Γη των απουσιών
Η διάθεση νὰ σὲ εντοπίσω
στη συστρεφόμενη εντός μου γη των απουσιών
έτσι σὲ βρίσκει:
πικρὴ παραθαλάσσια αοριστία.
Εκεί δεν έχει ακόμα νυχτώσει
κι ας νύχτωσε τόσο εδώ
των τόπων οι κρίσιμες ώρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σαν φως καὶ ούτε φως,
η ώρα του εαυτού σου έχει πέσει.
Χορεύουν φύκια
κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι του νερού.
Τα ρηχά, έχουν κι αυτὰ
τα βάσανά τους και τα γλέντια τους.
Τώρα θὰ έχουν λύσει τὰ μαλλιά τους
οι αγνὲς ησυχίες τριγύρω
μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις
γυναίκες σου εκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Η σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν αέρα
κι ανεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.
Που ξέρω εγὼ τὰ ευαίσθητα σημεία του πελάγους
γιὰ νὰ σὲ καταλάβω;
Θὰ κοιτάζεις μία έρημη θάλασσα.
Τὸ βλέμμα σου δὲν παραλλάζει
ἀπὸ πλαγιὰ ποὺ γλυκὰ
καὶ μ᾿ ανακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μὲς στὴν απομάκρυνση.
Αναπνέεις με το στέρνο των μακρινών ηρεμιών,
ποὺ έχω γι᾿ αυτὲς διαβάσει
στοὺς πολύτομους κόπους ποὺ έδεσα.
Σ᾿ ένα ἀβαθή σου στεναγμὸ βούλιαξε ένα βαπόρι.
Δὲν θὰ ήτανε βαπόρι. Θὰ ήτανε σκιάχτρο
στα υγρὰ περβόλια τῆς φυγής
να μὴν πηγαίνουν οι διαθέσεις
να την τσιμπολογάνε.
Η τερατώδης του πελάγους δυνατότητα,
η κίνηση του πλάτους,
φθάνει στὰ πόδια σου αφρός,
ψευτοεραστὴς στα πρώτα βότσαλα.
Τοὺς σκάει ένα φιλὶ καὶ ξεμεθάει.
Η σκέψη σου, μετὰ ἀπὸ τόση θάλασσα,
κατέβηκε απὸ γλάρος,
βάζει τὸ δέρμα της προσαρμογής καὶ χάνεται.
Όπου είναι θάμνος, πράσινη
όπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Εκεί που οι καλαμιὲς σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
όπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
όπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι όπου δαγκώνει η πέτρα, πέτρινη.
Στὴν ψυχή σου δὲν φθάνει κανεὶς
ούτε διὰ ξηράς ούτε διὰ θαλάσσης.
Αυτὸ τὸ δισκίο,
τὸ ακουμπισμένο στὸ μαύρο ατμοσφαιρικὸ τραπέζι,
ποὺ τὸ περνάς κι εσύ, όπως κι οι άλλοι, για φεγγάρι,
ασ᾿ το, δεν είναι φεγγάρι.
Είναι τὸ βραδινό μου χάπι
τὸ ψυχοτρόπο.
Τώρα θὰ κοιτάζεις
μία θάλασσα.
Η διάθεση νὰ σὲ εντοπίσω
στη συστρεφόμενη εντός μου γη των απουσιών
έτσι σὲ βρίσκει:
πικρὴ παραθαλάσσια αοριστία.
Εκεί δεν έχει ακόμα νυχτώσει
κι ας νύχτωσε τόσο εδώ
των τόπων οι κρίσιμες ώρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σαν φως καὶ ούτε φως,
η ώρα του εαυτού σου έχει πέσει.
Χορεύουν φύκια
κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι του νερού.
Τα ρηχά, έχουν κι αυτὰ
τα βάσανά τους και τα γλέντια τους.
Τώρα θὰ έχουν λύσει τὰ μαλλιά τους
οι αγνὲς ησυχίες τριγύρω
μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις
γυναίκες σου εκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Η σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν αέρα
κι ανεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.
Που ξέρω εγὼ τὰ ευαίσθητα σημεία του πελάγους
γιὰ νὰ σὲ καταλάβω;
Θὰ κοιτάζεις μία έρημη θάλασσα.
Τὸ βλέμμα σου δὲν παραλλάζει
ἀπὸ πλαγιὰ ποὺ γλυκὰ
καὶ μ᾿ ανακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μὲς στὴν απομάκρυνση.
Αναπνέεις με το στέρνο των μακρινών ηρεμιών,
ποὺ έχω γι᾿ αυτὲς διαβάσει
στοὺς πολύτομους κόπους ποὺ έδεσα.
Σ᾿ ένα ἀβαθή σου στεναγμὸ βούλιαξε ένα βαπόρι.
Δὲν θὰ ήτανε βαπόρι. Θὰ ήτανε σκιάχτρο
στα υγρὰ περβόλια τῆς φυγής
να μὴν πηγαίνουν οι διαθέσεις
να την τσιμπολογάνε.
Η τερατώδης του πελάγους δυνατότητα,
η κίνηση του πλάτους,
φθάνει στὰ πόδια σου αφρός,
ψευτοεραστὴς στα πρώτα βότσαλα.
Τοὺς σκάει ένα φιλὶ καὶ ξεμεθάει.
Τώρα, θὰ σου έχουν
πει ό,τι είχαν να σου πουν
Οι αναδιπλώσεις των κυμάτων
καὶ θὰ επιστρέφεις κάπου.
Θὰ παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μιὰ άλλη άπλα,
αλλού γυμνὴ κι ἀλλού ντυμένη μὲ βλάστηση.
Οι αναδιπλώσεις των κυμάτων
καὶ θὰ επιστρέφεις κάπου.
Θὰ παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μιὰ άλλη άπλα,
αλλού γυμνὴ κι ἀλλού ντυμένη μὲ βλάστηση.
Η σκέψη σου, μετὰ ἀπὸ τόση θάλασσα,
κατέβηκε απὸ γλάρος,
βάζει τὸ δέρμα της προσαρμογής καὶ χάνεται.
Όπου είναι θάμνος, πράσινη
όπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Εκεί που οι καλαμιὲς σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
όπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
όπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι όπου δαγκώνει η πέτρα, πέτρινη.
Στὴν ψυχή σου δὲν φθάνει κανεὶς
ούτε διὰ ξηράς ούτε διὰ θαλάσσης.
Αυτὸ τὸ δισκίο,
τὸ ακουμπισμένο στὸ μαύρο ατμοσφαιρικὸ τραπέζι,
ποὺ τὸ περνάς κι εσύ, όπως κι οι άλλοι, για φεγγάρι,
ασ᾿ το, δεν είναι φεγγάρι.
Είναι τὸ βραδινό μου χάπι
τὸ ψυχοτρόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου