Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Στη Νοτιοκορεάτισσα Χαν Γκανγκ το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2024

 

Το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2024 απονεμήθηκε στην Χαν Γκανγκ για την «έντονα ποιητική πεζογραφία της που αντιμετωπίζει ιστορικά τραύματα και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής». Παράλληλα με τη λογοτεχνία, ασχολείται επίσης με τα εικαστικά και τη μουσική, κάτι που αντανακλάται στο σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής της. Η Χαν Γκανγκ διαθέτει «μοναδική συνείδηση των σχέσεων ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή, τα ζωντανά και τα νεκρά, και, με το ποιητικό και πειραματικό στιλ της, θεωρείται πρωτοπόρος στον τομέα της σύγχρονης πρόζας», δήλωσε στους δημοσιογράφους ο πρόεδρος της επιτροπής Νόμπελ Άντερς Όλσον.

Η Χαν Γκανγκ γεννήθηκε το 1970 στη ΓκουάνγκΤζου της Νότιας Κορέας και σε ηλικία 10 ετών μετακόμισε στη Σεούλ. Σπούδασε Κορεατική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο ΓιόνΣε. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1993 με πέντε ποιήματα. Την επόμενη χρονιά κέρδισε τον διαγωνισμό της εφημερίδας Σεούλ Σίνμουν για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς με την ιστορία της Ερυθρή άγκυρα. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων Γιόσου κυκλοφόρησε το 1995. Εκτός από το βραβευμένο μυθιστόρημα Η χορτοφάγος (2007), έχει εκδώσει επίσης τις συλλογές διηγημάτων Τα φρούτα της γυναίκας μου (2000) και Η σαλαμάνδρα της φωτιάς (2012), καθώς και τα μυθιστορήματα Μαύρο ελάφι (1998), Τα κρύα σου χέρια (2002), Φυσάει αέρας, πήγαινε (2010), Μάθημα ελληνικών (2011), Ανθρώπινες πράξεις (2014), Το λευκό βιβλίο (2016) και Δεν ξεχνώ (2021). Βιβλία της στην Ελλάδα κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

Ζει στη νοτιοκορεατική πρωτεύουσα και είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Ινστιτούτου Τεχνών της πόλης.

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Νικηφόρος Βρεττάκος

 Η ταυτότητα

Έχω πάνω στη γης τη δική μου ταυτότητα.

Όχι επειδή έχω σώμα δικό μου

με πρόσωπο, χέρια, καρδιά, αλλά

επειδή έχω μέσα στο σώμα μου

ένα ποτάμι που δεν είναι δικό μου κ’ έχω

χρέος να δίνω παρών, να προσέρχομαι

όταν βγαίνει ο ήλιος και όταν δύει ο ήλιος

υπογράφοντας ευανάγνωστα: Νικηφόρος.

 

Μετά στέκομαι όρθιος αντίκρυ

στο σύμπαν, ασκεπής κ’ ευλαβής,

βλέποντάς το να γίνεται ολόκληρο ένα

στρογγυλό, διαφανές ανθρώπινο πρόσωπο.

 

Τα ποιήματα, τόμος Γ΄, εκδ. Τρία Φύλλα, 1991, σελ. 199

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

Κική Δημουλά

 Η συμπόνοια

Λυπάμαι τις νοικοκυρές
έτσι που αγωνίζονται
κάθε πρωί να διώχνουν απ’ το σπίτι τους τη σκόνη,
σκόνη, ύστατη σάρκα του άσαρκου.

σκούπες σκουπάκια
ρουφήχτρα φτερά τιναχτήρια
ξεσκονόπανα κουρελόπανα κλόουν
θόρυβοι και τρόποι ακροβάτες,
μαστίγιο πέφτουν οι κινήσεις
πάνω στην κατοικίδια σκόνη.

Κάθε πρωί μπαλκόνια και παράθυρα
ακρωτηριάζουν μια δράση και μιαν έξαψη:
ασώματα κεφάλια χοροπηδάνε σαν γιογιό,
χέρια εξέχουν και σφαδάζουν
σαν κάτι να τα σφάζει από μέσα,
σπασμένα σώματα μισά
που τα πριόνισε το σκύψιμο.

Άλλο ένα σπάσιμο του Ολόκληρου.

Όλο σπάζει αυτό,
πριν καν υπάρξει σπάζει
και σαν να είναι γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό,
για να μην είναι.

Ολόκληρη ζωή σου λέει ο άλλος.

Από πού ως πού ολόκληρη
μ’ ένα σπασμένο μέτρο πάντα που κρατάτε
και μετράμε

Αξιολύπητη λέξη το ολόκληρο.

Σωματώδης αλλοπαρμένη περιφέρεται.

Γι’ αυτό τη φωνάζουν τρελή τα μπατίρια μεγέθη.

Τινάγματα τινάγματα
να φύγει η σκόνη απ’ τις ρηχές
να φύγει κι από τις βαθιές φωλιές του ύπνου,
σεντόνια και σκεπάσματα.

Κι εκείνες οι φορές
όπου πετάγεται το σώμα τρομαγμένο
νύχτα και ουρλιάζει. Θεέ μου μικραίνω
θα τιναχτούν κι αυτές σαν σκόνη,
σκόνη η ελάττωση κι ο τρόμος
και πώς δεν τα αντέχω τα τινάγματα
του μέσα βίου έξω.

Πρησμένα μαξιλάρια του ύπνου
φριχτά γρονθοκοπιούνται και φοβάμαι
τρέμω μη γίνουνε ζημιές:
είν’ οι κρυστάλλινες διαθήκες των ονείρων εκεί μέσα.

Όλα τα όνειρα όνειρο τα κληρονομεί
και άνθρωπος κανένα.

Τρέμω τέτοια παγκόσμια αποκλήρωση
δεν το αντέχω να τινάζεται σαν σκόνη.

Χτυπήματα χαλιών
να βγει η σκόνη απ’ των σχεδίων τις φωλιές,
να γκρεμιστεί απ’ τα γεφύρια των χρωμάτων.

Κι ο γρήγορος βηματισμός
ο τρελαμένος πέρα δώθε μες στο σπίτι
μες στη ρηχή εμπιστοσύνη των χαλιών
να μην ακούν οι αποκάτω τι βαδίζει
να μην ακούν τι δεν συμβαδίζει,
θα τιναχτεί κι αυτός σαν σκόνη
και πώς δεν τα αντέχω τα τινάγματα
του μέσα βίου έξω.

Λυπάμαι τις νοικοκυρές
τον άγονό τους κόπο.

Δεν φεύγει η σκόνη, δεν στερεύει.

Κάθε που πάει ο καιρός καιρό να συναντήσει
καινούρια συμφωνία σκόνης κλείνεται.

Οι προφυλάξεις απ’ αυτήν-το Καθαρό

και η Σταθερότης-μέσα επιστροφής της.

Τη φέρνουν πρώτες και καλύτερες.

Δεν έχω δει πιο σκονισμένες επιφάνειες από δαύτες.

Ως και το Φως το πεντακάθαρο
χαρούμενη μεταφορά της σκόνης:
είν’ ένα θαύμα να τη βλέπεις
πώς προχωρεί ακίνητη πάνω σε ακτίνα ήλιου,
σαν να πατάει σε σκάλα κυλιόμενη
απ’ αυτές τις μοντέρνες, τις υπνωτισμένες,
με τα ευνουχισμένα σκαλοπάτια.

Μεταφέρεται
ορατή σαν αέρας χοντρά αλεσμένος
να ξαναμπεί απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα
τους ανοιχτούς της νόμους.

Η ύπαρξή μας σπίτι της και μέλλον της.

Ανοικοκύρευτη εγώ, την αφήνω να κάθεται.

Μελετηρή στη ράχη ενός βιβλίου
που μιλάει για το Γήρας.
στη φρόνιμη φωτογραφία των παιδιών μου
όταν αυτά με φόραγαν
λευκή κολλαριστή ολοστρόγγυλη Μητέρα
χαλαρά από μέσα ραμμένη
με κρυφές αραιές βελονιές
στη σχολική ποδιά τους.

Τώρα ντυθήκανε Μεγάλα τα παιδιά μου,
φοράει η σκόνη την ποδιά τους
τον στρογγυλό γιακά,
με φοράει Μητέρα η σκόνη
-έτσι πρέπει να ράβονται
οι σχέσεις και οι εξαρτήσεις,
με αραιές χαλαρές βελονιές,
για να μπορούν να ξηλώνονται εύκολα.

Ποτέ δεν σκονίζω
τον ορειχάλκινο αθλητή
που διακοσμεί μεγάλο ορειχάλκινο ρολόι.

Τόσο μυώδη τα μέλη του
που μοιάζουν θυμωμένα.

Ίσως γιατί τον αναγκάζουν να γυμνάζει
κάτι πολύ αόρατο,
μπορεί το χρόνο να γυμνάζει,
μπορεί να θέλει ο χρόνος να μπορεί
πιο γρήγορα να τρέχει απ’ όσο τρέχει.

Επίδοση που χαροποιεί τη σκόνη.

Κάθεται στον καθρέφτη μου,
δικός της, της τον χάρισα.
χέρσο πράμα, τι να το ’κανα;

Έπαψα να καλλιεργώ τα πρόσωπά μου εκεί μέσα,
δεν έχω όρεξη να οργώνω αλλαγές
και να διπλασιάζομαι αλλιώτικη.

Την αφήνω να κάθεται
την αφήνω να έρχεται
με το τσουβάλι να έρχεται
την αφήνω να χύνεται απάνω μου
σαν αλεσμένη διήγηση μεγάλης ιστορίας,
την αφήνω να έρχεται γρήγορη γρήγορη
σαν χρόνος που γυμνάστηκε
πιο γρήγορα να τρέχει απ’ όσο τρέχει
και κάθεται βαριά μπατάλα σκόνη

την αφήνω να κάθεται, χρονίζει,
μπατάλα με σκεπάζει, την αφήνω
να με σκεπάζει την αφήνω
με σκεπάζει
να με ξεχνάς την αφήνω
να με ξεχνάς αφήνω
με ξεχνάς
να με ξεχνάς
σε αφήνω
γιατί δεν τα αντέχω τα τινάγματα
του μέσα βίου έξω.

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Η αξία του «ταξιδεύειν»

Πολλές φορές αναρωτιόμαστε ποιο είναι το πολυτιμότερο συστατικό της ευτυχίας, η πεμπτουσία1 της ζωής που αξίζει να παλέψουμε για να κατακτήσουμε, έτσι ώστε να φτάσουμε έστω κι ένα βήμα πιο κοντά στην πολυπόθητη ευδαιμονία. Αν και η ευτυχία είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό για τον κάθε άνθρωπο, οι περισσότεροι τουλάχιστον από εμάς θα συμφωνούσαμε πως ευτυχία είναι αδιαμφισβήτητα μια ευρεία συλλογή στιγμώνꞏ στιγμών ιδιαίτερων και ξεχωριστών για τον καθένα από εμάς.

Πολύτιμες και ανεξίτηλες στη μνήμη στιγμές μπορούν να μας χαρίσουν πολλά και διαφορετικά πράγματα στη ζωή. Ένα από αυτά είναι και τα ταξίδια. Η αξία των ταξιδιών είναι από κάθε άποψη ανεκτίμητη. Κι αυτό, γιατί τα ταξίδια έχουν το μοναδικό χάρισμα να συνδυάζουν όλα αυτά τα συστατικά στοιχεία που χρειάζεται πραγματικά ο άνθρωπος προκειμένου να εξελιχθεί πνευματικά και ψυχικά, να ολοκληρωθεί και τελικά να ευτυχήσει. Πνευματικές κατακτήσεις για όσους «ορέγονται φύσει του ειδέναι»2, απεριόριστη ψυχαγωγία, αλλά και ψυχική και σωματική υγεία είναι τα οφέλη που μπορεί κανείς να αποκομίσει από ένα απλό ταξίδι.

Καλώς ή κακώς, ζούμε σε μια εποχή που η καθημερινότητα απαιτεί από εμάς μεγάλα ποσά ενέργειας και ψυχικών αποθεμάτων, προκειμένου να αντεπεξέλθουμε επιτυχώς στους ταχείς και άκρως πιεστικούς και απαιτητικούς ρυθμούς ζωής. Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτόν τον κυκεώνα των αλλεπάλληλων υποχρεώσεων και δυσκολιών, συχνά παρασυρόμαστε από τη ρουτίνα της καθημερινότητας και λησμονούμε να προσφέρουμε στον εαυτό μας ένα πολύτιμο δώρο: στιγμές προσωπικής ηρεμίας και ικανοποίησης.

Τα ταξίδια είναι μια ευκαιρία για φυγή από την, πολλές φορές, πληκτική και αγχογόνο πραγματικότητα, αλλά και ένας τρόπος για μια καλύτερη γνωριμία με τον ίδιο σου τον εαυτό και τα «θέλω» του. Η αλλαγή παραστάσεων σε συνδυασμό με τη συσσώρευση καινούριων εμπειριών και αναμνήσεων στην παρακαταθήκη του καθενός, καθιστά τα ταξίδια τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο ψυχικής εκτόνωσης και αναζωογόνησης του κάθε ανθρώπου.

Ακόμη, ο συγχρωτισμός ανθρώπων ενδεχομένως διαφορετικής εθνικής προέλευσης και κουλτούρας, σε συνδυασμό με την πνευματική μέθεξη3 με τον πολιτισμό του τόπου που επισκέπτεται κανείς, συμβάλλουν στην ευρύτερη μόρφωση του ανθρώπου, τη διεύρυνση των πνευματικών του οριζόντων, καθώς και τη γνώση και υιοθέτηση νέων τρόπων ζωής και σκέψης.

Επιπλέον, μέσα από τη διάδοση και ανταλλαγή ιδεών που παρέχουν τα ταξίδια, μπορεί να επιτευχθεί μια γόνιμη και υγιής επικοινωνία και γνωριμία διαφορετικών λαών. Το τελευταίο μπορεί να αποτελέσει σπουδαίο επίτευγμα στην προσπάθεια της ανθρωπότητας για την άρση των εθνικιστικών προκαταλήψεων, τον περιορισμό του ρατσισμού και την επικράτηση της διακρατικής ειρήνης και συνεργασίας.

Συμπερασματικά, διαφαίνεται πως τα ταξίδια δεν είναι κάτι απλό… Στην πραγματικότητα, αυτές οι μικρές αποδράσεις από την καθημερινότητα κρύβουν πολλά περισσότερα. Είναι μία από τις λίγες μορφές πραγματικής ψυχαγωγίας, που συνδυάζει με τον ωραιότερο δυνατό τρόπο τη γνώση με τη διασκέδαση και που αποτελεί μια αστείρευτη πηγή πολύτιμων και αξέχαστων αναμνήσεων και εμπειριών.

1. πεμπτουσία: ουσιωδέστερο περιεχόμενο.

2. «ορέγονται φύσει του ειδέναι»: φράση του Αριστοτέλη που δηλώνει την επιθυμία του ανθρώπου να μαθαίνει.

3. μέθεξη: συμμετοχή, επικοινωνία, επαφή.

Κείμενο της Ηλέκτρας Χατζηδημητρίου, από το διαδίκτυο 12-08-2016, ελαφρώς διασκευασμένο για τις ανάγκες της εξέτασης

Σάββατο 4 Μαΐου 2024

Κική Δημουλά

Μεγάλο Σάββατο

Ευχές κροτίδες και φιλήματα ανταλλάσσουν
οι άγιες μέρες μεταξύ τους
κι εγώ χτυπώ την πόρτα σου
όχι για να εισέλθω μολονότι
κατάλληλο είναι το σώμα που φορώ
με προϋπηρεσία έντιμη μακρά
έξωθεν του Νυμφώνος.


Βγες άφοβα.

Όχι ανταπόκριση απόκριση ζητώ
το φίλημα εκείνο που έριξες
από το ύψος ευγενέστατης ευχής

Καλή Ανάσταση
και σφάχτηκε ο λαιμός με το γιακά μου

ήταν από τα κέρματα που ρίχνουμε
στο δίσκο του εθίμου;

ήταν στο τίμιο ξύλο μου αγκίδα
περιγελαστική;

ήταν μια γενναιόδωρη έμπνευση
πτωχής αδιαφορίας;


Σε ρωτώ
γιατί δεν είδα ταμπελίτσα
δεν είδα να αναγράφεται
το μέγεθος και η σύνθεση της θέρμης
ούτε και είδα τυπωμένη
τη μάρκα των χειλιών σου πουθενά.

Ανώνυμο τελείως
λαθραίο δηλαδή το πως να αισθανθώ.

Από τη συλλογή Χλόη Θερμοκηπίου, εκδ. Ίκαρος 2005