Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέατρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέατρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Βόυτσεκ: Ένα ημιτελές αριστούργημα

 Ο Γκέοργκ Μπύχνερ ξεκίνησε να γράφει τον Βόυτσεκ το 1836. Τον Φεβρουάριο του 1837, λίγο πριν ολοκληρώσει το έργο, πέθανε από τύφο, σε ηλικία 23 ετών. Ο Βόυτσεκ απέμεινε ένα ημιτελές, δυσανάγνωστο, αποσπασματικό χειρόγραφο, το οποίο δεν συμπεριελήφθη καν στην πρώτη έκδοση των έργων του Μπύχνερ από τον αδερφό του, το 1850. Μια ατυχής εκδοχή του εμφανίστηκε το 1879, σε μια κριτική έκδοση των έργων του συγγραφέα, που όμως δεν εμπόδισε τον κορυφαίο δραματουργό του γερμανικού νατουραλισμού Gerhart Hauptmann να αναγνωρίσει την αξία του. Τελικά ο Βόυτσεκ κατάφερε να φτάσει στη σκηνή το 1913 και υπό την επιρροή του Franz Wedekind.

Ο Βόυτσεκ είναι έργο ρεαλιστικό, που ταυτόχρονα όμως κινείται και εκτινάσσεται στην περιοχή του ποιητικού θεάτρου. Αναγνωρίζει τη διαλεκτική του κοινωνικού αίτιου-αποτελέσματος και ταυτόχρονα την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ίσως γι’ αυτό έγινε δεκτό με ενθουσιασμό τόσο από τους εκπροσώπους της νατουραλιστικής σχολής όσο και αυτής των εξπρεσιονιστών και προκάλεσε πολλές συζητήσεις και διαμάχες ως προς το πού ανήκει. Η αξία του όμως βρίσκεται ακριβώς στο εύρος του οράματος που εμπεριέχει. Από όλους πάντως αναγνωρίστηκε ως ο πρόδρομος και η απαρχή του μοντέρνου θεάτρου όπως το γνωρίσαμε τον 20ό αιώνα.

Ο ήρωας Βόυτσεκ, στρατιώτης, ο οποίος βιώνει τη βαναυσότητα, την απαξίωση και τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης στο στρατόπεδο όπου ζει και υπηρετεί, είναι ένα πρόσωπο κατακερματισμένο, βαθύτατα τραυματισμένο, αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών και της κοινωνικής αδικίας που μέσα από την προσπάθεια της προσωπικής του αντίδρασης και ρήξης, της προσωπικής του διαδρομής και επανάστασης, σκοτώνει ό,τι πολυτιμότερο έχει -τη γυναίκα που αγαπά, γιατί αυτή τον απάτησε. Με αυτήν την έννοια, ο Βόυτσεκ είναι η πρώτη φιγούρα τραγικού προλετάριου του παγκοσμίου δράματος και γίνεται ο πρόδρομος του ήρωα του νατουραλισμού που έρχεται αργότερα. Ταυτόχρονα όμως ο Βόυτσεκ υπάρχει και φωτίζεται μέσα από τις αντιθέσεις και το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς. Η θρυμματισμένη ύπαρξή του γίνεται βορά στη δεισιδαιμονία, στις παράλογες φοβίες και το αδιέξοδό του δεν είναι πια αποτέλεσμα της κοινωνικής διαλεκτικής αλλά της διαταραγμένης υπαρξιακής του ταυτότητας. «…Ολοφάνερα ο Μπύχνερ θεωρούσε ότι, αν και η κοινωνική επανάσταση θα μπορούσε να βοηθήσει τους Βόυτσεκ αυτού του κόσμου, ωστόσο δεν θα μπορούσε να τους σώσει. Όσο δίκαιη και αν είναι μια κοινωνία δεν θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις στην αιώνια τραγωδία της ανθρώπινης ζήλειας. Η τραγωδία της κοινωνικής κακοποίησης είναι μόνο μια πλευρά της τραγωδίας της ανθρώπινης ύπαρξης και γέννησης καθαυτής»1. Είναι αυτή η δεύτερη αντίληψη και ποιότητα που τον κάνει ταυτόχρονα προάγγελο του εξπρεσιονισμού.

Το έργο, γραμμένο με τη μορφή σκηνών και επεισοδίων, δεν έχει τη γραμμική ανάπτυξη και εξέλιξη της συμβατικής δραματουργίας αλλά «αναπηδά από τη μια στιγμή στην άλλη και σε πολλές περιπτώσεις η ακολουθία τους εναλλάσεται»2, φέροντας έτσι στοιχεία και προβλέποντας το επικό θέατρο του Μπρεχτ, χωρίς ωστόσο να γίνεται σε οποιαδήποτε στιγμή διδακτικό ή κοινωνικά καταγγελτικό.

Ο ήρωας του Μπύχνερ αποτελεί ακραία περίπτωση αυτοαποξένωσης του ανθρώπου. Τα κοινωνικά άτοπα τον οδηγούν στην παραφροσύνη. Όπου κι αν στραφεί αντιμετωπίζει διαστρεβλωμένη ηθική και ηθικά διδάγματα, ενώ ο ίδιος υποβιβάζεται με τον πιο ανήθικο κι απάνθρωπο τρόπο σε αντικείμενο επιστημονικής έρευνας. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ο Μπύχνερ σκιαγραφεί την άρχουσα τάξη, βασανιστή του Βόυτσεκ, με μίσος που τη μεταβάλλει σε καρικατούρα, ενώ εκείνος αισθάνεται συμπόνοια. Κι όμως το έργο του δεν είναι ένα παθιασμένο κοινωνικό «κατηγορώ». Ο Μπύχνερ δεν θέλει να ξεσηκώσει κοινωνική επανάσταση αλλά να καταδείξει με επιστημονική ακρίβεια πως δημιουργείται το κακό. Και ο κυνισμός του είναι κι αυτός αντικειμενικός. Η πραγματικότητα, όπως την παρουσιάζει ο Μπύχνερ, είναι ένας κόσμος χωρίς αγάπη και κατανόηση, ένας κόσμος γεμάτος αδιαφορία για τον συνάνθρωπο. Η βάση του υπαρξιακού του ρεαλισμού είναι τα πάθη στον κόσμο. Το κυρίαρχο αίσθημα στην τραγωδία του Βόυστεκ δεν είναι πεσιμιστικό - μηδενιστικό είναι το άγχος της ύπαρξης, το οποίο ο σύγχρονος του Μπύχνερ Δανός Κίρκεγκωρ έθεσε ως αφετηρία για κάθε συζήτηση σχετική με την ύπαρξη του ανθρώπου και τη σχέση του προς το Θεό.

1. Michael Patterson, «Introduction», στο: Georg Buchner, Woyzeck, translated by John Mackendrick, σελ. xiii, Methuen, 1979 (μετάφραση Α.Σ.).

2. Ό.π.

Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Το μήνυμα του Φάουστ του Γκαίτε



Ο Βόλφγκανγκ Γκαίτε αρχίζει να γράφει τον Φάουστ, ένα έργο 12.111 στίχων, το 1772 και συνεχίζει με διαλείμματα δεκαετιών μέχρι το 1832, χρονιά που πεθαίνει. Είναι ένα έργο ζωής, άκρως απαιτητικό, που ο ποιητής αφιέρωσε όλη του την ώριμη περίοδο. «Εντέλει χρειάστηκε μια πράγματι μεγάλη απόφαση», γράφει ο ίδιος «για να μπορέσω να επεξεργαστώ το έργο στο σύνολό του». Δεν είναι άξιο απορίας, αν σκεφτούμε την πολυφωνία του και το εύρος της έκτασής του.
Ο πραγματικός Φάουστ γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα περί το 1480 στην νότια Γερμανία και πέθανε το 1539 ή το 1540 στο Στάουφεν του Μέλανα δρυμού. Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1587, κυκλοφορεί ανώνυμα ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο που έφερε τον τίτλο Η ιστορία του Δρος Γιόχαν Φάουστ του διαβόητου θαυματοποιού που επιδίδονταν στην μαύρη μαγεία. Ο συγγραφέας της ιστορίας παραμένει ακόμα και σήμερα άγνωστος. Το βιβλίο δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία πως το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται δεν είναι φανταστικό. Μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα είχε ήδη αποκρυσταλλωθεί ο μύθος του περιπλανώμενου μάγου. Απόδειξη ότι ήταν υπαρκτό πρόσωπο είναι πως ο Επίσκοπος Γεώργιος Γ΄ κατέβαλε ένα υψηλό ποσό για την σύνταξη του Φάουστ, όπου στα έγγραφα που διασώζονται αναφέρεται ως ωροσκόπος. Λίγα χρόνια αργότερα, το δημοτικό συμβούλιο της Νυρεμβέργης του απαγορεύει την είσοδο στην πόλη.
Το ότι ο συγγραφέας της ιστορίας παρέμεινε άγνωστος φανερώνει πως πενήντα χρόνια αργότερα το όνομα του Φάουστ προκαλούσε ακόμα υποψίες ότι όσο ζούσε εξασκούσε την μαύρη μαγεία και πως είχε συνθηκολογήσει με τον διάβολο, παράπτωμα που εκείνη την εποχή θα μπορούσε να τον κρίνει ένοχο θανάτου.
Ο Φάουστ θα ολοκληρώσει τις θεολογικές του σπουδές, όμως θα εγκαταλείψει γρήγορα την θεολογία. Αρχίζει να μελετά χαλδαϊκά, περσικά, αραβικά και ελληνικά, συμμετέχει σε επικλήσεις πνευμάτων και μαγικές τελετουργίες. Σπουδάζει ιατρική, καταγίνεται με την αστρολογία και τα μαθηματικά.
Ένα βράδυ επικαλείται τον Διάβολο όπου εκείνος εμφανίζεται με το όνομα Μεφιστοφελής όπου συνάπτουν μια συμφωνία όπου θα υπηρετεί πιστά τον Φάουστ έτσι ώστε να κατακτήσει την απόλυτη γνώση, με τίμημα, μετά από 24 χρόνια να του πάρει ο Διάβολος την ψυχή.
Ο Φάουστ με την βοήθεια του Μεφίστο επιδίδεται στην σύνταξη ημερολογίων, προσφέρει τις υπηρεσίες του ως αστρολόγος, προλέγει το μέλλον, ταξιδεύει, γνωρίζοντας τον τότε γνωστό κόσμο, μέχρι που επιστρέφει και εγκαταλείπει με βία τα εγκόσμια. Ένας περιπλανώμενος τυχοδιώκτης ή ένας άνθρωπος που αναζητούσε επίμονα την αλήθεια; Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, όποιος και να ήταν ο ίδιος, ένας καιροσκόπος, ένας τσαρλατάνος ή τελικά ένας μεγάλος μάγος, αυτό που έχει σημασία είναι πως η ιστορία του ενέπνευσε τον Γκαίτε.
Γνωρίζοντας την ιστορία του Φάουστ, μιας και την έχει παρακολουθήσει σ’ ένα από τα περιπλανώμενα θέατρα της εποχής, ο Γκαίτε  αρχίζει να γράφει το πρώτο μέρος του έργου το οποίο δημοσιεύει το 1808. Η αρχή της τραγωδίας λαμβάνει χώρα στον ουρανό, όπου εμφανίζεται ο Κύριος με τις ουράνιες στρατιές καθώς επίσης και ο Διάβολος. Με διάθεση ειρωνείας ο Μεφίστο αμφισβητεί τα έργα του θεού (θυμίζοντας την ιστορία του Ιώβ από την Βίβλο), και προκαλεί τον θεό να τον αφήσει να δοκιμάσει τον Φάουστ όπως και πραγματικά γίνεται. Ο Φάουστ αφήνει τα βιβλία του και με την προτροπή του Μεφίστο αρχίζει να ανακαλύπτει τον κόσμο.
Μπαίνει σε καταγώγια που δε θα έμπαινε ποτέ, συνομιλεί με κακά πνεύματα και παρασύρει ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι, τη Μαργαρίτα σε έναν έρωτα που θα την οδηγήσει σε τραγικό τέλος. Κατά τη διάρκεια αυτού του τα «ταξιδιού» ο Φάουστ αλλάζει συναισθήματα: απελπισία - έρωτας - μετάνοια. Ωστόσο η συμφωνία είναι κατά πως φαίνεται πράγμα απαράβατο και μη αναστρέψιμο.
Το έργο έχει την κλασική μορφή ποιητικού κειμένου με έντονα αρχαιοελληνικά τραγικά στοιχεία. Υπάρχει η επίκληση στον ποιητή, υπάρχει ο χορός που ενσαρκώνεται στη μορφή και στη φωνή των πνευμάτων, ο πρωταγωνιστής που σφάλλει, ένα πρόσωπο εξαιρετικά τραγικό μέχρι το τέλος.
Φτάνει σε ένα βασίλειο όπου βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Με την βοήθεια πάντα του Μεφίστο ο Φάουστ προτείνει στον βασιλιά να φτιάξει χάρτινο χρήμα για να σωθεί από την κρίση. Όταν ο βασιλιάς υπακούει, η χώρα σώζεται  από την χρεοκοπία, όμως αυξάνεται η φιλαργυρία των πολιτών, όπου όλα πια μετριούνται με την αξία του χρήματος. Η κοινωνία διακατέχεται από την έμμονη σκέψη του κέρδους. Ο Γκαίτε βάζει εσκεμμένα τον ίδιο τον Διάβολο να συνεργήσει ώστε ο Βασιλιάς να ακούσει τα λόγια του Φάουστ και να εκδώσει χάρτινο χρήμα, υπονοώντας την σατανική του προέλευση. Ο ίδιος άλλωστε απεχθανόταν το χάρτινο χρήμα, και δεν το χρησιμοποίησε ποτέ στην ζωή του.
Δεν είναι τυχαίο που σε λίγο δεν θα αργήσει να έρθει στο προσκήνιο ο πόλεμος. Ο Φάουστ  ζητά από τον Μεφίστο εξουσία, δράση. Ο Μεφίστο επηρεάζει κι αυτή την φορά τους ανθρώπους να στραφούν εναντίον του εαυτού τους, έτσι ώστε να έχει την ευκαιρία ο Φάουστ να εδραιώσει την κυριαρχία του και να γνωρίσει την περιπέτεια της εξουσίας. Ανακηρύσσει τον Φάουστ γενικό διοικητή των βασιλικών στρατευμάτων και με την βοήθεια τριών γιγάντων ρίχνονται στην μάχη ενάντια των επαναστατημένων. Γνωρίζει την βία, τον θάνατο, τον πόνο, την καταστροφή.
Και μετά από όλα αυτά, αηδιασμένος επιστρέφει στην μοναξιά. Κατανοεί πως η ευτυχία δεν μπορεί να υπάρχει ούτε στην δόξα, ούτε στον πλούτο, ούτε στην εξουσία. Μετά από μια πορεία που ο ίδιος ανακαλύπτει τα ανθρώπινα πάθη στο μεγαλείο τους, αφού έχει γευθεί όσα μπορεί να γευθεί ένας άνθρωπος, αφού έχει διδαχτεί από την εμπειρία, αλλά όντας δυστυχισμένος, διαπιστώνει πως μόνο η αγάπη είναι ο βαθύτερος λόγος που η ψυχή μπορεί να βρει την γαλήνη της.
Κι αυτό πιστεύω είναι το διαχρονικό δίδαγμα του έργου. Πως ότι και να έχουμε καταφέρει σ’ αυτή την ζωή, αν δεν έχουμε αγαπηθεί και αγαπήσει, παραμένουμε τελικά άδειοι, σε μια ζωή κενή, χωρίς νόημα.
Ο Γκαίτε έζησε από κοντά την κατάρρευση του φεουδαρχικού συστήματος και την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς, που επέβαλε την αναδιοργάνωση ολόκληρου του κόσμου. Έζησε από κοντά την γέννηση του τραπεζικού συστήματος στη Γερμανία. Ο ίδιος γνώρισε τον έρωτα, την δόξα, αλλά και τον πόλεμο, την απώλεια, την καταστροφή. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως ο Γκαίτε ταυτίζεται με την ζωή του Φάουστ, αναζητά στην δραματική του πορεία, μια απάντηση στα ερωτήματα που απασχολούσαν την ζωή του, σε μια εποχή, όπου όλα άλλαζαν δραματικά.
Ο Φάουστ, είναι ένα έργο που απασχολεί τις διαχρονικές ανθρώπινες αξίες, αλλά και συγχρόνως όλα αυτά που μας απομακρύνουν από την ουσία μας και μας εξανθρωπίζουν. Από την μια ο έρωτας, η αναζήτηση της γνώσης, η περιπλάνηση, κι από την άλλη το πάθος για πλούτη, ηδονές, εξουσία. Ο άνθρωπος αντιμέτωπος με την πνευματικότητά του και με τα γήινα χαρακτηριστικά  του.
Ο Γκαίτε επιλέγει την ιστορία του Φάουστ καθόλου τυχαία. Γνωρίζει πως μέσα μας παλεύει το κακό με το καλό. Πως πάντα ο άνθρωπος προσπαθούσε, χωρίς αποτέλεσμα να ξεφύγει από ζωώδη του χαρακτηριστικά. Ο Φάουστ είναι ένα αντιφατικό άτομο, που εξαντλείται να βρει την ευτυχία, ξεχνώντας πως μόνο με την αγάπη μπορεί να πορευτεί ο άνθρωπος προς την γαλήνη.
Άνθρωπε, προτρέπει ο Γκαίτε, μην γίνεσαι καταναλωτικό θεριό, μην μένεις με ανοιχτό το στόμα μπροστά σε εικονικές οθόνες, κοίτα καλύτερα τον αστερωμένο ουρανό, μην παραδίνεσαι αμαχητί στα χαμηλά ένστικτα.
Ο Φάουστ είναι ένας τραγικός ήρωας. Πούλησε την ψυχή του στον διάβολο για να φτάσει στην απόλυτη εμπειρία και γνώση, αλλά στο τέλος, διαπιστώνει πως όλο αυτό το ταξίδι δεν έχει νόημα, αν δεν ανθίζει η αγάπη για τον άνθρωπο.

Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Ο Κ.Π. Καβάφης και η σχέση του με το θέατρο



Ο Καβάφης έχει επηρεάσει πολύ το πώς σκεφτόμαστε σήμερα την ποίηση και το θέατρο: η ποίησή του σκηνοθετεί και δραματοποιεί εκ νέου την ιστορία, μια ιστορία που αναμιγνύει το χρονικό της, την ελάχιστη υποσημείωσή της με μια κραταιά θεατρική έκφραση. Ο Καβάφης είχε μια ασύγκριτη ικανότητα να δημιουργεί σιωπηρά δράματα, σε μια εποχή όπου ακόμη ανθούσε η ρομαντική και συχνά αμετροεπής δραματουργία και όπου οι δραματουργοί προέκριναν ψυχολογικά και συγχρόνως κοινωνικά θέματα. Στην τέχνη του ο ποιητής γίνεται σκηνοθέτης μιας οπτικής σκηνής, χωρίς τα συμπαρομαρτούντα του θεάτρου προσωπικοτήτων και χωρίς θεατρικά εφέ. Το δράμα του σιωπηλού, καταδικασμένου πρωταγωνιστή στα ποιήματά του Αλεξανδρινοί βασιλείς  και Καισαρίων απέχει παρασάγγας από το σύγχρονό του θέατρο που κυνηγούσε τη λάμψη και τη δημοσιότητα. Οι σιωπές στον Καβάφη μιλούν δυνατότερα από κάθε πράξη. Ακόμα και τα ίδια τα ποιήματά του, μετά την αρχική, καχεκτική πορεία τους, διένυσαν με σιωπηλά, αργά αλλά αποτελεσματικά βήματα τον δρόμο τους προς τη διάδοση και τη σωστή αρχειοθέτηση.
Διαβάζοντας αυτά τα ποιήματα σαν θέατρο, σαν performance, σαν σκηνοθεσία και παιχνίδι ρόλων, μπορούμε να κατανοήσουμε βαθύτερα τη μεγάλη απήχηση του ποιητή. Ο Γ. Π. Σαββίδης είχε ήδη εκφράσει ενδιαφέρον για τη θεατρική του διάσταση και είχε μιλήσει για την «ημι-δραματική τεχνική του». Αλλά και άλλοι λόγιοι και μεταφραστές έχουν επισημάνει τη θεατρικότητα και τη σκηνοθετική δυναμική πολλών του ποιημάτων. Άλλωστε ο Καβάφης ήταν παθιασμένος θαμώνας του θεάτρου, συναναστρεφόταν τους ανθρώπους του, διάβαζε με ζήλο και συζητούσε με επιφανείς επαγγελματίες του χώρου. Τα ποιήματά του διαπνέονται από μια βαθιά σκηνική αίσθηση που τον καθιστά την ίδια στιγμή συγγραφέα, ηθοποιό, σκηνοθέτη, σκηνογράφο και υποβολέα. Το πώς αισθάνεται τη δράση και τη χειρονομία, το πώς περιπλέκει και ανατρέπει τις υποθέσεις του και το πόσο ελλειπτικά και λακωνικά χειρίζεται συχνά τα θέματά του, όλα αυτά είναι γνήσιο θέατρο· το ίδιο και η ευφάνταστη χρήση του ευθέος λόγου, οι συλλογικοί του μονόλογοι, η αγάπη του για την ανατρεπτική ειρωνεία, η τάση του να διηγείται να ξαναδιηγείται, να δραματοποιεί και να ανα-παριστά τις δράσεις και τα περιεχόμενα των ποιημάτων του. Πρόσφατα η επιτελεστική διάσταση της διαπολιτισμικότητας του Καβάφη έχει απασχολήσει εφημερίδες, blogs και συνέδρια. Η ποίησή του είναι βαθιά επιτελεστική και γι’ αυτό το πεδίο επιρροής του διευρύνεται: Ο Καβάφης ανεβάζει τον ελληνικό κόσμο στη σκηνή και μιλάει σε ένα κοινό θεατών και αναγνωστών συγχρόνως.
Το Αρχείο Καβάφη περιήλθε στη διαχείριση του Ιδρύματος Ωνάση στα τέλη του 2012, εξασφαλίζοντας την παραμονή του στην Ελλάδα και αποφεύγοντας ενδεχόμενο κατακερματισμό του. Στόχος ήταν και παραμένει η ανοιχτότητα και η ελεύθερη πρόσβασή του σε κοινό και ερευνητές, καθώς και η διάδοση του διεθνούς χαρακτήρα της ποίησης του Αλεξανδρινού ποιητή, ύστερα από την ψηφιοποίηση και εκ νέου τεκμηρίωσή του.

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Ο Σαίξπηρ, η πανώλη και ο «Ληρ»



Μια καλοκαιρινή ημέρα του 1564, ο νεαρός μαθητευόμενος κάποιου υφαντουργού σε μια κωμόπολη της βρετανικής επαρχίας άφηνε την τελευταία του πνοή. Το γεγονός πέρασε στα ψιλά των τοπικών αρχείων και θα εθεωρείτο ασήμαντο εάν δίπλα στο όνομα του αγοριού δεν είχαν καταγραφεί τρεις λέξεις που προκαλούσαν τρόμο: πέθανε από πανώλη.
Εκείνο το καλοκαίρι ο ανθρώπινος φόρος που κατέβαλε η εν λόγω κωμόπολη εξαιτίας της νέας επιδημικής έξαρσης της φονικής ασθένειας ήταν βαρύς. Το ποιος ζούσε και ποιος πέθαινε ήταν καθαρά θέμα τύχης. Ένα σπίτι ξεκληριζόταν ενώ το διπλανό παρέμενε αλώβητο.
Κάπου εκεί, λοιπόν, στην οδό Χένλεϊ, ένα ζευγάρι που είχε χάσει τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του  σε προηγούμενες επιδημίες πανώλης, κλείδωνε την πόρτα και σφράγιζε τα παράθυρα του σπιτιού του σε μια απελπισμένη προσπάθεια να σώσει τον μικρότερο γιο του, ηλικίας τριών μόλις μηνών. Οι γονείς γνώριζαν ότι οι ελπίδες δεν ήταν με το μέρος τους. Ήταν σαν να έστριβαν ένα νόμισμα που έγερνε αποφασιστικά προς την κορόνα, κι αυτοί είχαν στοιχηματίσει τη ζωή του παιδιού τους στα γράμματα. Μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς την ανακούφισή τους όταν, τρεις μήνες αργότερα, το κακό υποχωρούσε σε εκείνη την κωμόπολη -Στράτφορντ το όνομά της- και ο μικρός είχε κατορθώσει να παραμείνει ζωντανός. Τον έλεγαν Γουίλιαμ Σαίξπηρ…
Την παραπάνω ιστορία περιγράφει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Μπεν Κοέν στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο The Hot Hand: Τhe Mystery and Science of Streaks (Custom House/2019). Μέσα από το πρίσμα των δύσκολων ημερών που βιώνουμε, το απόσπασμα αποκτά τραγική επικαιρότητα.
Μία από τις πολλές εικασίες που σχετίζονται με τον ελισαβετιανό βάρδο ήταν ότι είχε αποκτήσει ανοσία στην ασθένεια επειδή είχε εκτεθεί σε αυτήν από τόσο μικρή ηλικία. Μια άλλη τον ήθελε να έχει επιζήσει επειδή οι γονείς του φρόντιζαν να τον κρατούν πάντα σε δωμάτιο που έκαιγε δυνατή φωτιά ώστε να απομακρύνονται οι ψύλλοι, από το τσίμπημα των οποίων μεταδιδόταν η πανώλη. Το σίγουρο είναι πως η αρρώστια έπληξε έντονα τόσο το στενό όσο και το ευρύτερο περιβάλλον του Σαίξπηρ. Έχασε αδελφούς και αδελφές, ενώ ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι ήταν και η αιτία της απώλειας του γιου του, σε ηλικία 11 μόλις ετών. Παράλληλα, είδε να πεθαίνουν συνάδελφοι και φίλοι, συνεργάτες και ανταγωνιστές.

«Λουκέτο» στα θέατρα
Σε κάθε νέα έξαρση της επιδημίας της πανώλης τα θέατρα στο Λονδίνο έκλειναν, με αποτέλεσμα όλοι όσοι κινούταν στον χώρο του θεάματος να αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης και να επαφίενται στη γενναιοδωρία του βασιλιά. Ο συνωστισμός αλλά και οι αντιδράσεις του κοινού στο «ζωντανό» θέαμα -το γέλιο, το δάκρυ, ο βήχας- θεωρούνταν τρόποι περαιτέρω διάδοσης της επιδημίας. Πέρα από τους ιατρικούς λόγους, βέβαια, υπήρχαν και θρησκευτικοί. Κάποιοι ιερωμένοι υποστήριζαν ότι «αιτία της πανώλης είναι η αμαρτία» και «αιτία της αμαρτίας είναι το θέατρο». Επομένως, σύμφωνα με τη λογική τους, «αιτία της πανώλης είναι το θέατρο…».
Επρόκειτο, είναι αλήθεια, για μια αρρώστια φρικτή. Μια οξεία λοιμώδη νόσο που ενέσκηπτε κατά καιρούς στο ελισαβετιανό Λονδίνο όπου οι συνθήκες υγιεινής ήταν κακές, ενώ παράλληλα δεν υπήρχε αποχετευτικό σύστημα. Τα συμπτώματα περιλάμβαναν πυρετό, ρίγη, πονοκέφαλο, μυϊκούς πόνους και κατά περίπτωση εξογκώματα σε διάφορα μέρη του σώματος, μαυρισμένο δέρμα (εξ ου και «Μαύρος Θάνατος», όπως αποκαλούνταν συχνά), δύσπνοια, απώλεια συνείδησης, παραλήρημα και τελικά θάνατο. Η νόσος κυριολεκτικά «θέριζε» βρέφη και μικρά παιδιά ενώ γενικότερα έπληττε, κατά κανόνα, άτομα ως 35 ετών.
Παρ’ όλο που «η πανώλη ήταν ο ισχυρότερος παράγοντας διαμόρφωσης της ζωής του Σαίξπηρ και των συγχρόνων του», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Τζόναθαν Μπέιτ, ένας από τους πολλούς βιογράφους του, για  τους θεατρικούς συγγραφείς της εποχής το θέμα αποτελούσε ταμπού. Στις περιόδους ύφεσης όπου τα θέατρα άνοιγαν και πάλι, απέφευγαν να αναφέρονται στο θέμα. Το κοινό δεν ήθελε να βλέπει επί σκηνής τη σκληρή πραγματικότητα, έστω κι αν ήταν το μοναδικό πράγμα που υπήρχε στο μυαλό του. Αντιθέτως, κατέφευγε στο θέαμα προκειμένου να ξεφύγει από αυτήν. Το να μιλήσεις για την πανώλη ήταν, όπως χαρακτηριστικά γράφει και πάλι ο Κοέν, «σαν να βλέπεις μια ταινία για κάποιο αεροπορικό δυστύχημα τη στιγμή που πετάς στα 35.000 πόδια».

Ρωμαίος και Ιουλιέτα με χάπι εντ
Ωστόσο για τον Σαίξπηρ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η πανώλη αποδείχθηκε το «μυστικό του όπλο». Κατάφερε να την εκμεταλλευθεί με τρόπο δημιουργικό. Όπως υποστηρίζουν έγκριτοι μελετητές του, στη διάρκεια επιδημικών εξάρσεων εμπνεύστηκε μερικά από τα διασημότερα έργα του ενώ η νόσος αποδείχθηκε το «κλειδί» για την εξέλιξη κάποιων άλλων.
Το παράδειγμα του Ρωμαίος και Ιουλιέτα -το οποίο γράφτηκε λίγο μετά την επιδημία του 1593 που κράτησε για μεγάλο διάστημα κλειστά τα θέατρα- είναι χαρακτηριστικό. Η ιστορία είναι γνωστή σε αδρές γραμμές. Οι δύο νέοι ερωτεύονται αλλά η ένωσή τους εμποδίζεται καθώς οι οικογένειές τους είναι ορκισμένοι εχθροί. Τελικά αυτοκτονούν. Πώς όμως φτάνουμε στο τραγικό φινάλε; Ίσως κάποιοι θυμούνται χαλαρά την κατάρα του Μερκούτιου -φίλου του Ρωμαίου- την ώρα που πεθαίνει λαβωμένος από τον Τυβάλτη, εξάδελφο της Ιουλιέτας: Πανούκλα στα σπίτια και των δυο σας! λέει καθώς ψυχορραγεί (σε ορισμένες από τις γνωστότερες ελληνικές μεταφράσεις η λέξη «πανούκλα» αποδίδεται ως «κατάρα» ή «ανάθεμα»).
Ωστόσο, ο ρόλος της πανώλης είναι πολύ πιο αποφασιστικός στην τραγική εξέλιξη της ιστορίας. Στην προσπάθειά της να αποφύγει τον αθέλητο γάμο με τον Πάρη που της ετοιμάζει ο πατέρας της, η Ιουλιέτα στρέφεται για βοήθεια στον ιερέα Λαυρέντιο, ο οποίος καταστρώνει ένα σχέδιο: θα της δώσει να πιει ένα υγρό που θα την κάνει να φαίνεται νεκρή για 42 ώρες ώστε να πειστούν οι γονείς της για τον θάνατό της και ταυτόχρονά θα στείλει μια επιστολή στον εξόριστο Ρωμαίο ενημερώνοντάς τον σχετικά με το πώς θα σμίξει με την αγαπημένη του. Το γράμμα όμως δεν θα φτάσει ποτέ στον νεαρό ερωτευμένο. Ο απεσταλμένος του Λαυρέντιου, μοναχός Ιωάννης, δεν θα καταφέρει να το παραδώσει. Αναζητεί βοήθεια στο πρόσωπο ενός φίλου ο οποίος, όμως, έχει πάει να συμπαρασταθεί σε ένα σπίτι «χτυπημένο» από την πανούκλα. Οι φρουροί της πόλης τούς εντοπίζουν και θεωρώντας πως και οι δύο βρίσκονταν στο σπίτι όπου «ο μολυσματικός λοιμός βασίλευε» τους θέτουν σε καραντίνα εμποδίζοντας το ταξίδι του Ιωάννη στη Μάντουα. Έτσι, ο Ρωμαίος νομίζοντας ότι η αγαπημένη του είναι όντως νεκρή αυτοκτονεί, κι αυτή όταν περνά η επήρεια του υγρού και ξυπνά, απελπισμένη θέτει επίσης τέρμα στη ζωή της. Τι θα είχε συμβεί, όμως, αν είχε παραδοθεί η επιστολή στον Ρωμαίο; Η πασίγνωστη αυτή νεανική ιστορία αγάπης θα μπορούσε να έχει, άραγε, ένα ευτυχισμένο τέλος αντί για τη γνωστή τραγική κατάληξη;

Στην εποχή του κορονοϊού
«Ο Σαίξπηρ θα είχε γίνει μανιακός με τον κορονοϊό» ήταν ο τίτλος ενός πρόσφατου δημοσιεύματος της βρετανικής εφημερίδας Telegraph. Η συντάκτρια υπογραμμίζει τη συχνή χρήση των ασθενειών από τον Σαίξπηρ σε όλα σχεδόν τα έργα του, πολλές φορές εν είδει κατάρας ανάμεσα στους χαρακτήρες. Όσο πιο βαριά η νόσος, τόσο μεγαλύτερη η κατάρα.
Στο πλαίσιο αυτό, η πανώλη είχε την τιμητική της. Ωστόσο, ο Κοέν υποστηρίζει ότι ο ρόλος της στην εξέλιξη του Ρωμαίος και Ιουλιέτα είναι μηδαμινός σε σχέση με τη χρήση της από τον συγγραφέα αργότερα στην καριέρα του.
Από τις αρχές του 1605 ως το τέλος του 1606 οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο Σαίξπηρ έγραψε τον Βασιλιά Ληρ, τον Μακβέθ και το Αντώνιος και Κλεοπάτρα. Μέχρι σχετικά πρόσφατα η κυρίαρχη άποψη ήθελε τον συγγραφέα να γράφει δύο έργα τον χρόνο. Ήταν, όμως, πράγματι έτσι;  Ο Τζέιμς Σαπίρο, συγγραφέας του βιβλίου Η χρονιά του Ληρ: Ο Σαίξπηρ το 1606 (The Year of Lear: Shakespeare in 1606) διαφωνεί. Θεωρεί πως η εν λόγω άποψη προέκυψε κάπως αυθαίρετα, απλώς μοιράζοντας τα έργα στα χρόνια κατά τα οποία έγραφε. Αν, δηλαδή, είχε γράψει 10 έργα σε πέντε χρόνια, αυτό για ορισμένους σήμαινε δύο έργα τον χρόνο. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο συγγραφέας έγραφε τα έργα του σε «συστάδες». Περνούσε περιόδους θερμές και ψυχρές δημιουργικά. «Όταν βλέπεις ότι τα έργα αυτά γράφτηκαν τόσο κοντά χρονικά αρχίζεις να σκέφτεσαι τι είναι αυτό που προκάλεσε τέτοια δημιουργική έκρηξη σε τόσο σύντομο διάστημα» υποστηρίζει.
Η απάντηση βρίσκεται σε άλλη μία επιδημία πανώλης η οποία ξέσπασε το καλοκαίρι του 1606 και απεδείχθη ιδιαιτέρως φονική. Πριν από δύο χρόνια, είχε εκδοθεί ένα διάταγμα σύμφωνα με το οποίο τα θέατρα έκλειναν σε περίπτωση που οι νεκροί υπερέβαιναν τους 30 την εβδομάδα. Η νέα έξαρση ήταν τόσο έντονη ώστε ο βασιλιάς Ιάκωβος, φοβούμενος ότι το Κοινοβούλιο δεν θα μπορέσει να συνεδριάσει προκειμένου να επικυρώσει τα σχέδιά του περί της ένωσης Σκωτίας και Αγγλίας πριν από τα Χριστούγεννα, ζήτησε από το Συμβούλιο του Στέμματος να εντείνει τις προσπάθειές του προκειμένου να ελεγχθεί η επιδημία. Τα μέλη του, από την πλευρά τους, ζήτησαν μεγαλύτερη εγρήγορση από τις τοπικές αρχές για να εισπράξουν, όμως, παράπονα: οι Λονδρέζοι έσβηναν τους κόκκινους σταυρούς με τους οποίους «μαρκάρονταν» τα σπίτια των αρρώστων που βρίσκονταν σε καραντίνα. Τελικά, δόθηκε η υπόσχεση ότι θα γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες ώστε να χρησιμοποιηθούν ανθεκτικότερα χρώματα, με βάση το λάδι, αντ’ αυτών με βάση το νερό που χρησιμοποιούνταν ως τότε και επέτρεπαν το σβήσιμο…

Αναπάντεχη επιτυχία
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Σαίξπηρ και ο θίασός του, οι «Άνθρωποι του Βασιλιά» (The King’s Men) αναγκάστηκαν να υποστείλουν τη σημαία του θεάτρου Globe και να γίνουν πιο δημιουργικοί σε σχέση με τις παραστάσεις τους. Καθώς ταξίδευαν στη βρετανική ύπαιθρο, κάνοντας στάσεις σε αγροτικές περιοχές που δεν είχαν «χτυπηθεί» από την πανώλη, ο Σαίξπηρ ένιωσε ότι το γράψιμο ήταν η καλύτερη χρήση του χρόνου του. «Αυτή η κατάσταση σήμαινε ότι για πρώτη φορά από τις αρχές της δεκαετίας του 1590 είχε ελεύθερο χρόνο να συνεργαστεί με άλλους συγγραφείς» γράφει ο Σαπίρο αναφερόμενος σε μια πρακτική της εποχής. Μέσα σε αυτό το κλίμα, γεννήθηκαν οι τρεις αριστουργηματικές τραγωδίες.
Παράλληλα, υπογραμμίζει ο Κοέν, ο Σαίξπηρ «ωφελήθηκε» από την επιδημία καθώς η πανώλη εξαφάνισε τον ανταγωνισμό: τους θιάσους νεαρών αγοριών που είχαν μεγάλη απήχηση στο Λονδίνο -καθώς παρουσίαζαν πιο σατιρικές και πολιτικά παρακινδυνευμένες παραστάσεις σε σχέση με τους μεγαλύτερους σε ηλικία ανταγωνιστές- και εν προκειμένω επλήγησαν από την αρρώστια. Το γεγονός αυτό άλλαξε το ίδιο το περιβάλλον της δημιουργίας του αλλά και τη σύνθεση του κοινού στο οποίο απευθυνόταν. Όπως καταλήγει ο Σαπίρο «η πανώλη ήταν η αιτία που ο Σαίξπηρ κατάφερε να μετατρέψει μια περίοδο μεγάλης κοινωνικής αναστάτωσης σε κάτι εντελώς διαφορετικό: μια λαμπρή, ιστορική συνθήκη μιας αναπάντεχης λογοτεχνικής επιτυχίας…».

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

To ανατριχιαστικό προφητικό κείμενο του Ιονέσκο

Ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά κείμενα όλων εποχών «Το παιχνίδι της σφαγής» του Ευγένιου Ιονέσκο περιλαμβάνει ένα συγκλονιστικά επίκαιρο απόσπασμα: 
«Σας συγκέντρωσα εδώ για τελευταία φορά, στην πλατεία της πόλης μας, για να σας ενημερώσω: Μας συμβαίνει κάτι εντελώς ανεξήγητο. Δεχθήκαμε επίθεση από ένα λοιμό αγνώστων αιτιών. Οι γειτονικές πόλεις και χώρες μας έχουν κλείσει τα σύνορά τους. Στρατός έχει κυκλώσει την πόλη μας. Κάθε είσοδος και έξοδος απαγορεύεται. Μέχρι χτες ήμασταν ελεύθεροι, όμως από σήμερα είμαστε σε καραντίνα.
Συμπολίτες κι επισκέπτες της πόλης μας, μην επιχειρήσετε να δραπετεύσετε, γιατί θ’ αντιμετωπίσετε τα πυρά των στρατιωτών που καραδοκούν σε κάθε έξοδο της πόλεως. Χρειάζεται να οπλιστούμε με όλο το θάρρος που διαθέτουμε.
Επίσης χρειάζονται γερά χέρια ν’ ανοίγουν τάφους. Τα οικόπεδα, οι ακάλυπτοι χώροι, οι αυλές, τα γήπεδα, όλα επιτάσσονται, γιατί τα νεκροταφεία γέμισαν.
Επίσης ζητώ εθελοντές να επιτηρούν τα μολυσμένα σπίτια, μήπως κάποιος μπει ή βγει. Θα ορίσουμε ορκωτούς επόπτες που θα επισκέπτονται τα σπίτια… για να αναφέρουν στις αρχές, προκειμένου να απομονωθούν οι πιθανοί φορείς.
Όποιος μπαίνει σε μολυσμένο σπίτι θα θεωρείται ύποπτος και θ’ απομονώνεται εκεί μέσα. Φυλαχτείτε από τους υπόπτους. ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΕΤΕ τους για το καλό του συνόλου!
Ζητάμε γιατρούς, νεκροθάφτες, σαβανωτές και κάθε χρήσιμη για την περίσταση ειδικότητα.
Κάθε πολίτης οφείλει να προσφέρει στον συνάνθρωπό του: να τον επιτηρήσει ή να του κλείσει τα μάτια. Το σύνθημά μας είναι, «Θάψε τον πλησίον σου, μπορείς!».
Αντίδοτο για τον λοιμό δεν έχουμε βρει. Προσπαθούμε να τον περιορίσουμε, μήπως μερικοί τυχεροί επιβιώσουν, όμως αυτό είναι άγνωστο.
Απαγορεύονται οι συνεστιάσεις και όλα τα θεάματα. Τα καταστήματα, τα εστιατόρια και τα καφενεία θα λειτουργούν ελάχιστες ώρες, για να περιοριστεί η εξάπλωση ψευδών ειδήσεων. Διότι υπάρχει η υποψία πως το κακό που μας βρήκε προέρχεται από κάτι ανώτερό μας, από τον ουρανό, και καθετί από τον ουρανό διαβρώνει σαν αόρατη βροχή τις στέγες, τους τοίχους και τις ψυχές μας.
Όπως σας είπα, αυτή είναι η τελευταία δημόσια συγκέντρωση. Ομάδες πάνω από τρία άτομα θα διαλύονται. Επίσης, απαγορεύεται να περιφέρεστε άσκοπα. Όλοι οι πολίτες επιβάλλεται να κυκλοφορείτε ανά δύο, για να επιτηρείτε ο ένας τον άλλο. Τώρα γυρίστε στα σπίτια σας και μείνετε εκεί. Θα βγείτε μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης. Ειδικά συνεργεία θα στιγματίζουν την πόρτα κάθε μολυσμένου σπιτιού: θα κάνουν έναν μεγάλο κόκκινο σταυρό με μπογιά στην πόρτα και θα γράφουν, «Ελέησόν με, Κύριε!».

1970
Ευγένιος Ιονέσκο/Eugene Ionesco
«Το παιχνίδι της σφαγής»
Jeux de massacre