσεκ το 1836. Τον Φεβρουάριο του 1837, λίγο πριν ολοκληρώσει το έργο, πέθανε από τύφο, σε ηλικία 23 ετών. Ο Βόυτσεκ απέμεινε ένα ημιτελές, δυσανάγνωστο, αποσπασματικό χειρόγραφο, το οποίο δεν συμπεριελήφθη καν στην πρώτη έκδοση των έργων του Μπύχνερ από τον αδερφό του, το 1850. Μια ατυχής εκδοχή του εμφανίστηκε το 1879, σε μια κριτική έκδοση των έργων του συγγραφέα, που όμως δεν εμπόδισε τον κορυφαίο δραματουργό του γερμανικού νατουραλισμού Gerhart Hauptmann να αναγνωρίσει την αξία του. Τελικά ο Βόυτσεκ κατάφερε να φτάσει στη σκηνή το 1913 και υπό την επιρροή του Franz Wedekind.
Ο Βόυτσεκ είναι έργο ρεαλιστικό,
που ταυτόχρονα όμως κινείται και εκτινάσσεται στην περιοχή του ποιητικού
θεάτρου. Αναγνωρίζει τη διαλεκτική του κοινωνικού αίτιου-αποτελέσματος
και ταυτόχρονα την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ίσως γι’ αυτό έγινε δεκτό με ενθουσιασμό τόσο από τους εκπροσώπους της
νατουραλιστικής σχολής όσο και αυτής των εξπρεσιονιστών και προκάλεσε πολλές
συζητήσεις και διαμάχες ως προς το πού ανήκει. Η αξία του όμως βρίσκεται
ακριβώς στο εύρος του οράματος που εμπεριέχει. Από όλους πάντως αναγνωρίστηκε
ως ο πρόδρομος και η απαρχή του μοντέρνου θεάτρου όπως το
γνωρίσαμε τον 20ό αιώνα.
Ο ήρωας Βόυτσεκ, στρατιώτης, ο οποίος
βιώνει τη βαναυσότητα, την απαξίωση και τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης
στο στρατόπεδο όπου ζει και υπηρετεί, είναι ένα πρόσωπο
κατακερματισμένο, βαθύτατα τραυματισμένο, αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών
και της κοινωνικής αδικίας που μέσα από την προσπάθεια της προσωπικής του
αντίδρασης και ρήξης, της προσωπικής του διαδρομής και επανάστασης, σκοτώνει
ό,τι πολυτιμότερο έχει -τη γυναίκα που αγαπά, γιατί αυτή τον απάτησε. Με αυτήν
την έννοια, ο Βόυτσεκ είναι η πρώτη φιγούρα τραγικού προλετάριου του
παγκοσμίου δράματος και γίνεται ο πρόδρομος του ήρωα του
νατουραλισμού που έρχεται αργότερα. Ταυτόχρονα όμως ο Βόυτσεκ υπάρχει και
φωτίζεται μέσα από τις αντιθέσεις και το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς. Η
θρυμματισμένη ύπαρξή του γίνεται βορά στη δεισιδαιμονία, στις παράλογες φοβίες
και το αδιέξοδό του δεν είναι πια αποτέλεσμα της κοινωνικής διαλεκτικής αλλά
της διαταραγμένης υπαρξιακής του ταυτότητας. «…Ολοφάνερα ο Μπύχνερ θεωρούσε
ότι, αν και η κοινωνική επανάσταση θα μπορούσε να βοηθήσει τους Βόυτσεκ αυτού
του κόσμου, ωστόσο δεν θα μπορούσε να τους σώσει. Όσο δίκαιη και αν είναι μια
κοινωνία δεν θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις στην αιώνια τραγωδία της ανθρώπινης
ζήλειας. Η τραγωδία της κοινωνικής κακοποίησης είναι μόνο μια πλευρά της
τραγωδίας της ανθρώπινης ύπαρξης και γέννησης καθαυτής»1.
Είναι αυτή η δεύτερη αντίληψη και ποιότητα που τον κάνει ταυτόχρονα προάγγελο
του εξπρεσιονισμού.
Το έργο, γραμμένο με τη μορφή
σκηνών και επεισοδίων, δεν έχει τη γραμμική ανάπτυξη και εξέλιξη της
συμβατικής δραματουργίας αλλά «αναπηδά από τη μια στιγμή στην άλλη και σε
πολλές περιπτώσεις η ακολουθία τους εναλλάσεται»2,
φέροντας έτσι στοιχεία και προβλέποντας το επικό θέατρο του Μπρεχτ, χωρίς ωστόσο να γίνεται σε οποιαδήποτε στιγμή
διδακτικό ή κοινωνικά καταγγελτικό.
Ο ήρωας του Μπύχνερ αποτελεί ακραία περίπτωση αυτοαποξένωσης του ανθρώπου. Τα κοινωνικά άτοπα τον οδηγούν στην παραφροσύνη. Όπου κι αν στραφεί αντιμετωπίζει διαστρεβλωμένη ηθική και ηθικά διδάγματα, ενώ ο ίδιος υποβιβάζεται με τον πιο ανήθικο κι απάνθρωπο τρόπο σε αντικείμενο επιστημονικής έρευνας. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ο Μπύχνερ σκιαγραφεί την άρχουσα τάξη, βασανιστή του Βόυτσεκ, με μίσος που τη μεταβάλλει σε καρικατούρα, ενώ εκείνος αισθάνεται συμπόνοια. Κι όμως το έργο του δεν είναι ένα παθιασμένο κοινωνικό «κατηγορώ». Ο Μπύχνερ δεν θέλει να ξεσηκώσει κοινωνική επανάσταση αλλά να καταδείξει με επιστημονική ακρίβεια πως δημιουργείται το κακό. Και ο κυνισμός του είναι κι αυτός αντικειμενικός. Η πραγματικότητα, όπως την παρουσιάζει ο Μπύχνερ, είναι ένας κόσμος χωρίς αγάπη και κατανόηση, ένας κόσμος γεμάτος αδιαφορία για τον συνάνθρωπο. Η βάση του υπαρξιακού του ρεαλισμού είναι τα πάθη στον κόσμο. Το κυρίαρχο αίσθημα στην τραγωδία του Βόυστεκ δεν είναι πεσιμιστικό - μηδενιστικό είναι το άγχος της ύπαρξης, το οποίο ο σύγχρονος του Μπύχνερ Δανός Κίρκεγκωρ έθεσε ως αφετηρία για κάθε συζήτηση σχετική με την ύπαρξη του ανθρώπου και τη σχέση του προς το Θεό.
1. Michael
Patterson, «Introduction», στο: Georg Buchner, Woyzeck, translated by
John Mackendrick, σελ. xiii, Methuen,
1979 (μετάφραση Α.Σ.).
2. Ό.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου