αλάνι = αλήτης.
αλάνα = ανοιχτός χώρος.
αγάς = δεσποτικός,
αυταρχικός.
αγιάζι = πρωινό ή νυχτερινό
κρύο.
γιαούρτι = πηγμένο γάλα.
καρπούζι = υδροπέπων.
μενεξές = εύοσμο λουλούδι.
σουγιάς = μαχαιράκι.
τενεκές = δοχείο.
φλιτζάνι = κύπελλο.
τσέπη = θυλάκιο.
ταβάνι = οροφή.
τζάκι = παραγώνι.
καΐκι = βάρκα.
μελτέμι = βορειανατολικός άνεμος.
μανάβης = οπωροπώλης.
μπακάλης = παντοπώλης.
γλέντι = διασκέδαση.
καβγάς = φιλονικία.
κέφι = ευδιαθεσία.
χατίρι = χάρη.
ντέρτι = καημός.
νταβαντούρι = σύγχυση.
τσιμπούκι = καπνοσύριγγα.
χασάπικο = κρεοπωλείο.
ντουλάπι = ιματιοθήκη.
δερβένι = κλεισούρα.
μπαϊράκι = σημαία.
τσομπάνης = βοσκός.
γιλέκο = περιθωράκιον.
χαμπάρια = αγγελία, νέα.
γιαπί = οικοδομή.
γιακάς = περιλαίμιο.
γιαρμάς = ροδάκινο.
γινάτι = πείσμα.
γιουρούσι = επίθεση.
γκέμι = χαλινάρι.
γούρι = τύχη.
γρουσούζης = κακότυχος.
γκάιντα = άσκαυλος.
εργένης = άγαμος.
ζαμάνια = μεγάλο χρονικό διάστημα.
ζαρζαβατικά = λαχανικά.
ζόρι = δυσκολία.
ζουμπούλι = υάκινθος.
καβούκι = καύκαλο.
καβουρδίζω = φρυγανίζω, ξεροψήνω.
καζάνι = λέβητας.
κασμάς = αξίνα, σκαπάνη.
καλέμι = γραφίδα.
καλούπι = μήτρα, πρότυπο.
κάλπικος = κίβδηλος.
καπάκι = σκέπασμα, κάλυμμα.
καραούλι = φρουρά, σκοπιά.
|
κουβάς = κάδος, αγγείο.
ντιπ για ντιπ = ολωσδιόλου.
κατσίκα = γίδα, ερίφι.
κελεπούρι = ανέλπιστο εύρημα.
κιμάς = ψιλοκομμένο κρέας.
κιόσκι = περίπτερο.
κολάι = ευκολία, άνεση.
κολαούζος = οδηγός.
κόπιτσα = πόρπη.
κοτζάμ = τεράστιος, πελώριος.
κοτσάνι = μίσχος.
καφάσι = κιβώτιο.
κότσι = αστράγαλος.
κουβαρντάς = γενναιόδωρος,
ανοιχτοχέρης.
κουμπαράς = δοχείο χρημάτων.
κουσούρι = ελάττωμα, μειονέκτημα.
κουτουρού = ασύνετα, απερίσκεπτα.
λαγούμι = υπόνομος, οχετός.
λαπάς = χυλός.
λεβέντης = αντρείος, ευσταλής.
λεκές = κηλίδα.
λελέκι = πελαργός.
λούκι = υδροσωλήνας.
μαγιά = προζύμι, ζυθοζύμη.
μαγκάλι = πύραυνο.
μαγκούφης = έρημος.
μαϊντανός = πετροσέλινο, μακεδονήσι.
μαντζούνι = φάρμακο.
μαούνα = φορτηγίδα.
μαράζι = φθίση.
μαραφέτι = μικρό εργαλείο.
μασούρι = μικρό ξύλο.
μαχαλάς = συνοικία.
μεζές = ορεκτικά.
μεντεσές = στρόφιγγα.
μεράκι = πόθος.
μερεμέτι = επισκευή, επιδιόρθωση.
μουσαμάς = κερωμένο - αδιάβροχο
ύφασμα.
μουσαφίρης = φιλοξενούμενος,
επισκέπτης.
μπαγιάτικο = μη νωπό.
μπαγλαρώνω = δένω, φυλακίζω.
μπαλτάς = πελέκι.
μπάμια = ιβίσκος ο εδώδιμος.
μπαμπάς = πατέρας.
μπαμπαλής = ο πολύ γέρος.
μπαξές = περιβόλι, κήπος.
μπαρούτι = πυρίτιδα.
μπατζάκι = κνήμη, σκέλη.
μπατζανάκης = σύγαμπρος, συννυφάδα.
μπατίρισα = πτωχεύω, χρεοκοπώ.
μπαχαρικό = αρωματικό άρτυμα.
μπεκρής = μέθυσος.
μπελάς = ενόχληση.
μπινές, πούστης = κίναιδος, ασελγής.
|
μπογιά = βαφή, χρώμα.
μπογιατζής = ελαιοχρωματιστής.
μπόι = ανάστημα, ύψος.
μπόλικος = άφθονος.
μποστάνι = λαχανόκηπος.
μπόσικος = χαλαρός.
μπούζι = πάγος, ψύχρα.
μπουλούκι = στίφος, άτακτο πλήθος.
μπουλούκος = καλοθρεμμένος, παχουλός.
μπουνταλάς = κουτός, ανόητος.
μπουντρούμι = φυλακή.
μπουρί = καπνοσωλήνας.
μπόρα = καταιγίδα.
μπούτι = μηρός.
μπούχτισμα = κορεσμός.
νάζι = κάμωμα, φιλαρέσκεια.
νταμάρι = φλέβα, λατομείο.
νταμπλάς = αποπληξία.
νταντά = παραμάνα, τροφός.
νταραβέρι = συναλλαγή, αγοραπωλησία.
ντελάλης = διαλαλητής.
ντελής = παράφρονας.
ντιβάνι = κρεβάτι.
ντουβάρι = τοίχος.
ντουμάνι = καταχνιά, καπνός.
ντουνιάς = κόσμος, ανθρωπότητα.
παζάρι = αγορά, διαπραγμάτευση.
παντζάρι = κοκκινογούλι, τεύτλο.
παντζούρι = παραθυρόφυλλο.
παπούτσι = υπόδημα.
περβάζι = πλαίσιο θυρών.
πιλάφι = ρύζι.
ραχάτι = ησυχία.
ρουσφέτι = χαριστική εξυπηρέτηση.
σακάτης = ανάπηρος.
σαματάς = θόρυβος.
σεντούκι = κιβώτιο.
σέρτικο = τσουχτερό, βαρύ.
σινάφι = συντεχνία, κοινωνική τάξη.
σιντριβάνι = πίδακας.
σιρόπι = πυκνόρρευστο διάλυμα
ζάχαρης.
σαΐνι = ευφυής.
σοβάς = ασβεστοκονίαμα.
σόι = καταγωγή, γένος.
σοκάκι = δρόμος.
σόμπα = θερμάστρα.
σουλούπι = μορφή, σχήμα.
ταμπλάς = αποπληξία, συγκοπή.
ταπί = χωρίς χρήματα.
ταραμάς = αυγοτάραχο.
τασάκι = σταχτοδοχείο.
ταχίνι = αλεσμένο σουσάμι.
ταψί = μαγειρικό σκεύος.
τεκές = καταγώγιο.
τεμπέλης = οκνηρός, ακαμάτης.
|
τερτίπι = τέχνασμα, απάτη.
τεφαρίκι = εκλεκτό, αριστούργημα.
τεφτέρι = κατάστιχο.
τζάμι = υαλοπίνακας, γυαλί.
τσάμπα = δωρεάν.
τζαναμπέτης = κακότροπος, δύστροπος.
τόπι = σφαίρα.
τουλούμι = ασκός.
τουλούμπα = αντλία.
τουμπεκί = σιωπή.
τράμπα = ανταλλαγή.
τσαΐρι = λιβάδι, βοσκοτόπι.
τσακάλι = θώς.
τσακίρης = γαλανομάτης.
τσακμάκι = αναπτήρας.
τσάντα = δερμάτινη θήκη.
τσαντίρι = σκηνή.
τσαπατσούλης = ανοικοκύρευτος,
άτσαλος.
τσάρκα = επιδρομή, περιπλάνηση.
τσαντίζω = εξοργίζω, προσβάλλω.
τσαχπίνης = κατεργάρης, πονηρός.
τσιγκέλι = αρπαγή, σιδερένιο άγκιστρο.
τσιφούτης, τσιγκούνης = φιλάργυρος.
τσιράκι = ακόλουθος.
τσίσα = ούρα.
τσίφτης = άψογος, ικανός.
τσουβάλι = σακί.
τσουλούφι = δέσμη μαλλιών.
τσογλάνι = νέος.
τσοπάνης = βοσκός.
φαράσι = φτυάρι.
φαρσί = τέλεια, άπταιστα.
φυντάνι = φυτώριο.
φιστίκι = πιστάκη.
φυτίλι = θρυαλλίδα.
φουκαράς = κακομοίρης, άθλιος.
φουντούκι = λεπτοκάρυο.
φραντζόλα = ψωμί.
χαβούζα = δεξαμενή νερού.
χάζι = ευχαρίστηση.
χαλαλίζω = συγχωρώ.
χάλι = άθλιο.
χαλί = τάπητας.
χαλκάς = κρίκος.
χαμάλης = αχθοφόρος.
χάνι = πανδοχείο.
χάπι = καταπότι.
χαράμι = άδικα.
χαρμάνης = χασισοπότης.
χαρτζιλίκι = μικρό χρηματικό ποσό.
χαβάς = μουσικός σκοπός.
χαφιές = καταδότης.
χουζούρεμα = ανάπαυση.
χούι = ιδιοτροπία.
χουνέρι = πάθημα, εξαπάτηση.
|
«Παιδεία είναι η δύναμη που καλλιεργεί την ψυχή» (Πλάτων). «Άνθρωπος της Παιδείας είναι εκείνος του οποίου η σκέψη, ο χαρακτήρας, η ευαισθησία έχουν διαμορφωθεί, εκλεπτυνθεί, εμπλουτισθεί από τη γνώση, από την ηθική, την αισθητική και από τα άλλα επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού».
Παρασκευή 20 Μαΐου 2016
Τούρκικες λέξεις στην γλώσσα μας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου